Anonymous

περιρρηδής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui glisse <i>ou</i> tombe sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], R. Ῥαδ-, glisser.
|btext=ής, ές :<br />qui glisse <i>ou</i> tombe sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], R. Ῥαδ-, glisser.
}}
{{elnl
|elnltext=περιρρηδής -ές [περί, ~ ῥαδινός] struikelend, wegglijdend.
}}
{{elru
|elrutext='''περιρρηδής:''' [[зашатавшийся]], [[поникший]]: π. τραπέζῃ κάππεσε Hom. поникши над столом, (раненый Эвримах) упал.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιρρηδής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[ανεστραμμένος]] γύρω από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., <i>περιρρηδὴς τραπέζῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του <i>-ρηδης</i> είναι αμφίβ.· πιθ. από [[ῥέω]]).
|lsmtext='''περιρρηδής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[ανεστραμμένος]] γύρω από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., <i>περιρρηδὴς τραπέζῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του <i>-ρηδης</i> είναι αμφίβ.· πιθ. από [[ῥέω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=περιρρηδής -ές [περί, ~ ῥαδινός] struikelend, wegglijdend.
}}
{{elru
|elrutext='''περιρρηδής:''' [[зашатавшийся]], [[поникший]]: π. τραπέζῃ κάππεσε Hom. поникши над столом, (раненый Эвримах) упал.
}}
}}
{{etym
{{etym