3,274,522
edits
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0575.png Seite 575]] (s. ἔχω), 1) [[umgeben]], umfassen, umschließen; Her. im pass., περιεχόμεθα ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ, 8, 79. 80 u. öfter, umzingelt werden; in sich fassen, [[μηδέν]] ἐστιν ἀγαθόν, ὃ οὐκ [[ἐπιστήμη]] περιέχει, Plat. Men. 87 d; auch ἡ [[βίβλος]] περιέχει τὰς πράξεις, D. Sic. 2, 1; ἡ περιέχουσα αὐτὸ γῆ, Plat. Tim. 25 a, πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται, Parm. 145 b; τὸ [[πεδίον]] κύκλῳ περιεχόμενον ὄρεσιν, Critia. 118 a; ὁδὸς [[κυκλόθεν]] περιέχει [[χωρίον]], L ys. 7, 28; [[πάντοθεν]] περιείχετο ὑπὸ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 7, 1, 24; Sp., περιέχεσθαι τοῖς πράγμασι Pol. 24, 12, 3, τῷ [[πέντε]] περισχεθήσεται τὰ τέσσαρα S. Emp. adv. phys. 1, 304. – Το περιέχον, oder ὁ περιέχων, sc. ἀήρ, die umgebende Luft, Himmel, Atmosphäre, Pol. 4, 21, 1; -οἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος καιροί, 9, 13, 7; vgl. Schaef. mel. p. 38; αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί, die Verschiedenheit des Klimas, 5, 21, 8. – Aber bei Arist. Metaph. 5, 26 ist τὸ περιέχον so viel wie τὸ [[καθόλου]], das Generelle; so ὀνόματα περιέχοντα, Rhet. 3, 5; vgl. ἐκ τοῦ περιέ χοντος καλοῦσι πλάτακας, mit einem generellen Namen, Ath. VII, 309. – 2) [[übertreffen]], überlegen; sein; Thuc. 5, 7; περιέσχον τῷ κέρᾳ, καὶ ἐκυκλοῦντο τὸ δεξιὸν τῶν ἐναντίων, überragen, 3, 107. – 3) med., eigentlich die Hände schützend über Einen halten, beschützen, vertheidigen, u. übh. sich Jemandes annehmen, περίσχεο παιδὸς ἑῆος, nimm dich des Sohnes an, Il. 1, 393; u. c. acc., οὕνεκά μιν περισχόμεθα, weil wir ihn beschützten, Od. 9, 199; – τινός, sich woran festhalten, mit Liebe woran hangen, γευσάμενοι τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν περιέξονται, Her. 1, 71; τοῦ νεανίεω, 3, 53; 7, 39; auch c. inf., περιείχετο [[αὐτοῦ]] μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, er wünschte, daß sie dort blieben und –, 8, 57; τῆς Πελοποννήσου, Plut. Them. 9, vgl. Arat. 50. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0575.png Seite 575]] (s. ἔχω), 1) [[umgeben]], umfassen, umschließen; Her. im pass., περιεχόμεθα ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ, 8, 79. 80 u. öfter, umzingelt werden; in sich fassen, [[μηδέν]] ἐστιν ἀγαθόν, ὃ οὐκ [[ἐπιστήμη]] περιέχει, Plat. Men. 87 d; auch ἡ [[βίβλος]] περιέχει τὰς πράξεις, D. Sic. 2, 1; ἡ περιέχουσα αὐτὸ γῆ, Plat. Tim. 25 a, πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται, Parm. 145 b; τὸ [[πεδίον]] κύκλῳ περιεχόμενον ὄρεσιν, Critia. 118 a; ὁδὸς [[κυκλόθεν]] περιέχει [[χωρίον]], L ys. 7, 28; [[πάντοθεν]] περιείχετο ὑπὸ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 7, 1, 24; Sp., περιέχεσθαι τοῖς πράγμασι Pol. 24, 12, 3, τῷ [[πέντε]] περισχεθήσεται τὰ τέσσαρα S. Emp. adv. phys. 1, 304. – Το περιέχον, oder ὁ περιέχων, sc. ἀήρ, die umgebende Luft, Himmel, Atmosphäre, Pol. 4, 21, 1; -οἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος καιροί, 9, 13, 7; vgl. Schaef. mel. p. 38; αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί, die Verschiedenheit des Klimas, 5, 21, 8. – Aber bei Arist. Metaph. 5, 26 ist τὸ περιέχον so viel wie τὸ [[καθόλου]], das Generelle; so ὀνόματα περιέχοντα, Rhet. 3, 5; vgl. ἐκ τοῦ περιέ χοντος καλοῦσι πλάτακας, mit einem generellen Namen, Ath. VII, 309. – 2) [[übertreffen]], überlegen; sein; Thuc. 5, 7; περιέσχον τῷ κέρᾳ, καὶ ἐκυκλοῦντο τὸ δεξιὸν τῶν ἐναντίων, überragen, 3, 107. – 3) med., eigentlich die Hände schützend über Einen halten, beschützen, vertheidigen, u. übh. sich Jemandes annehmen, περίσχεο παιδὸς ἑῆος, nimm dich des Sohnes an, Il. 1, 393; u. c. acc., οὕνεκά μιν περισχόμεθα, weil wir ihn beschützten, Od. 9, 199; – τινός, sich woran festhalten, mit Liebe woran hangen, γευσάμενοι τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν περιέξονται, Her. 1, 71; τοῦ νεανίεω, 3, 53; 7, 39; auch c. inf., περιείχετο [[αὐτοῦ]] μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, er wünschte, daß sie dort blieben und –, 8, 57; τῆς Πελοποννήσου, Plut. Them. 9, vgl. Arat. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> περιέξω <i>ou</i> περισχήσω, <i>ao.2</i> περιέσχον, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> entourer, envelopper : περιέχειν τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν PLUT étreindre qqn de ses deux mains ; ὁ περιέχων [[ἀήρ]] PLUT <i>ou abs.</i> ὁ περιέχων, air ambiant, atmosphère ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> embrasser qqn, acc.;<br /><b>2</b> entourer pour protéger;<br /><b>3</b> <i>avec idée d'hostilité</i> occuper tout autour, bloquer, cerner (une maison), acc. ; <i>Pass.</i> être cerné;<br /><b>II.</b> enfermer, contenir en soi, comprendre, acc. ; <i>part.</i> περιέχων, ουσα, ον, qui embrasse, <i>d'où</i> général, universel : περιέχοντα ὀνόματα ARSTT termes généraux;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> dépasser, déborder <i>en parl. des ailes d'une armée</i> ; avoir la prédominance, l'emporter;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιέχομαι;<br /><b>1</b> embrasser par affection, s'attacher fortement à, gén.;<br /><b>2</b> entourer pour protéger, protéger, acc. ; prendre soin de, embrasser les intérêts de, gén.;<br /><b>3</b> s'attacher fortement à, gén. ; avec l'inf. prier instamment.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιέχω''': καὶ -ίσχω, Θουκ. 5. 71· μέλλ. περιέξω καὶ περισχήσω· ἀόρ. περιέσχον, ἀπαρ. περισχεῖν· μέσ. ἀόρ. περιεσχόμην, ἀπαρ. περισχέσθαι. Περιβάλλω, [[περιλαμβάνω]] [[περικλείω]], [[κυκλόθεν]] ὁδὸς π. [τὸ [[χωρίον]]] Λυσ. 140. 40· ἡ περιέχουσα [[πέλαγος]] γῆ Πλάτ. Τίμ. 25Α, πρβλ. 31Α, 33Β, Μένων 85Α, κτλ. β) [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς «ἀτμοσφαίρας», ὁ περὶ χθόν’ ἔχων... [[αἰθήρ]], Εὐρ. Ἀποσπ. 911· τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανὸν Στράβ. 761· καὶ συχν. ἀπολ., ὁ περιέχων ἀὴρ Ἱππ. Λεξ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1, 10, κτλ.· καὶ μόνον ὁ περιέχων Πλούτ. Κοριολ. 38, κτλ.· ― οὕτω καὶ ἡ περιέχουσα γῆ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 9· ἡ περιέχουσα ἶρις [[αὐτόθι]] 3. 4, 30· αἱ περιέχουσαι (δηλ. γραμμαί), αἱ περικλείουσαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 5, 5. γ) [[οὕτως]] ἐν τῇ ἀρχαίᾳ φυσικῇ φιλοσοφίᾳ ἐπὶ τοῦ στοιχείου [[ὅπερ]] περιβάλλει τὸ σύμπαν, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 5, 1· τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον, ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 5, 4, πρβλ. Φυσ. 8. 2, 9., 8. 6, 11 κ. ἀλλ., τὸ [[ὄνομα]] [[ὅπερ]] ὁ Ἡράκλειτος ἀποδίδει εἰς τὴν τὰ πάντα περιέχουσαν δύναμιν ἥτις ἐνεργεῖ ἐν τῷ κόσμῳ, Ὠριγέν. Αἱρ. 10. 1: ― [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ [[εἶδος]] λέγεται περιεκτικὴ [[δύναμις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὕλην, φαμὲν δὲ τὸ μὲν περιέχον τοῦ εἴδους [[εἶναι]], τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 4, 11, πρβλ. Φυσ. 4. 4, 10 κἑξ. 2) [[ἐναγκαλίζομαι]], περισχὼν αὐτὴν (δηλ. τὴν Κλεοπάτραν) ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις ὁ Προκλήϊος Πλουτ. Ἀντώνιος 79, πρβλ. Ἀλέξ. 51· [[ὡσαύτως]], πατρὸς περὶ χεῖρας ἔχοντος Σιμωνίδ. 86. 5. 3) [[περιβάλλω]] πρὸς φύλαξιν, Πλουτ. Καῖσ. 16, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθητ., περιβάλλομαι, κυκλοῦμαι, περικλείομαι, ὑπό τινος Ἡρόδ. 8. 10, 79, 80, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 24· μεταφορ., περισχομένη κακότητι (ἐπὶ παθητ. σημασ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 95. 4) ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[περιλαμβάνω]] ΙΙΙ, Πλάτ. Μένων 87D, Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 2, κτλ.· τὰ μέρη τοῦ ὅλου περιέχεται Πλάτ. Παρμ. 145Β. β) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτ., τὸ περιέχον [[εἶναι]] τὸ γενικὸν ἢ τὸ [[καθόλου]], genericum, generale, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ περιεχόμενα, τὰ ἐπὶ μέρους ἢ καθ’ ἕκαστα, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 1, πρβλ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 10· [[οὕτως]], [[ὄνομα]] περιέχον, ὅρος [[γενικός]], [[ἔννοια]] [[καθόλου]], Ρητορ. 3. 5, 3· πρβλ. [[περιεκτικός]]. 5) παρὰ τῷ Εὐκλείδῃ, ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός], ὁ ὤν τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν. ΙΙ. [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, νικῶ, ὡς τὸ [[ὑπερέχω]], Θουκ. 5. 7· ἐπὶ στρατοῦ, κυκλώνω τὸν ἐχθρόν, [[αὐτόθι]] 71, 73· περιέσχον τῷ κέρᾳ οἱ Πελοποννήσιοι ὁ αὐτ. 3. 108. ΙΙΙ. ἔχω τὰς χεῖράς μου [[περί]] τινα ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὅθεν]], [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], προφυλάττω, μετὰ γεν. προσώπ., περίσχεο (Ἰωνικ. προστ. μέσ. ἀορ. β΄) παιδὸς ἑῆος Ἰλ. Α. 393· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., οὕνεκά μιν περισχόμεθα Ὀδ. Ι. 199. 2) κρατοῦμαι σφιγκτῶς ἔκ τινος, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ γεν., γούνων περισχομένη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 82· (ἀλλὰ μετ’ αἰτ., περίσχετο [[γούνατα]] χερσὶν ὁ αὐτ. Γ. 706)· περιίσχετο κούρης Μόσχ. 2. 11· ― [[ἐντεῦθεν]], προσκολλῶμαι εἴς τινα, ἀγαπῶ καθ’ ὑπερβολὴν τινὰ ἢ τί, Ἡρόδ. 1. 71., 3. 53., 5. 40., 7. 39, 160, κτλ.· τωὐτοῦ περιεχόμεθα, ἐπιδιώκομεν τὸ αὐτὸ [[πρᾶγμα]], τὸν αὐτὸν ἔχομεν σκοπόν, ὁ αὐτ. 3. 72, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 9. 3) σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., περιείχετο... μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, ἐπέμενε νὰ μείνωσι καὶ νὰ μὴ ἀφήσωσιν αὐτόν, Ἡρόδ. 9. 57. | |lstext='''περιέχω''': καὶ -ίσχω, Θουκ. 5. 71· μέλλ. περιέξω καὶ περισχήσω· ἀόρ. περιέσχον, ἀπαρ. περισχεῖν· μέσ. ἀόρ. περιεσχόμην, ἀπαρ. περισχέσθαι. Περιβάλλω, [[περιλαμβάνω]] [[περικλείω]], [[κυκλόθεν]] ὁδὸς π. [τὸ [[χωρίον]]] Λυσ. 140. 40· ἡ περιέχουσα [[πέλαγος]] γῆ Πλάτ. Τίμ. 25Α, πρβλ. 31Α, 33Β, Μένων 85Α, κτλ. β) [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς «ἀτμοσφαίρας», ὁ περὶ χθόν’ ἔχων... [[αἰθήρ]], Εὐρ. Ἀποσπ. 911· τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανὸν Στράβ. 761· καὶ συχν. ἀπολ., ὁ περιέχων ἀὴρ Ἱππ. Λεξ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1, 10, κτλ.· καὶ μόνον ὁ περιέχων Πλούτ. Κοριολ. 38, κτλ.· ― οὕτω καὶ ἡ περιέχουσα γῆ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 9· ἡ περιέχουσα ἶρις [[αὐτόθι]] 3. 4, 30· αἱ περιέχουσαι (δηλ. γραμμαί), αἱ περικλείουσαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 5, 5. γ) [[οὕτως]] ἐν τῇ ἀρχαίᾳ φυσικῇ φιλοσοφίᾳ ἐπὶ τοῦ στοιχείου [[ὅπερ]] περιβάλλει τὸ σύμπαν, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 5, 1· τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον, ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 5, 4, πρβλ. Φυσ. 8. 2, 9., 8. 6, 11 κ. ἀλλ., τὸ [[ὄνομα]] [[ὅπερ]] ὁ Ἡράκλειτος ἀποδίδει εἰς τὴν τὰ πάντα περιέχουσαν δύναμιν ἥτις ἐνεργεῖ ἐν τῷ κόσμῳ, Ὠριγέν. Αἱρ. 10. 1: ― [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ [[εἶδος]] λέγεται περιεκτικὴ [[δύναμις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὕλην, φαμὲν δὲ τὸ μὲν περιέχον τοῦ εἴδους [[εἶναι]], τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 4, 11, πρβλ. Φυσ. 4. 4, 10 κἑξ. 2) [[ἐναγκαλίζομαι]], περισχὼν αὐτὴν (δηλ. τὴν Κλεοπάτραν) ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις ὁ Προκλήϊος Πλουτ. Ἀντώνιος 79, πρβλ. Ἀλέξ. 51· [[ὡσαύτως]], πατρὸς περὶ χεῖρας ἔχοντος Σιμωνίδ. 86. 5. 3) [[περιβάλλω]] πρὸς φύλαξιν, Πλουτ. Καῖσ. 16, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθητ., περιβάλλομαι, κυκλοῦμαι, περικλείομαι, ὑπό τινος Ἡρόδ. 8. 10, 79, 80, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 24· μεταφορ., περισχομένη κακότητι (ἐπὶ παθητ. σημασ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 95. 4) ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[περιλαμβάνω]] ΙΙΙ, Πλάτ. Μένων 87D, Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 2, κτλ.· τὰ μέρη τοῦ ὅλου περιέχεται Πλάτ. Παρμ. 145Β. β) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτ., τὸ περιέχον [[εἶναι]] τὸ γενικὸν ἢ τὸ [[καθόλου]], genericum, generale, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ περιεχόμενα, τὰ ἐπὶ μέρους ἢ καθ’ ἕκαστα, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 1, πρβλ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 10· [[οὕτως]], [[ὄνομα]] περιέχον, ὅρος [[γενικός]], [[ἔννοια]] [[καθόλου]], Ρητορ. 3. 5, 3· πρβλ. [[περιεκτικός]]. 5) παρὰ τῷ Εὐκλείδῃ, ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός], ὁ ὤν τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν. ΙΙ. [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, νικῶ, ὡς τὸ [[ὑπερέχω]], Θουκ. 5. 7· ἐπὶ στρατοῦ, κυκλώνω τὸν ἐχθρόν, [[αὐτόθι]] 71, 73· περιέσχον τῷ κέρᾳ οἱ Πελοποννήσιοι ὁ αὐτ. 3. 108. ΙΙΙ. ἔχω τὰς χεῖράς μου [[περί]] τινα ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὅθεν]], [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], προφυλάττω, μετὰ γεν. προσώπ., περίσχεο (Ἰωνικ. προστ. μέσ. ἀορ. β΄) παιδὸς ἑῆος Ἰλ. Α. 393· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., οὕνεκά μιν περισχόμεθα Ὀδ. Ι. 199. 2) κρατοῦμαι σφιγκτῶς ἔκ τινος, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ γεν., γούνων περισχομένη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 82· (ἀλλὰ μετ’ αἰτ., περίσχετο [[γούνατα]] χερσὶν ὁ αὐτ. Γ. 706)· περιίσχετο κούρης Μόσχ. 2. 11· ― [[ἐντεῦθεν]], προσκολλῶμαι εἴς τινα, ἀγαπῶ καθ’ ὑπερβολὴν τινὰ ἢ τί, Ἡρόδ. 1. 71., 3. 53., 5. 40., 7. 39, 160, κτλ.· τωὐτοῦ περιεχόμεθα, ἐπιδιώκομεν τὸ αὐτὸ [[πρᾶγμα]], τὸν αὐτὸν ἔχομεν σκοπόν, ὁ αὐτ. 3. 72, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 9. 3) σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., περιείχετο... μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, ἐπέμενε νὰ μείνωσι καὶ νὰ μὴ ἀφήσωσιν αὐτόν, Ἡρόδ. 9. 57. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |