Anonymous

περιδείδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
(1ba)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] (s. [[δείδω]]), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον [[περιδείδια]] μή τι πάθωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], μή τι πάθῃσιν, 17, 242, u. c. gen., [[οὔτι]] τόσον νέκυος [[περιδείδια]], 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] (s. [[δείδω]]), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον [[περιδείδια]] μή τι πάθωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], μή τι πάθῃσιν, 17, 242, u. c. gen., [[οὔτι]] τόσον νέκυος [[περιδείδια]], 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περιδείσομαι, <i>ao.</i> περιέδεισα, <i>pf.</i> περιδείδια, <i>au sens du prés.</i><br />craindre beaucoup, acc. ; τινος <i>ou</i> τινι pour qqn <i>ou</i> qch ; [[μή]] IL craindre que… <i>ou</i> de ne ; τινι [[μή]] IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δείδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδείδω''': μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· [[μετὰ]] δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, [[Ἀθήνη]] πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., [[μεγάλως]] φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51.
|lstext='''περιδείδω''': μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· [[μετὰ]] δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, [[Ἀθήνη]] πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., [[μεγάλως]] φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περιδείσομαι, <i>ao.</i> περιέδεισα, <i>pf.</i> περιδείδια, <i>au sens du prés.</i><br />craindre beaucoup, acc. ; τινος <i>ou</i> τινι pour qqn <i>ou</i> qch ; [[μή]] IL craindre que… <i>ou</i> de ne ; τινι [[μή]] IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δείδω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth