Anonymous

πατάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] 1) schlagen, klopfen; Ἕκτορι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν, ihm pochte das Herz im Busen, Il. 7, 216, vgl. 23, 370; eben so [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει, 13, 282. – 2) klappen, klatschen, in die Hände, Sp. – 3) trans. schlagen, verwunden, wie [[πλήσσω]], bes. im act., vgl. Lys. 4, 15; Valck. Her. 5, 120; so Soph. πάταξον εἰς [[ἄκρον]] ποδα, Phil. 748; πατάξαι Πολυνείκη δορί, Eur. Phoen. 1472; Ar. Equ. 1130 Lys. 312; τὴν θύραν, an die Thür pochen, Ran 38; ὁ πατάξαι δεινότατος ἐν μάχῃ, Plat. Rep. I, 333 e; τὸν ἀνοίξαντα πατάξαντες ἀπέκτειναν, Pol 8, 31, 8; vom einschlagenden Blitze, Arist. meteor. 3, 1. – Das pass. nur bei Sp., παταχθεὶς τὰς χεῖρας Anacr. 33, 4, τῷ λόγῳ ὥςπ ερ ὑπὸ μύωπος παταχθείς Ach. Tat. 7, 3 (att. dafür πληγῆναι).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] 1) schlagen, klopfen; Ἕκτορι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν, ihm pochte das Herz im Busen, Il. 7, 216, vgl. 23, 370; eben so [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει, 13, 282. – 2) klappen, klatschen, in die Hände, Sp. – 3) trans. schlagen, verwunden, wie [[πλήσσω]], bes. im act., vgl. Lys. 4, 15; Valck. Her. 5, 120; so Soph. πάταξον εἰς [[ἄκρον]] ποδα, Phil. 748; πατάξαι Πολυνείκη δορί, Eur. Phoen. 1472; Ar. Equ. 1130 Lys. 312; τὴν θύραν, an die Thür pochen, Ran 38; ὁ πατάξαι δεινότατος ἐν μάχῃ, Plat. Rep. I, 333 e; τὸν ἀνοίξαντα πατάξαντες ἀπέκτειναν, Pol 8, 31, 8; vom einschlagenden Blitze, Arist. meteor. 3, 1. – Das pass. nur bei Sp., παταχθεὶς τὰς χεῖρας Anacr. 33, 4, τῷ λόγῳ ὥςπ ερ ὑπὸ μύωπος παταχθείς Ach. Tat. 7, 3 (att. dafür πληγῆναι).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> πατάξω, <i>ao.</i> ἐπάταξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> παταχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπατάχθην;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> battre avec bruit, frapper;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> battre avec bruit, palpiter <i>en parl. du cœur</i> : στέρνοισι IL, ἐνὶ στήθεσσι IL dans la poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[πάταγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτάσσω''': Ἐπικ. παρατ. πάτασσον, μελλ. -άξω Ἀριστοφ. Λυσ. 657, Βάτρ. 646, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις: ἀόρ. ἐπάταξα Θέογν. 1199, ἴδε κατωτ.: ― Παθ., ἀόρ. ἐπατάχθην Λουκ. Ἀνάχ. 3 καὶ 40, Ἀχ. Τάτ.: μέλλ. παταχθήσομαι Λουκ. Δραπέτ. 14: πρκμ. πεπάταγμαι (ἐκ-) Ὀδ. Σ. 327·― Παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. οἱ Ἀττ. προετίμων τὸ [[παίω]] ἢ [[τύπτω]], ἐν ᾧ ὡς ἐνεργ. ἀόρ. εἶχον ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἐπάταξα, καὶ ἐπὶ τοῦ παθ. ἀορ. καὶ πρκμ. προετίμων τοὺς τύπους πληγῆναι, ἢ πλαγῆναι, πεπλῆχθαι. Ι. ἀμετάβατ. παρ’ Ὁμ., «κτυπῶ», πάλλομαι, Λατ. palpiot, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Ἰλ. Η. 216· πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου Ψ. 270· οὕτω, [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει (πρβλ. τὸ τοῦ Shaksp., ‘my seated heart knocks at my ribs'), N. 282. 2) ὡς τὸ [[πλήσσω]], κτυπῶ, πάταξον, εἰς [[ἄκρον]] [[πόδα]] Σοφ. Φ. 748· π. τινὰ δορὶ Εὐρ. Φοίν. 1463· πὺξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 548, πρβλ. Ἱππ. 1130, Λυσίας 94. 9· πρὸς κίονα [[νῶτον]] π. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1007· ― [[ὡσαύτως]] συχν. παρὰ τοῖς πεζογράφοις (πρβλ. [[κόρρη]]), ὁ πατάξας, ὁ κτυπήσας, Ἀντιφῶν 127, 31, Θουκ. 8. 92· ἐὰν μὲν [τὸν ἄρχοντα] πατάξῃς Νόμ. παρὰ Δημ. 524. 28· ἐπὶ θανατηφόρου κτυπήματος, ἐὰν [[λίθος]] .. ἢ [[σίδηρος]] πατάξῃ Δημ. 645. 16· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πληγὴν π. Πλάτ. Γοργ. 527D, Νόμ. 879Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει: πατάξαι θύραν, ἴδε ἐν λ. [[θύρα]]· τὸν μηρὸν πατάσσεσθαι (Ἀττ. παίεσθαι ἢ τύπτεσθαι) Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 19. 2) μεταφορ., ἄτῃ πατάξαι θυμὸν Σοφ. Ἀντ. 1097· [[πόθος]] π. καρδίαν Ἀριστοφ. Βάτρ. 54· πατάξω σε μεγάλοις ποτηρίοις Τιμοκλῆς ἐν
|lstext='''πᾰτάσσω''': Ἐπικ. παρατ. πάτασσον, μελλ. -άξω Ἀριστοφ. Λυσ. 657, Βάτρ. 646, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις: ἀόρ. ἐπάταξα Θέογν. 1199, ἴδε κατωτ.: ― Παθ., ἀόρ. ἐπατάχθην Λουκ. Ἀνάχ. 3 καὶ 40, Ἀχ. Τάτ.: μέλλ. παταχθήσομαι Λουκ. Δραπέτ. 14: πρκμ. πεπάταγμαι (ἐκ-) Ὀδ. Σ. 327·― Παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. οἱ Ἀττ. προετίμων τὸ [[παίω]] ἢ [[τύπτω]], ἐν ᾧ ὡς ἐνεργ. ἀόρ. εἶχον ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἐπάταξα, καὶ ἐπὶ τοῦ παθ. ἀορ. καὶ πρκμ. προετίμων τοὺς τύπους πληγῆναι, ἢ πλαγῆναι, πεπλῆχθαι. Ι. ἀμετάβατ. παρ’ Ὁμ., «κτυπῶ», πάλλομαι, Λατ. palpiot, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Ἰλ. Η. 216· πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου Ψ. 270· οὕτω, [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει (πρβλ. τὸ τοῦ Shaksp., ‘my seated heart knocks at my ribs'), N. 282. 2) ὡς τὸ [[πλήσσω]], κτυπῶ, πάταξον, εἰς [[ἄκρον]] [[πόδα]] Σοφ. Φ. 748· π. τινὰ δορὶ Εὐρ. Φοίν. 1463· πὺξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 548, πρβλ. Ἱππ. 1130, Λυσίας 94. 9· πρὸς κίονα [[νῶτον]] π. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1007· ― [[ὡσαύτως]] συχν. παρὰ τοῖς πεζογράφοις (πρβλ. [[κόρρη]]), ὁ πατάξας, ὁ κτυπήσας, Ἀντιφῶν 127, 31, Θουκ. 8. 92· ἐὰν μὲν [τὸν ἄρχοντα] πατάξῃς Νόμ. παρὰ Δημ. 524. 28· ἐπὶ θανατηφόρου κτυπήματος, ἐὰν [[λίθος]] .. ἢ [[σίδηρος]] πατάξῃ Δημ. 645. 16· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πληγὴν π. Πλάτ. Γοργ. 527D, Νόμ. 879Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει: πατάξαι θύραν, ἴδε ἐν λ. [[θύρα]]· τὸν μηρὸν πατάσσεσθαι (Ἀττ. παίεσθαι ἢ τύπτεσθαι) Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 19. 2) μεταφορ., ἄτῃ πατάξαι θυμὸν Σοφ. Ἀντ. 1097· [[πόθος]] π. καρδίαν Ἀριστοφ. Βάτρ. 54· πατάξω σε μεγάλοις ποτηρίοις Τιμοκλῆς ἐν
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> πατάξω, <i>ao.</i> ἐπάταξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> παταχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπατάχθην;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> battre avec bruit, frapper;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> battre avec bruit, palpiter <i>en parl. du cœur</i> : στέρνοισι IL, ἐνὶ στήθεσσι IL dans la poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[πάταγος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth