Anonymous

προαπολείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0708.png Seite 708]] vorher verlassen, τάξιν, Arist. rhet. Al. 31, 5; sc. βίον, vorher sterben, [[ψυχή]], Antiph. 5, 93; Hippocr. u. Folgde, wie Pausan.; Plut. S. N. V. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0708.png Seite 708]] vorher verlassen, τάξιν, Arist. rhet. Al. 31, 5; sc. βίον, vorher sterben, [[ψυχή]], Antiph. 5, 93; Hippocr. u. Folgde, wie Pausan.; Plut. S. N. V. 13.
}}
{{bailly
|btext=abandonner auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> προαπολείπομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀπολείπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προαπολείπω''': [[ἀπολείπω]] πρότερον, οὐ πρ. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν [[χῆρος]] ἢ [[χήρα]] γένηται, ἐπὶ περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4· ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 14, 17· [[προαπολείπω]] τὴν πρᾶξιν, πρῶτος ἐγὼ [[ἐγκαταλείπω]] τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 31, 5. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀποκάμνω]] πρῶτος ἢ πρότερον, Ἱππ. 611. 17· μετὰ γεν., [[ἀποκάμνω]] πρότερον, δηλ. ἐν συγκρίσει [[πρός]] τι, τοῦ σώματος... πρ. ἡ ψυχὴ Ἀντιφῶν 149. 29· [[δύναμις]] προαπολείπει προθυμίας Πλούτ. 2. 789D· πρβλ. 797D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[αὐτόθι]] 1078F. 2) (ἐξυπακ. τὸν βίον), [[ἀποθνήσκω]] πρότερον, ὃς δὲ ἐπεχείρησε Πελοπόννησον ἐργάσασθαι νῆσον, προαπέλιπε διορύσσων τὸν Ἰσθμὸν Παυσ. 2. 1, 5.
|lstext='''προαπολείπω''': [[ἀπολείπω]] πρότερον, οὐ πρ. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν [[χῆρος]] ἢ [[χήρα]] γένηται, ἐπὶ περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4· ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 14, 17· [[προαπολείπω]] τὴν πρᾶξιν, πρῶτος ἐγὼ [[ἐγκαταλείπω]] τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 31, 5. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀποκάμνω]] πρῶτος ἢ πρότερον, Ἱππ. 611. 17· μετὰ γεν., [[ἀποκάμνω]] πρότερον, δηλ. ἐν συγκρίσει [[πρός]] τι, τοῦ σώματος... πρ. ἡ ψυχὴ Ἀντιφῶν 149. 29· [[δύναμις]] προαπολείπει προθυμίας Πλούτ. 2. 789D· πρβλ. 797D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[αὐτόθι]] 1078F. 2) (ἐξυπακ. τὸν βίον), [[ἀποθνήσκω]] πρότερον, ὃς δὲ ἐπεχείρησε Πελοπόννησον ἐργάσασθαι νῆσον, προαπέλιπε διορύσσων τὸν Ἰσθμὸν Παυσ. 2. 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=abandonner auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> προαπολείπομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀπολείπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml