Anonymous

πατάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> πατάξω, <i>ao.</i> ἐπάταξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> παταχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπατάχθην;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> battre avec bruit, frapper;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> battre avec bruit, palpiter <i>en parl. du cœur</i> : στέρνοισι IL, ἐνὶ στήθεσσι IL dans la poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[πάταγος]].
|btext=<i>f.</i> πατάξω, <i>ao.</i> ἐπάταξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> παταχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπατάχθην;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> battre avec bruit, frapper;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> battre avec bruit, palpiter <i>en parl. du cœur</i> : στέρνοισι IL, ἐνὶ στήθεσσι IL dans la poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[πάταγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰτάσσω''': Ἐπικ. παρατ. πάτασσον, μελλ. -άξω Ἀριστοφ. Λυσ. 657, Βάτρ. 646, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις: ἀόρ. ἐπάταξα Θέογν. 1199, ἴδε κατωτ.: ― Παθ., ἀόρ. ἐπατάχθην Λουκ. Ἀνάχ. 3 καὶ 40, Ἀχ. Τάτ.: μέλλ. παταχθήσομαι Λουκ. Δραπέτ. 14: πρκμ. πεπάταγμαι (ἐκ-) Ὀδ. Σ. 327·― Παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. οἱ Ἀττ. προετίμων τὸ [[παίω]] ἢ [[τύπτω]], ἐν ᾧ ὡς ἐνεργ. ἀόρ. εἶχον ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἐπάταξα, καὶ ἐπὶ τοῦ παθ. ἀορ. καὶ πρκμ. προετίμων τοὺς τύπους πληγῆναι, ἢ πλαγῆναι, πεπλῆχθαι. Ι. ἀμετάβατ. παρ’ Ὁμ., «κτυπῶ», πάλλομαι, Λατ. palpiot, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Ἰλ. Η. 216· πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου Ψ. 270· οὕτω, [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει (πρβλ. τὸ τοῦ Shaksp., ‘my seated heart knocks at my ribs'), N. 282. 2) ὡς τὸ [[πλήσσω]], κτυπῶ, πάταξον, εἰς [[ἄκρον]] [[πόδα]] Σοφ. Φ. 748· π. τινὰ δορὶ Εὐρ. Φοίν. 1463· πὺξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 548, πρβλ. Ἱππ. 1130, Λυσίας 94. 9· πρὸς κίονα [[νῶτον]] π. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1007· ― [[ὡσαύτως]] συχν. παρὰ τοῖς πεζογράφοις (πρβλ. [[κόρρη]]), πατάξας, ὁ κτυπήσας, Ἀντιφῶν 127, 31, Θουκ. 8. 92· ἐὰν μὲν [τὸν ἄρχοντα] πατάξῃς Νόμ. παρὰ Δημ. 524. 28· ἐπὶ θανατηφόρου κτυπήματος, ἐὰν [[λίθος]] .. ἢ [[σίδηρος]] πατάξῃ Δημ. 645. 16· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πληγὴν π. Πλάτ. Γοργ. 527D, Νόμ. 879Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει: πατάξαι θύραν, ἴδε ἐν λ. [[θύρα]]· τὸν μηρὸν πατάσσεσθαι (Ἀττ. παίεσθαι ἢ τύπτεσθαι) Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 19. 2) μεταφορ., ἄτῃ πατάξαι θυμὸν Σοφ. Ἀντ. 1097· [[πόθος]] π. καρδίαν Ἀριστοφ. Βάτρ. 54· πατάξω σε μεγάλοις ποτηρίοις Τιμοκλῆς ἐν
|elnltext=πατάσσω [~ πάταγος] ep. imperf. πάτασσον intrans., Hom. slaan, bonzen:. Ἕκτορί τ’ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν bij Hector zelf bonsde het hart in zijn borst Il. 7.216. met acc. slaan, een klap geven:; ἐὰν μὲν τὸν ἄρχοντα πατάξῃ τις als iemand de archont een klap geeft Dem. 21.33; τὸν μέν τινα βακτηρίᾳ, τὸν δὲ τῷ στύρακι ἐπάταξεν de een sloeg hij met een stok, de ander met de schacht van een lans Xen. Hell. 6.2.19; slaan op, bonzen op:; τίς τὴν θύραν ἐπάταξεν; wie heeft op de deur gebonsd? Aristoph. Ran. 38; overdr..; πόθος τὴν καρδίαν ἐπάταξε een verlangen heeft mijn hart geraakt Aristoph. Ran. 54; doodslaan. NT.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰτάσσω:''' (impf. ἐπάτασσον - эп. πάτασσον, fut. πατάξω, aor. ἐπάταξα; fut. pass. παταχθήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[ударять]], [[поражать]] (τινὰ [[δορί]] Eur.; εἴς τι Soph.): π. ἐν μαχαίρῃ NT ударить мечом; πρὸς κίονα [[νῶτον]] π. Eur. удариться спиной о столб; π. τὴν πληγήν Plat. наносить удар; π. τὴν θύραν Arph. колотить в дверь; πατάξαι δεινότατος Plat. мастер наносить удары;<br /><b class="num">2)</b> [[колотиться]], [[биться]] ([[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''πᾰτάσσω:''' Επικ. παρατ. <i>πάτασσον</i>, μέλ. <i>-άξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπατάχθην</i>, παρακ. <i>πεπάταγμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ. [[χτυπώ]], πάλλομαι, Λατ. [[palpito]], <i>θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει (όπως στον Shakspeare, "my heart knocks at my ribs"), στον ίδ. ΙI. 1. όπως το [[πλήσσω]], [[χτυπώ]], [[τύπτω]], [[πατάσσω]] τινὰ [[δορί]], σε Ευρ.· απόλ., σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για θανατηφόρο [[πλήγμα]], ἐὰν [[λίθος]] ἢ [[σίδηρος]] πατάξῃ, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πατάξαι θύραν</i>, [[χτυπώ]] την πόρτα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., <i>πατάξαι θυμόν</i>, σε Σοφ.· [[πατάσσω]] καρδίαν, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πᾰτάσσω:''' Επικ. παρατ. <i>πάτασσον</i>, μέλ. <i>-άξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπατάχθην</i>, παρακ. <i>πεπάταγμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ. [[χτυπώ]], πάλλομαι, Λατ. [[palpito]], <i>θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει (όπως στον Shakspeare, "my heart knocks at my ribs"), στον ίδ. ΙI. 1. όπως το [[πλήσσω]], [[χτυπώ]], [[τύπτω]], [[πατάσσω]] τινὰ [[δορί]], σε Ευρ.· απόλ., σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για θανατηφόρο [[πλήγμα]], ἐὰν [[λίθος]] ἢ [[σίδηρος]] πατάξῃ, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πατάξαι θύραν</i>, [[χτυπώ]] την πόρτα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., <i>πατάξαι θυμόν</i>, σε Σοφ.· [[πατάσσω]] καρδίαν, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰτάσσω:''' (impf. ἐπάτασσον - эп. πάτασσον, fut. πατάξω, aor. ἐπάταξα; fut. pass. παταχθήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[ударять]], [[поражать]] (τινὰ [[δορί]] Eur.; εἴς τι Soph.): π. ἐν μαχαίρῃ NT ударить мечом; πρὸς κίονα [[νῶτον]] π. Eur. удариться спиной о столб; π. τὴν πληγήν Plat. наносить удар; π. τὴν θύραν Arph. колотить в дверь; ὁ πατάξαι δεινότατος Plat. мастер наносить удары;<br /><b class="num">2)</b> [[колотиться]], [[биться]] ([[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει Hom.).
|lstext='''πᾰτάσσω''': Ἐπικ. παρατ. πάτασσον, μελλ. -άξω Ἀριστοφ. Λυσ. 657, Βάτρ. 646, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις: ἀόρ. ἐπάταξα Θέογν. 1199, ἴδε κατωτ.: ― Παθ., ἀόρ. ἐπατάχθην Λουκ. Ἀνάχ. 3 καὶ 40, Ἀχ. Τάτ.: μέλλ. παταχθήσομαι Λουκ. Δραπέτ. 14: πρκμ. πεπάταγμαι (ἐκ-) Ὀδ. Σ. 327·― Παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. οἱ Ἀττ. προετίμων τὸ [[παίω]] ἢ [[τύπτω]], ἐν ᾧ ὡς ἐνεργ. ἀόρ. εἶχον ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἐπάταξα, καὶ ἐπὶ τοῦ παθ. ἀορ. καὶ πρκμ. προετίμων τοὺς τύπους πληγῆναι, ἢ πλαγῆναι, πεπλῆχθαι. Ι. ἀμετάβατ. παρ’ Ὁμ., «κτυπῶ», πάλλομαι, Λατ. palpiot, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Ἰλ. Η. 216· πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου Ψ. 270· οὕτω, [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει (πρβλ. τὸ τοῦ Shaksp., ‘my seated heart knocks at my ribs'), N. 282. 2) ὡς τὸ [[πλήσσω]], κτυπῶ, πάταξον, εἰς [[ἄκρον]] [[πόδα]] Σοφ. Φ. 748· π. τινὰ δορὶ Εὐρ. Φοίν. 1463· πὺξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 548, πρβλ. Ἱππ. 1130, Λυσίας 94. 9· πρὸς κίονα [[νῶτον]] π. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1007· ― [[ὡσαύτως]] συχν. παρὰ τοῖς πεζογράφοις (πρβλ. [[κόρρη]]), ὁ πατάξας, ὁ κτυπήσας, Ἀντιφῶν 127, 31, Θουκ. 8. 92· ἐὰν μὲν [τὸν ἄρχοντα] πατάξῃς Νόμ. παρὰ Δημ. 524. 28· ἐπὶ θανατηφόρου κτυπήματος, ἐὰν [[λίθος]] .. ἢ [[σίδηρος]] πατάξῃ Δημ. 645. 16· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πληγὴν π. Πλάτ. Γοργ. 527D, Νόμ. 879Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει: πατάξαι θύραν, ἴδε ἐν λ. [[θύρα]]· τὸν μηρὸν πατάσσεσθαι (Ἀττ. παίεσθαι ἢ τύπτεσθαι) Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 19. 2) μεταφορ., ἄτῃ πατάξαι θυμὸν Σοφ. Ἀντ. 1097· [[πόθος]] π. καρδίαν Ἀριστοφ. Βάτρ. 54· πατάξω σε μεγάλοις ποτηρίοις Τιμοκλῆς ἐν
}}
{{elnl
|elnltext=πατάσσω [~ πάταγος] ep. imperf. πάτασσον intrans., Hom. slaan, bonzen:. Ἕκτορί τ’ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν bij Hector zelf bonsde het hart in zijn borst Il. 7.216. met acc. slaan, een klap geven:; ἐὰν μὲν τὸν ἄρχοντα πατάξῃ τις als iemand de archont een klap geeft Dem. 21.33; τὸν μέν τινα βακτηρίᾳ, τὸν δὲ τῷ στύρακι ἐπάταξεν de een sloeg hij met een stok, de ander met de schacht van een lans Xen. Hell. 6.2.19; slaan op, bonzen op:; τίς τὴν θύραν ἐπάταξεν; wie heeft op de deur gebonsd? Aristoph. Ran. 38; overdr..; πόθος τὴν καρδίαν ἐπάταξε een verlangen heeft mijn hart geraakt Aristoph. Ran. 54; doodslaan. NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj