3,277,243
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] ἡ, ion. u. ep. πενίη, [[Armuth]]; πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει, Od. 14, 157; στάσιν πενίας δότειραν, Pind. frg. 228, 4; Soph. frg. 681; Eur. El. 376 u. öfter; Her. u. sonst in Prosa; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Plat. Apol. 23 c Rep. X, 613 a, u. öfter im Ggstz von πλοῦτος; auch übertr., ὑπὸ πενίας τῆς περὶ φρόνησιν κτήσεως, Soph. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] ἡ, ion. u. ep. πενίη, [[Armuth]]; πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει, Od. 14, 157; στάσιν πενίας δότειραν, Pind. frg. 228, 4; Soph. frg. 681; Eur. El. 376 u. öfter; Her. u. sonst in Prosa; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Plat. Apol. 23 c Rep. X, 613 a, u. öfter im Ggstz von πλοῦτος; auch übertr., ὑπὸ πενίας τῆς περὶ φρόνησιν κτήσεως, Soph. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />pauvreté, indigence : [[ἐν]] πενίᾳ μυρίᾳ [[εἰμί]] PLAT je suis dans la plus profonde misère ; πενίαν ἀπολείπειν PLUT ne rien laisser après soi.<br />'''Étymologie:''' [[πένης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πενία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[πένομαι]]) τὸ πένεσθαι, ἀνέχεια, [[ἔνδεια]], (ἀλλ’ οὐχὶ [[παντελής]]), κοινῶς «φτώχεια», πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· οὐλομένην π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· [[στάσις]] πενίας [[δότειρα]] Πινδ. Ἀποσπ. 228· π. [αὐτοῖς] σύντροφός ἐστι, [[ἀρετὴ]] δὲ ... τὴν πενίην ἀπαμύνεται Ἡρόδ. 7. 102· τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν [[εἶναι]] ἀδελφήν, «διενήνοχε δὲ [[πτωχεία]] πενίας, ὅτι ἡ μὲν [[πενία]] μεμετρημένη ἐστὶν [[ἔνδεια]], πόνῳ τὰ χρειώδη θηρῶσα, ἡ δὲ [[πτωχεία]] παντελὴς τῆς κτήσεως [[ἔκπτωσις]]» (Σχόλ) Ἀριστοφ. Πλ. 549 (ἴδε ἐν λ. [[πένης]])· π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ δυστυχὲς Εὐρ. Ἀποσπ. 642· ἐν πενίᾳ [[εἶναι]], γίγνεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 23C. Πολ. 613Α· π. καὶ [[ἀπορία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ― πληθ. πενίαι παρ’ Ἰσοκρ. 185Α, Πλάτ. Πρωτ. 353D, Πολ. 618Α, κτλ. ― Πρβλ. [[πένομαι]]. | |lstext='''πενία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[πένομαι]]) τὸ πένεσθαι, ἀνέχεια, [[ἔνδεια]], (ἀλλ’ οὐχὶ [[παντελής]]), κοινῶς «φτώχεια», πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· οὐλομένην π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· [[στάσις]] πενίας [[δότειρα]] Πινδ. Ἀποσπ. 228· π. [αὐτοῖς] σύντροφός ἐστι, [[ἀρετὴ]] δὲ ... τὴν πενίην ἀπαμύνεται Ἡρόδ. 7. 102· τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν [[εἶναι]] ἀδελφήν, «διενήνοχε δὲ [[πτωχεία]] πενίας, ὅτι ἡ μὲν [[πενία]] μεμετρημένη ἐστὶν [[ἔνδεια]], πόνῳ τὰ χρειώδη θηρῶσα, ἡ δὲ [[πτωχεία]] παντελὴς τῆς κτήσεως [[ἔκπτωσις]]» (Σχόλ) Ἀριστοφ. Πλ. 549 (ἴδε ἐν λ. [[πένης]])· π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ δυστυχὲς Εὐρ. Ἀποσπ. 642· ἐν πενίᾳ [[εἶναι]], γίγνεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 23C. Πολ. 613Α· π. καὶ [[ἀπορία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ― πληθ. πενίαι παρ’ Ἰσοκρ. 185Α, Πλάτ. Πρωτ. 353D, Πολ. 618Α, κτλ. ― Πρβλ. [[πένομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |