Anonymous

πολύπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] 1) viel od. weit umher getrieben, -irrend; Od. 17, 425. 511; Ἰώ, Aesch. Suppl. 567; Soph. Ant. 611; im compar., Eur. Herc. F. 1197; sp. D., [[νόστος]] Ὀδυσσῆος, Ep. ad. 491 (Plan. 2921; κέλευθα, Maneth. 3, 232. – 2) akt., viel in die Irre treibend, weit verschlagend; [[ἄνεμος]], Il. 11, 308; sp. D., [[κεκρύφαλος]], Archi. 5 (VI, 207).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] 1) viel od. weit umher getrieben, -irrend; Od. 17, 425. 511; Ἰώ, Aesch. Suppl. 567; Soph. Ant. 611; im compar., Eur. Herc. F. 1197; sp. D., [[νόστος]] Ὀδυσσῆος, Ep. ad. 491 (Plan. 2921; κέλευθα, Maneth. 3, 232. – 2) akt., viel in die Irre treibend, weit verschlagend; [[ἄνεμος]], Il. 11, 308; sp. D., [[κεκρύφαλος]], Archi. 5 (VI, 207).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui erre de tous côtés;<br /><b>2</b> qui fait errer de tous côtés, qui égare loin du droit chemin.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πλάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύπλαγκτος''': -ον, ([[πλάζω]]) ὁ πολὺ πλανώμενος, ὁ εἰς πολλὰ μέρη πλανώμενος, ληιστῆρσι π. Ὀδ. Ρ. 425, πρβλ. 511· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572· π. ἔτεα Σοφ. Αἴ. 1185, κινδύνοισι πολυπλάγκτοισιν Θέογν. 1257. τίν’ ἂν ἵδοις... πολυπλαγκτότερον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1197. 2) ὁ πολὺ σφαλλόμενος, [[πραπίδες]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 594. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ φέρων μακρὰν τοῦ σκοποῦ, παρασύρων τινὰ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ [[αὐτοῦ]], παραπλανῶν, [[ἄνεμος]] Ἰλ. Λ. 308. ― Ἐν Σοφ. Ἀντ. 615, π. ἐλπὶς δύναται νὰ σημαίνῃ ἢ τὴν περιπλανωμένην εἰς ὄνειρα τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα (πρβλ. Πινδ. Ο. 12, 6) ἢ τὴν παραπλανῶσαν, ἐξαπατῶσαν, πρβλ. πολυπλανὴς ΙΙ.
|lstext='''πολύπλαγκτος''': -ον, ([[πλάζω]]) ὁ πολὺ πλανώμενος, ὁ εἰς πολλὰ μέρη πλανώμενος, ληιστῆρσι π. Ὀδ. Ρ. 425, πρβλ. 511· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572· π. ἔτεα Σοφ. Αἴ. 1185, κινδύνοισι πολυπλάγκτοισιν Θέογν. 1257. τίν’ ἂν ἵδοις... πολυπλαγκτότερον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1197. 2) ὁ πολὺ σφαλλόμενος, [[πραπίδες]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 594. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ φέρων μακρὰν τοῦ σκοποῦ, παρασύρων τινὰ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ [[αὐτοῦ]], παραπλανῶν, [[ἄνεμος]] Ἰλ. Λ. 308. ― Ἐν Σοφ. Ἀντ. 615, π. ἐλπὶς δύναται νὰ σημαίνῃ ἢ τὴν περιπλανωμένην εἰς ὄνειρα τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα (πρβλ. Πινδ. Ο. 12, 6) ἢ τὴν παραπλανῶσαν, ἐξαπατῶσαν, πρβλ. πολυπλανὴς ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui erre de tous côtés;<br /><b>2</b> qui fait errer de tous côtés, qui égare loin du droit chemin.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πλάζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth