Anonymous

προαπολείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=abandonner auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> προαπολείπομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀπολείπω]].
|btext=abandonner auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> προαπολείπομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀπολείπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προαπολείπω''': [[ἀπολείπω]] πρότερον, οὐ πρ. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν [[χῆρος]] ἢ [[χήρα]] γένηται, ἐπὶ περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4· ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 14, 17· [[προαπολείπω]] τὴν πρᾶξιν, πρῶτος ἐγὼ [[ἐγκαταλείπω]] τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 31, 5. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀποκάμνω]] πρῶτος ἢ πρότερον, Ἱππ. 611. 17· μετὰ γεν., [[ἀποκάμνω]] πρότερον, δηλ. ἐν συγκρίσει [[πρός]] τι, τοῦ σώματος... πρ. ἡ ψυχὴ Ἀντιφῶν 149. 29· [[δύναμις]] προαπολείπει προθυμίας Πλούτ. 2. 789D· πρβλ. 797D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[αὐτόθι]] 1078F. 2) (ἐξυπακ. τὸν βίον), [[ἀποθνήσκω]] πρότερον, ὃς δὲ ἐπεχείρησε Πελοπόννησον ἐργάσασθαι νῆσον, προαπέλιπε διορύσσων τὸν Ἰσθμὸν Παυσ. 2. 1, 5.
|elnltext=προ-απολείπω eerst zijn kracht verliezen:. οἱ... βορέαι... προαπολείπουσι de noordenwinden verliezen al eerder hun kracht Plut. Sert. 8.4.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰπολείπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее оставлять]], [[первым покидать]] (τὴν κοινωνίαν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. оставаться позади, уступать, отставать Lys.: προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ [[δύναμις]] Plut. силы отстают от рвения;<br /><b class="num">3)</b> [[слабеть]] (οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών.
|lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προᾰπολείπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее оставлять]], [[первым покидать]] (τὴν κοινωνίαν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. оставаться позади, уступать, отставать Lys.: προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ [[δύναμις]] Plut. силы отстают от рвения;<br /><b class="num">3)</b> [[слабеть]] (οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.).
|lstext='''προαπολείπω''': [[ἀπολείπω]] πρότερον, οὐ πρ. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν [[χῆρος]] ἢ [[χήρα]] γένηται, ἐπὶ περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4· ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 14, 17· [[προαπολείπω]] τὴν πρᾶξιν, πρῶτος ἐγὼ [[ἐγκαταλείπω]] τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 31, 5. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀποκάμνω]] πρῶτος ἢ πρότερον, Ἱππ. 611. 17· μετὰ γεν., [[ἀποκάμνω]] πρότερον, δηλ. ἐν συγκρίσει [[πρός]] τι, τοῦ σώματος... πρ. ἡ ψυχὴ Ἀντιφῶν 149. 29· [[δύναμις]] προαπολείπει προθυμίας Πλούτ. 2. 789D· πρβλ. 797D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[αὐτόθι]] 1078F. 2) (ἐξυπακ. τὸν βίον), [[ἀποθνήσκω]] πρότερον, ὃς δὲ ἐπεχείρησε Πελοπόννησον ἐργάσασθαι νῆσον, προαπέλιπε διορύσσων τὸν Ἰσθμὸν Παυσ. 2. 1, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-απολείπω eerst zijn kracht verliezen:. οἱ... βορέαι... προαπολείπουσι de noordenwinden verliezen al eerder hun kracht Plut. Sert. 8.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />intr. to [[fail]] [[before]], i. e. in [[comparison]] of, c. gen., [[Antipho]].
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />intr. to [[fail]] [[before]], i. e. in [[comparison]] of, c. gen., [[Antipho]].
}}
}}