Anonymous

περιρρηδής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=perirrhdh/s
|Beta Code=perirrhdh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sprawling]], <b class="b3">περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε</b> he fell [[sprawling over]] the table, <span class="bibl">Od.22.84</span>; <b class="b3">περιρρηδὴς κεράεσσι</b> [[pitching forward over]] them, <span class="bibl">A.R.1.431</span>, cf. Orusin <span class="bibl"><span class="title">EM</span>664.39</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[falling away]], or [[sloping on each side]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span> 16</span>; of the body in bed, <span class="bibl">Id.<span class="title">Mul.</span>2.158</span>, Gal.18(1).420. (<span class="title">EM</span>l.c. explains the word by [[περιρραγής]], [[περιρρυής]]. Prob. cogn. with [[ῥαδινός]], cf. [[βραδανίζω]].)</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sprawling]], <b class="b3">περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε</b> he fell [[sprawling over]] the table, <span class="bibl">Od.22.84</span>; <b class="b3">περιρρηδὴς κεράεσσι</b> [[pitching forward over]] them, <span class="bibl">A.R.1.431</span>, cf. Orusin <span class="bibl"><span class="title">EM</span>664.39</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[falling away]], or [[sloping on each side]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span> 16</span>; of the body in bed, <span class="bibl">Id.<span class="title">Mul.</span>2.158</span>, Gal.18(1).420. (<span class="title">EM</span>l.c. explains the word by [[περιρραγής]], [[περιρρυής]]. Prob. cogn. with [[ῥαδινός]], cf. [[βραδανίζω]].)</span>
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui glisse <i>ou</i> tombe sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], R. Ῥαδ-, glisser.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρρηδής''': -ές, ἐν Ὀδ. Χ. 84, π. δὲ τραπέζῃ κάππεσε, κατέπεσε περικλασθεὶς ἐπὶ τῆς τραπέζης [ἣν ἐκράτει πρὸ [[ἑαυτοῦ]] ὡς ἀσπίδα]· οὕτω, περιρρηδὴς κεράεσσι, «ἐπὶ [[πρόσωπον]] μεθ’ ὁρμῆς κατενεχθεὶς» (Σχόλ.), ἐπὶ σφαγέντος βοὸς πίπτοντος ἐμπρὸς ἐπὶ τῶν κεράτων του, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 431, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 664. 38. ΙΙ. περικεκλασμένος ἐφ’ ἑκάτερα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, πρβλ. 659. 50, Γαλην. 12. 328. (Οἱ παλαιοὶ Λεξικογράφοι ἀνέφεραν τὴν λέξιν ἢ εἰς τὸ ῥέω ἢ εἰς τὸ [[ῥήγνυμι]], ― π.χ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται [[περιρραγής]], [[περιρρυής]]. Ὁ Κούρτ. θέλει νὰ σχετίσῃ τὴν κατάληξιν -ρήδης πρὸς τὴν √ΡΑΔ, ῥαδινός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[περιρρηδής]]· περικεκλασμένος. περιστροβηθείς. οἱ δὲ περιερριμμένος. ἢ ὑπτιασμένος»· κατὰ δὲ Σουΐδ.: «περιρρηδεῖς, οἱ ἐπὶ ὀχημάτων, ἢ ἐπικείμενοι ἢ ἐρριμμένοι», [[οὕτως]] ἑρμηνεύει καὶ ὁ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 439.
|lstext='''περιρρηδής''': -ές, ἐν Ὀδ. Χ. 84, π. δὲ τραπέζῃ κάππεσε, κατέπεσε περικλασθεὶς ἐπὶ τῆς τραπέζης [ἣν ἐκράτει πρὸ [[ἑαυτοῦ]] ὡς ἀσπίδα]· οὕτω, περιρρηδὴς κεράεσσι, «ἐπὶ [[πρόσωπον]] μεθ’ ὁρμῆς κατενεχθεὶς» (Σχόλ.), ἐπὶ σφαγέντος βοὸς πίπτοντος ἐμπρὸς ἐπὶ τῶν κεράτων του, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 431, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 664. 38. ΙΙ. περικεκλασμένος ἐφ’ ἑκάτερα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, πρβλ. 659. 50, Γαλην. 12. 328. (Οἱ παλαιοὶ Λεξικογράφοι ἀνέφεραν τὴν λέξιν ἢ εἰς τὸ ῥέω ἢ εἰς τὸ [[ῥήγνυμι]], ― π.χ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται [[περιρραγής]], [[περιρρυής]]. Ὁ Κούρτ. θέλει νὰ σχετίσῃ τὴν κατάληξιν -ρήδης πρὸς τὴν √ΡΑΔ, ῥαδινός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[περιρρηδής]]· περικεκλασμένος. περιστροβηθείς. οἱ δὲ περιερριμμένος. ἢ ὑπτιασμένος»· κατὰ δὲ Σουΐδ.: «περιρρηδεῖς, οἱ ἐπὶ ὀχημάτων, ἢ ἐπικείμενοι ἢ ἐρριμμένοι», [[οὕτως]] ἑρμηνεύει καὶ ὁ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 439.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui glisse <i>ou</i> tombe sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], R. Ῥαδ-, glisser.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth