Anonymous

πρασιά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />plate-bande de potager ; <i>p. ext.</i> plate-bande (de légumes, de fleurs, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πράσον]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />plate-bande de potager ; <i>p. ext.</i> plate-bande (de légumes, de fleurs, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πράσον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρᾰσιά''': Ἰων, -ιή, ἡ, τετράγωνον [[χώρισμα]] κήπου [[ἔνθα]] ἐφύτευον λαχανικὰ ([[κυρίως]] πράσα) ἢ [[ἄνθη]], κοινῶς «βραγιά», [[ἔνθα]] δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον παντοῖαι πεφύασιν Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 3, κλπ· ἀνθῶν πρασιαὶ Λόγγος 4. 2· πρβλ. [[ἄνδηρον]]· ― μεταφορ., πρασιαὶ πρασιαί, κατὰ ὁμάδας, ἢ «συντροφίας», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ϛ', 40. (Πιθαν. «τόποι λαχανηφόροι, ἀπὸ μέρους τῶν πράσων κληθέντες, ἀφ’ ὧν καὶ τὸ [[χρῶμα]] [[πράσιον]]» Εὐστ.).
|elnltext=πρασιά -ᾶς, ἡ, Ion. πρασιή [πράσον] tuinbed, groentebed; Od. 24.247; overdr.. ἀνέπεσαν πρασιαὶ πρασιαί zij gingen zitten in groepen NT Marc. 6.40.
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾰσιά:''' эп.-ион. πρᾰσιή ἡ<br /><b class="num">1)</b> гряд(к)а Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[огород]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[ряд]]: ἀνέπεσαν πρασιαὶ πρασιαί NT они уселись рядами.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πρᾰσιά:''' Ιων. -ιή, ἡ ([[πράσον]]), [[κυρίως]] [[παρτέρι]] με πράσα· γενικά, [[λαχανόκηπος]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>πρασιαὶ πρασιαί</i>, κατά ομάδες ή συντροφιές, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πρᾰσιά:''' Ιων. -ιή, ἡ ([[πράσον]]), [[κυρίως]] [[παρτέρι]] με πράσα· γενικά, [[λαχανόκηπος]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>πρασιαὶ πρασιαί</i>, κατά ομάδες ή συντροφιές, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρᾰσιά:''' эп.-ион. πρᾰσιή <br /><b class="num">1)</b> гряд(к)а Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[огород]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[ряд]]: ἀνέπεσαν πρασιαὶ πρασιαί NT они уселись рядами.
|lstext='''πρᾰσιά''': Ἰων, -ιή, , τετράγωνον [[χώρισμα]] κήπου [[ἔνθα]] ἐφύτευον λαχανικὰ ([[κυρίως]] πράσα) [[ἄνθη]], κοινῶς «βραγιά», [[ἔνθα]] δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον παντοῖαι πεφύασιν Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 3, κλπ· ἀνθῶν πρασιαὶ Λόγγος 4. 2· πρβλ. [[ἄνδηρον]]· ― μεταφορ., πρασιαὶ πρασιαί, κατὰ ὁμάδας, ἢ «συντροφίας», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ϛ', 40. (Πιθαν. «τόποι λαχανηφόροι, ἀπὸ μέρους τῶν πράσων κληθέντες, ἀφ’ ὧν καὶ τὸ [[χρῶμα]] [[πράσιον]]» Εὐστ.).
}}
{{elnl
|elnltext=πρασιά -ᾶς, , Ion. πρασιή [πράσον] tuinbed, groentebed; Od. 24.247; overdr.. ἀνέπεσαν πρασιαὶ πρασιαί zij gingen zitten in groepen NT Marc. 6.40.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj