3,273,264
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> περιδείσομαι, <i>ao.</i> περιέδεισα, <i>pf.</i> περιδείδια, <i>au sens du prés.</i><br />craindre beaucoup, acc. ; τινος <i>ou</i> τινι pour qqn <i>ou</i> qch ; [[μή]] IL craindre que… <i>ou</i> de ne ; τινι [[μή]] IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δείδω]]. | |btext=<i>f.</i> περιδείσομαι, <i>ao.</i> περιέδεισα, <i>pf.</i> περιδείδια, <i>au sens du prés.</i><br />craindre beaucoup, acc. ; τινος <i>ou</i> τινι pour qqn <i>ou</i> qch ; [[μή]] IL craindre que… <i>ou</i> de ne ; τινι [[μή]] IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δείδω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιδείδω:''' (fut. περιδείσομαι, aor. 1 περιέδεισα - эп. περίδδεισα, эп. pf. = praes. [[περιδείδια]]) сильно бояться, страшиться: π. τινός Hom. и τινά Batr. бояться кого-л.; π. τινί Hom. бояться за кого(что)-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 16: | Line 19: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιδείδω:''' μέλ. <i>-δείσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>περιέδεισα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>περίδδεισαν</i>, μτχ. [[περιδδείσας]], παρακ. <i>περιδέδοικα</i>, Επικ. [[περιδείδια]]· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν [[περιδείδια]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, <i>Αἴαντι περιδδείσαντες</i>, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], στο ίδ. | |lsmtext='''περιδείδω:''' μέλ. <i>-δείσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>περιέδεισα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>περίδδεισαν</i>, μτχ. [[περιδδείσας]], παρακ. <i>περιδέδοικα</i>, Επικ. [[περιδείδια]]· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν [[περιδείδια]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, <i>Αἴαντι περιδδείσαντες</i>, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -δείσομαι aor1 περιέδεισα epic3 pl. περίδδεισαν [[part]]. [[περιδδείσας]] perf. περιδέδοικα epic [[περιδείδια]]<br />to be in [[great]] [[fear]] [[about]], c. gen., Δαναῶν [[περιδείδια]] Il.; c. dat. to be in [[great]] [[fear]] for, Αἴαντι περιδδείσαντες Il.; ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]] Il. | |mdlsjtxt=fut. -δείσομαι aor1 περιέδεισα epic3 pl. περίδδεισαν [[part]]. [[περιδδείσας]] perf. περιδέδοικα epic [[περιδείδια]]<br />to be in [[great]] [[fear]] [[about]], c. gen., Δαναῶν [[περιδείδια]] Il.; c. dat. to be in [[great]] [[fear]] for, Αἴαντι περιδδείσαντες Il.; ἐμῇ κεφαλῇ [[περιδείδια]] Il. | ||
}} | }} |