Anonymous

περιδείδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περιδείσομαι, <i>ao.</i> περιέδεισα, <i>pf.</i> περιδείδια, <i>au sens du prés.</i><br />craindre beaucoup, acc. ; τινος <i>ou</i> τινι pour qqn <i>ou</i> qch ; [[μή]] IL craindre que… <i>ou</i> de ne ; τινι [[μή]] IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δείδω]].
|btext=<i>f.</i> περιδείσομαι, <i>ao.</i> περιέδεισα, <i>pf.</i> περιδείδια, <i>au sens du prés.</i><br />craindre beaucoup, acc. ; τινος <i>ou</i> τινι pour qqn <i>ou</i> qch ; [[μή]] IL craindre que… <i>ou</i> de ne ; τινι [[μή]] IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δείδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιδείδω:''' (fut. περιδείσομαι, aor. 1 περιέδεισα - эп. περίδδεισα, эп. pf. = praes. [[περιδείδια]]) сильно бояться, страшиться: π. τινός Hom. и τινά Batr. бояться кого-л.; π. τινί Hom. бояться за кого(что)-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 16: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιδείδω:''' μέλ. <i>-δείσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>περιέδεισα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>περίδδεισαν</i>, μτχ. [[περιδδείσας]], παρακ. <i>περιδέδοικα</i>, Επικ. [[περιδείδια]]· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν [[περιδείδια]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, <i>Αἴαντι περιδδείσαντες</i>, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], στο ίδ.
|lsmtext='''περιδείδω:''' μέλ. <i>-δείσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>περιέδεισα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>περίδδεισαν</i>, μτχ. [[περιδδείσας]], παρακ. <i>περιδέδοικα</i>, Επικ. [[περιδείδια]]· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν [[περιδείδια]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, <i>Αἴαντι περιδδείσαντες</i>, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιδείδω:''' (fut. περιδείσομαι, aor. 1 περιέδεισα - эп. περίδδεισα, эп. pf. = praes. [[περιδείδια]]) сильно бояться, страшиться: π. τινός Hom. и τινά Batr. бояться кого-л.; π. τινί Hom. бояться за кого(что)-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -δείσομαι aor1 περιέδεισα epic3 pl. περίδδεισαν [[part]]. [[περιδδείσας]] perf. περιδέδοικα epic [[περιδείδια]]<br />to be in [[great]] [[fear]] [[about]], c. gen., Δαναῶν [[περιδείδια]] Il.; c. dat. to be in [[great]] [[fear]] for, Αἴαντι περιδδείσαντες Il.; ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]] Il.
|mdlsjtxt=fut. -δείσομαι aor1 περιέδεισα epic3 pl. περίδδεισαν [[part]]. [[περιδδείσας]] perf. περιδέδοικα epic [[περιδείδια]]<br />to be in [[great]] [[fear]] [[about]], c. gen., Δαναῶν [[περιδείδια]] Il.; c. dat. to be in [[great]] [[fear]] for, Αἴαντι περιδδείσαντες Il.; ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]] Il.
}}
}}