Anonymous

πρασιά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] ἡ, das Gartenbeet; κοσμηταί, Od. 7, 127; οὐ πρασιή τοι [[ἄνευ]] κομιδῆς κατὰ κῆπ ον, 24, 247; nach Schol. Hom. τὰς τῶν φυτειῶν τετραγώνους σχέσεις ὡς τὰ πλίνθια, dah. es Einige von [[πέρας]] ableiten, als die Einfassung der Bäume u. Weingärten; nach Andern von [[πράσον]]. Sp. auch der Garten selbst, Gemüsegarten, Luc. V. H. 1, 33; u. bes. im plur., Nic. Al. 532 Th. 576. – Uebtr. N. T., Abtheilung, Marc. 6, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] ἡ, das Gartenbeet; κοσμηταί, Od. 7, 127; οὐ πρασιή τοι [[ἄνευ]] κομιδῆς κατὰ κῆπ ον, 24, 247; nach Schol. Hom. τὰς τῶν φυτειῶν τετραγώνους σχέσεις ὡς τὰ πλίνθια, dah. es Einige von [[πέρας]] ableiten, als die Einfassung der Bäume u. Weingärten; nach Andern von [[πράσον]]. Sp. auch der Garten selbst, Gemüsegarten, Luc. V. H. 1, 33; u. bes. im plur., Nic. Al. 532 Th. 576. – Uebtr. N. T., Abtheilung, Marc. 6, 40.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />plate-bande de potager ; <i>p. ext.</i> plate-bande (de légumes, de fleurs, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πράσον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρᾰσιά''': Ἰων, -ιή, ἡ, τετράγωνον [[χώρισμα]] κήπου [[ἔνθα]] ἐφύτευον λαχανικὰ ([[κυρίως]] πράσα) ἢ [[ἄνθη]], κοινῶς «βραγιά», [[ἔνθα]] δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον παντοῖαι πεφύασιν Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 3, κλπ· ἀνθῶν πρασιαὶ Λόγγος 4. 2· πρβλ. [[ἄνδηρον]]· ― μεταφορ., πρασιαὶ πρασιαί, κατὰ ὁμάδας, ἢ «συντροφίας», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ϛ', 40. (Πιθαν. «τόποι λαχανηφόροι, ἀπὸ μέρους τῶν πράσων κληθέντες, ἀφ’ ὧν καὶ τὸ [[χρῶμα]] [[πράσιον]]» Εὐστ.).
|lstext='''πρᾰσιά''': Ἰων, -ιή, ἡ, τετράγωνον [[χώρισμα]] κήπου [[ἔνθα]] ἐφύτευον λαχανικὰ ([[κυρίως]] πράσα) ἢ [[ἄνθη]], κοινῶς «βραγιά», [[ἔνθα]] δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον παντοῖαι πεφύασιν Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 3, κλπ· ἀνθῶν πρασιαὶ Λόγγος 4. 2· πρβλ. [[ἄνδηρον]]· ― μεταφορ., πρασιαὶ πρασιαί, κατὰ ὁμάδας, ἢ «συντροφίας», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ϛ', 40. (Πιθαν. «τόποι λαχανηφόροι, ἀπὸ μέρους τῶν πράσων κληθέντες, ἀφ’ ὧν καὶ τὸ [[χρῶμα]] [[πράσιον]]» Εὐστ.).
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />plate-bande de potager ; <i>p. ext.</i> plate-bande (de légumes, de fleurs, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πράσον]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR