Anonymous

πορφύρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex, Arist. H. A. 5, 25 u. A. – Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; πορφύραν καὶ ὅσα βαπτὰ χρώματα, Plat. Legg. VIII, 847 c; öfter bei Sp., wie Pol. τὴν πορφύραν ἀπέθετο, 10, 26, 1; u. bes. Plut. u. A., bei denen [[πορφύρα πλατεῖα]] = [[latus clavus]], der breite Purpurstreif an der Toga der Römer ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex, Arist. H. A. 5, 25 u. A. – Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; πορφύραν καὶ ὅσα βαπτὰ χρώματα, Plat. Legg. VIII, 847 c; öfter bei Sp., wie Pol. τὴν πορφύραν ἀπέθετο, 10, 26, 1; u. bes. Plut. u. A., bei denen [[πορφύρα πλατεῖα]] = [[latus clavus]], der breite Purpurstreif an der Toga der Römer ist.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> le pourpre, coquillage d'où l'on tire la pourpre;<br /><b>2</b> la pourpre ; <i>p. ext.</i> étoffe, vêtement <i>ou</i> tapis teints en pourpre ; <i>abs.</i> le laticlave (latus clavus) <i>ou</i> bande de pourpre sur la toge des sénateurs romains.<br />'''Étymologie:''' [[φύρω]] avec redoubl. ; v. [[πορφύρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἁλουργής]], [[ἁλουργίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφύρα''': [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ (ἴδε ἐν λ. [[πορφύρω]])· ― τὸ [[κογχύλιον]] ἐξ οὗ ἡ [[πορφύρα]] ἐλαμβάνετο, Λατ. purpura murex, Σοφ. Ἀποσπ. 438, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, κ. ἀλλ.· [[θάλασσα]]... τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· πρβλ. [[κάλχη]]. ΙΙ. ἡ πορφυρᾶ βαφὴ ἥτις ἐκ τοῦ κογχυλίου τούτου ἐλαμβάνετο, Ἡρόδ. 3. 22, Ἰσοκρ. 240D, Πλάτ. Νόμ. 847C· ἡ π. ἡ θαλαττία Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 521D, κτλ.· π. βαθυτάτη Αἰλ. π. Ζ. 4. 36· πρβλ. φοῖνιξ Β. 1. ΙΙΙ. = [[πορφυρίς]], Πολύβ. 10. 26, 1, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ὑφάσματα ἢ ἐνδύματα διὰ πορφύρας βεβαμμένα, πορφύρας πατῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· οὕτω καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, κωμῳδοῖς... πορφύραν εἰσφέρων, [[ὥσπερ]] οἱ Μεγαρεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 2, 20. IV. [[πορφύρα]] [[πλατεῖα]], ἡ [[πλατεῖα]] πορφυρᾶ παρυφὴ τῆς Ῥωμαϊκῆς τηβέννου, Λατ. praetevta, latus clavus, Πολύβ. 10. 26, 1, Δημ. Φαληρ. 108· οὕτω καὶ [[ἁπλῶς]] [[πορφύρα]] Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Παράσιτ. 58, κλπ.
|lstext='''πορφύρα''': [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ (ἴδε ἐν λ. [[πορφύρω]])· ― τὸ [[κογχύλιον]] ἐξ οὗ ἡ [[πορφύρα]] ἐλαμβάνετο, Λατ. purpura murex, Σοφ. Ἀποσπ. 438, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, κ. ἀλλ.· [[θάλασσα]]... τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· πρβλ. [[κάλχη]]. ΙΙ. ἡ πορφυρᾶ βαφὴ ἥτις ἐκ τοῦ κογχυλίου τούτου ἐλαμβάνετο, Ἡρόδ. 3. 22, Ἰσοκρ. 240D, Πλάτ. Νόμ. 847C· ἡ π. ἡ θαλαττία Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 521D, κτλ.· π. βαθυτάτη Αἰλ. π. Ζ. 4. 36· πρβλ. φοῖνιξ Β. 1. ΙΙΙ. = [[πορφυρίς]], Πολύβ. 10. 26, 1, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ὑφάσματα ἢ ἐνδύματα διὰ πορφύρας βεβαμμένα, πορφύρας πατῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· οὕτω καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, κωμῳδοῖς... πορφύραν εἰσφέρων, [[ὥσπερ]] οἱ Μεγαρεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 2, 20. IV. [[πορφύρα]] [[πλατεῖα]], ἡ [[πλατεῖα]] πορφυρᾶ παρυφὴ τῆς Ῥωμαϊκῆς τηβέννου, Λατ. praetevta, latus clavus, Πολύβ. 10. 26, 1, Δημ. Φαληρ. 108· οὕτω καὶ [[ἁπλῶς]] [[πορφύρα]] Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Παράσιτ. 58, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> le pourpre, coquillage d'où l'on tire la pourpre;<br /><b>2</b> la pourpre ; <i>p. ext.</i> étoffe, vêtement <i>ou</i> tapis teints en pourpre ; <i>abs.</i> le laticlave (latus clavus) <i>ou</i> bande de pourpre sur la toge des sénateurs romains.<br />'''Étymologie:''' [[φύρω]] avec redoubl. ; v. [[πορφύρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἁλουργής]], [[ἁλουργίς]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR