Anonymous

πλήρης: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0634.png Seite 634]] ες ([[πλέος]]), [[voll]], [[angefüllt]], τινός, Her. 8, 71; von einem Strome, 2, 92; vom Monde, 6, 106, u. bei den Attikern sehr gewöhnlich; [[ὁμίχλη]] προσῇξε δακρύων [[πλήρης]], Aesch. Prom. 145; πλῆρες ἄτης [[στέγος]], Soph. Ai. 300; auch βωμοὶ πλήρεις ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, Ant. 1004; u. übertr. [[satt]], νόσου, 1039, πλήρη δ' ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, O. C. 782; ἀγὼν [[πλήρης]] στεναγμῶν, Eur. Hec. 230; κενῶν δοξασμάτων πλήρεις, El. 384; [[πλήρης]] ὁ [[δῆμος]], Ar. Eccl. 95; u. oft in Prosa: σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν [[πλήρης]], Plat. Rep. IX, 579 e; τὸ φρόνιμον καὶ ἀρετῆς πλῆρες, Legg. X, 897 b; πληρέστερον, im Ggstz des κενώτερον, Conv. 175 d; [[ψῆφος]], im Ggstz der τετρυπημένη, womit freigesprochen wird, Aesch. 1, 79; von Schiffen, bemannt, Thuc. u. A.; auch von der Zahl, [[vollständig]], τέσσερα ἔτεα πλήρεα, vier volle Jahre, Her. 7, 20, der es auch mit dem partic. vrbdt, [[πλήρης]] ἐστὶ θηεύμενος, er hat sich satt gesehen, 7, 146. – Bei den Gramm., τὸ πλῆρες, [[vollständig]], heißt der Satz oder das Wort, wenn sie Etwas ergänzen; vgl. Ath. XI, 493.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0634.png Seite 634]] ες ([[πλέος]]), [[voll]], [[angefüllt]], τινός, Her. 8, 71; von einem Strome, 2, 92; vom Monde, 6, 106, u. bei den Attikern sehr gewöhnlich; [[ὁμίχλη]] προσῇξε δακρύων [[πλήρης]], Aesch. Prom. 145; πλῆρες ἄτης [[στέγος]], Soph. Ai. 300; auch βωμοὶ πλήρεις ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, Ant. 1004; u. übertr. [[satt]], νόσου, 1039, πλήρη δ' ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, O. C. 782; ἀγὼν [[πλήρης]] στεναγμῶν, Eur. Hec. 230; κενῶν δοξασμάτων πλήρεις, El. 384; [[πλήρης]] ὁ [[δῆμος]], Ar. Eccl. 95; u. oft in Prosa: σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν [[πλήρης]], Plat. Rep. IX, 579 e; τὸ φρόνιμον καὶ ἀρετῆς πλῆρες, Legg. X, 897 b; πληρέστερον, im Ggstz des κενώτερον, Conv. 175 d; [[ψῆφος]], im Ggstz der τετρυπημένη, womit freigesprochen wird, Aesch. 1, 79; von Schiffen, bemannt, Thuc. u. A.; auch von der Zahl, [[vollständig]], τέσσερα ἔτεα πλήρεα, vier volle Jahre, Her. 7, 20, der es auch mit dem partic. vrbdt, [[πλήρης]] ἐστὶ θηεύμενος, er hat sich satt gesehen, 7, 146. – Bei den Gramm., τὸ πλῆρες, [[vollständig]], heißt der Satz oder das Wort, wenn sie Etwas ergänzen; vgl. Ath. XI, 493.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />plein :<br /><b>1</b> entier, complet;<br /><b>2</b> plein de, rempli de, gén. ; <i>particul.</i> rassasié de nourriture ; <i>fig.</i> comblé, rassasié de, gén. ; avec un part. : [[πλήρης]] ἐστὶ [[θηεύμενος]] HDT il est rassasié de voir;<br /><i>Cp.</i> πληρέστερος, <i>Sp.</i> πληρέστατος.<br />'''Étymologie:''' R. Πλε, remplir ; v. [[πίμπλημι]], [[πλέος]], cf. <i>lat.</i> plenus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλήρης''': -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους· συγκρ. -έστερος Πλάτ. Συμπ. 175D, ὑπερθ. -έστατος Σοφ. Φιλ. 1087· (√ΠΛΕ, πίμπλημι)· Ι. μετὰ γεν., γεμᾶτος μέ τι, ἄστυ πλ. οἰκιέων Ἡρόδ. 1. 180· φορμοὶ ψάμμου πλ. ὁ αὐτ. 8. 71· ὁμίχλα προσῇξε πλ. δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144· πλῆρες ἄτης [[στέγος]] Σοφ. Αἴ 307· ποταμὸς πλ. ἰχθύων, τάφροι ὕδατος, [[πόλις]] οἴνου καὶ σίτου, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1, 4, 9, κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, κενῶν δοξασμάτων [[πλήρης]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 384· αἰδοῦς πλ. ψυχὴ Πλάτ. Πολιτ. 310D. 2) [[μεστός]], [[ἀνάπλεως]], βωμοὶ γὰρ ἡμῖν ἐσχάρας τε παντελεῖς πλήρεις ὑπ’ οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς τοῦ δυσμόρου πεπτῶτος Οἰδίπου γόνου Σοφ. Ἀντ. 1017· πρβλ. [[πλέως]] Ι. 2, [[ἀνάπλεος]] ΙΙ. 3) πεπλησμένος, τινός, μέ τι [[πρᾶγμα]], Σοφ. Ἀντ. 1052· πλ. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 778· οὕτω, μετὰ μετοχ., [[πλήρης]] ἐστὶ θηεύμενος, ἐκορέσθη θεώμενος, Ἡρόδ. 7. 146, πρβλ. [[ἐμπίμπλημι]] ΠΙ. 4. ΙΙ. σπανιώτερον μετὰ δοτ., πεπληρωμένος, Ἕλλησι βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] πλ. πόλεις Εὐρ. Βάκχ. 19. ΙΙΙ. ἀπολ., «γεμᾶτος», ἐπὶ ἐξωγκωμένου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 92· ἐπὶ τῆς πανσελήνου, ὁ αὐτ. 6. 106· πλ. γαστὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 727· κρατῆρες, [[δέπας]], κτλ., Εὐρ. Βάκχ. 221· κεχόρτασμαι... οὐ κακῶς, ἀλλ’ [[εἰμὶ]] [[πλήρης]] Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Κέρκωψι» 2: ― ἰδίως [[ὅταν]] [[μέρος]] ᾖ ἢ γένηται πλῆρες ἀνθρώπων, ἐπεὰν πλ. ᾖ τὸ [[θέατρον]] Ἰσοκρ. 175C· πλ. τὸ [[βαλανεῖον]] ποιεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 1054· εἰ πλ. τύχοι ὁ [[δῆμος]] ὢν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 95, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 2, 17· ἡ βουλὴ [[ἐπειδὴ]] ἦν πλ. Ἀνδοκ. 15. 10· [[ἐπειδὴ]] πλ. αὐτοῖς ἦσαν αἱ [[νῆες]], εἶχον τέλεια τὰ πληρώματα αὐτῶν, Θουκ. 1. 29, Ξεν., κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, πεπληρωμένος, κεκορεσμένος, Ξεν. Οἰκ. 11. 18, κτλ.· ― τὸ πλῆρες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κενόν, Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 1. 4, 9. 2) [[πλήρης]] [[τέλειος]], ἐπειρώτεον…, εἰ λελάβηκε πλήρεα... τὰ ἀκροθίνια Ἡρόδ. 8. 122· ὡς ἂν τὴν [[χάριν]] πλήρη [[λάβω]] Εὐρ. Ἑλ. 1411· [[φέρω]] πλήρη τὸν μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5· ― ἐπὶ ἀριθμῶν ἢ περιόδων χρονικῶν, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, «σωστὰ τέσσαρα χρόνια», Ἡρόδ. 7. 20· ἴδε ἐν λ. μήν. 3) [[στερεός]], [[ὁλόκληρος]], ἐπὶ χαλικίου (ψήφου), ἴδε ἐν λ. [[τρυπάω]]· πλ. ὁπλαὶ Πολυδ. Α΄, 191· [[αὔλημα]] Δ΄, 73 [[ἄγαλμα]]… ἐποίησε πλῆρες Παυσ. 9. 12. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.
|lstext='''πλήρης''': -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους· συγκρ. -έστερος Πλάτ. Συμπ. 175D, ὑπερθ. -έστατος Σοφ. Φιλ. 1087· (√ΠΛΕ, πίμπλημι)· Ι. μετὰ γεν., γεμᾶτος μέ τι, ἄστυ πλ. οἰκιέων Ἡρόδ. 1. 180· φορμοὶ ψάμμου πλ. ὁ αὐτ. 8. 71· ὁμίχλα προσῇξε πλ. δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144· πλῆρες ἄτης [[στέγος]] Σοφ. Αἴ 307· ποταμὸς πλ. ἰχθύων, τάφροι ὕδατος, [[πόλις]] οἴνου καὶ σίτου, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1, 4, 9, κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, κενῶν δοξασμάτων [[πλήρης]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 384· αἰδοῦς πλ. ψυχὴ Πλάτ. Πολιτ. 310D. 2) [[μεστός]], [[ἀνάπλεως]], βωμοὶ γὰρ ἡμῖν ἐσχάρας τε παντελεῖς πλήρεις ὑπ’ οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς τοῦ δυσμόρου πεπτῶτος Οἰδίπου γόνου Σοφ. Ἀντ. 1017· πρβλ. [[πλέως]] Ι. 2, [[ἀνάπλεος]] ΙΙ. 3) πεπλησμένος, τινός, μέ τι [[πρᾶγμα]], Σοφ. Ἀντ. 1052· πλ. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 778· οὕτω, μετὰ μετοχ., [[πλήρης]] ἐστὶ θηεύμενος, ἐκορέσθη θεώμενος, Ἡρόδ. 7. 146, πρβλ. [[ἐμπίμπλημι]] ΠΙ. 4. ΙΙ. σπανιώτερον μετὰ δοτ., πεπληρωμένος, Ἕλλησι βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] πλ. πόλεις Εὐρ. Βάκχ. 19. ΙΙΙ. ἀπολ., «γεμᾶτος», ἐπὶ ἐξωγκωμένου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 92· ἐπὶ τῆς πανσελήνου, ὁ αὐτ. 6. 106· πλ. γαστὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 727· κρατῆρες, [[δέπας]], κτλ., Εὐρ. Βάκχ. 221· κεχόρτασμαι... οὐ κακῶς, ἀλλ’ [[εἰμὶ]] [[πλήρης]] Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Κέρκωψι» 2: ― ἰδίως [[ὅταν]] [[μέρος]] ᾖ ἢ γένηται πλῆρες ἀνθρώπων, ἐπεὰν πλ. ᾖ τὸ [[θέατρον]] Ἰσοκρ. 175C· πλ. τὸ [[βαλανεῖον]] ποιεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 1054· εἰ πλ. τύχοι ὁ [[δῆμος]] ὢν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 95, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 2, 17· ἡ βουλὴ [[ἐπειδὴ]] ἦν πλ. Ἀνδοκ. 15. 10· [[ἐπειδὴ]] πλ. αὐτοῖς ἦσαν αἱ [[νῆες]], εἶχον τέλεια τὰ πληρώματα αὐτῶν, Θουκ. 1. 29, Ξεν., κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, πεπληρωμένος, κεκορεσμένος, Ξεν. Οἰκ. 11. 18, κτλ.· ― τὸ πλῆρες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κενόν, Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 1. 4, 9. 2) [[πλήρης]] [[τέλειος]], ἐπειρώτεον…, εἰ λελάβηκε πλήρεα... τὰ ἀκροθίνια Ἡρόδ. 8. 122· ὡς ἂν τὴν [[χάριν]] πλήρη [[λάβω]] Εὐρ. Ἑλ. 1411· [[φέρω]] πλήρη τὸν μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5· ― ἐπὶ ἀριθμῶν ἢ περιόδων χρονικῶν, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, «σωστὰ τέσσαρα χρόνια», Ἡρόδ. 7. 20· ἴδε ἐν λ. μήν. 3) [[στερεός]], [[ὁλόκληρος]], ἐπὶ χαλικίου (ψήφου), ἴδε ἐν λ. [[τρυπάω]]· πλ. ὁπλαὶ Πολυδ. Α΄, 191· [[αὔλημα]] Δ΄, 73 [[ἄγαλμα]]… ἐποίησε πλῆρες Παυσ. 9. 12. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />plein :<br /><b>1</b> entier, complet;<br /><b>2</b> plein de, rempli de, gén. ; <i>particul.</i> rassasié de nourriture ; <i>fig.</i> comblé, rassasié de, gén. ; avec un part. : [[πλήρης]] ἐστὶ [[θηεύμενος]] HDT il est rassasié de voir;<br /><i>Cp.</i> πληρέστερος, <i>Sp.</i> πληρέστατος.<br />'''Étymologie:''' R. Πλε, remplir ; v. [[πίμπλημι]], [[πλέος]], cf. <i>lat.</i> plenus.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR