Anonymous

περιπατέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] herumgehen; Ar. Lys. 709; περίπατον, Xen. Mem. 3, 13, 5; Plat. u. A.; bes. herumspazieren u. dabei über philosophische Gegenstände sprechen, wie es vorzugsweise Aristoteles zu halten pflegte, Plat. Ep. VII, 348 c; oft bei Sp., wie Plut. u. Luc.; περιπατεῖν εἰς τοὺς ἀκροωμένους, Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] herumgehen; Ar. Lys. 709; περίπατον, Xen. Mem. 3, 13, 5; Plat. u. A.; bes. herumspazieren u. dabei über philosophische Gegenstände sprechen, wie es vorzugsweise Aristoteles zu halten pflegte, Plat. Ep. VII, 348 c; oft bei Sp., wie Plut. u. Luc.; περιπατεῖν εἰς τοὺς ἀκροωμένους, Philostr.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />circuler, aller et venir, se promener ; <i>particul.</i> se promener en conversant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πατέω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπᾰτέω''': ὡς καὶ νῦν, περιπατῶ, [[κάμνω]] γύρους π.χ. εἰς ὑπόστεγον [[μέρος]], ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[βαδίζω]] ([[ἐξέρχομαι]] εἰς περίπατον), Δικαίαρχ. παρὰ Πλουτ. 2. 796D· - περιπατῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 741, Σφ. 237, Πλάτ. Εὐθύδημ. 273Α· π. ἄνω [[κάτω]] Ἀριστοφ. Λυσ. 709· π. περίπατον Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5· περιπατεῖται ἡ ὁδός, [[εἶναι]] [[κατάλληλος]] διὰ περίπατον, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 276. 2) περιπατῶ διδάσκων, συζητῶν, Πλάτ. Ἐπιστ. 348C, Διογ. Λ. 7. 109· περιπατῶ εἴς τινας, ὁμιλῶ, [[διδάσκω]] αὐτούς, Φιλόστρ. 21. 372· πρβλ. [[περιπατητικός]]. 3) [[καθόλου]], ὡς καὶ νῦν, περιπατῶ, Πλάτ., κλπ. 4) μεταφορ., περιπατῶ, δηλ. ζῶ, [[διάγω]], περιπατεῖν κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων Εὐαγγ. κατὰ Μάρκον ζ΄, 5, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Θεσσ. γ΄, 6, κτλ.
|lstext='''περιπᾰτέω''': ὡς καὶ νῦν, περιπατῶ, [[κάμνω]] γύρους π.χ. εἰς ὑπόστεγον [[μέρος]], ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[βαδίζω]] ([[ἐξέρχομαι]] εἰς περίπατον), Δικαίαρχ. παρὰ Πλουτ. 2. 796D· - περιπατῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 741, Σφ. 237, Πλάτ. Εὐθύδημ. 273Α· π. ἄνω [[κάτω]] Ἀριστοφ. Λυσ. 709· π. περίπατον Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5· περιπατεῖται ἡ ὁδός, [[εἶναι]] [[κατάλληλος]] διὰ περίπατον, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 276. 2) περιπατῶ διδάσκων, συζητῶν, Πλάτ. Ἐπιστ. 348C, Διογ. Λ. 7. 109· περιπατῶ εἴς τινας, ὁμιλῶ, [[διδάσκω]] αὐτούς, Φιλόστρ. 21. 372· πρβλ. [[περιπατητικός]]. 3) [[καθόλου]], ὡς καὶ νῦν, περιπατῶ, Πλάτ., κλπ. 4) μεταφορ., περιπατῶ, δηλ. ζῶ, [[διάγω]], περιπατεῖν κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων Εὐαγγ. κατὰ Μάρκον ζ΄, 5, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Θεσσ. γ΄, 6, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />circuler, aller et venir, se promener ; <i>particul.</i> se promener en conversant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πατέω]]².
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR