Anonymous

προβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0709.png Seite 709]] (s. [[βαίνω]]), wovon Hom. außer dem perf. noch das partic. praes. [[προβιβάς]] und [[προβιβῶν]] hat, – 1) [[vorschreiten]], vorwärtsgehen, ἄστρα προβέβηκε, Il. 10, 252, κραιπνὰ ποσὶ [[προβιβάς]], 18. 18, wie κοῦφα ποσὶ [[προβιβάς]] 158. u. öfter; ὑπασπίδια προβιβῶντος, 16, 609, wie 13, 807; τὸν δ' ὦκα προβιβῶντα πόδες φέρον, Od. 15, 555; οἵαν ὁδὸν [[προβαίνω]], Eur. Alc. 264, u. oft allein; übertr. προβήσομαι ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου, ich werde in der Erzählung weiter gehen, Her. 2, 5, μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω, Aesch. Prom. 247, προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους, Soph. Ant. 846; auch von der Zeit. ὁ μὲν [[χρόνος]] δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, Phil. 265; σκῆψιν ἔς τινα, Eur. Or. 747; μὴ [[πέρα]] προβῇς τῶνδε, Hipp. 504. ποῖ προβήσεται [[λόγος]], 342; οὐκ ἄξιον περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Rep. VIII, 604 b; ἡ νὺξ προβαίνει, Xen. An. 3, 1, 13; προβαίνοντος τοῦ πολέμου, Pol. 2, 47, 3, u. öfter. – Dah. 2) vorangehen, [[übertreffen]], überlegen sein, mit dem gen. der Person, die man übertrifft, u. dem dat. der Sache, in der man übertrifft, νῦν γε πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, Il. 6. 125, wie 23. 890; ὅ τε κράτεϊ προβεβήκῃ, 16, 54; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, durch Macht und Ehrfurcht, die er einflößt, ist er Trechis überlegen, d. i. herrscht er über Trechis, Hes. Sc. 355. Auch = [[überschreiten]], [[τέρμα]] προβάς Pind. N. 7, 71. – 3) Fortgang haben, von [[Statten gehen]], gelingen, μὴ προβαίη μεῖζον κακόν, Eur. Med. 907. τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, Alc. 788; προέβαινε τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον, das Volk machte Fortschritte in Befehlen, dehnte seine Macht aus, Her. 2, 5, τοσοῦτόν γε προβεβήκαμεν ὥςτε, Plat. Theaet. 187 a; ἐπεὶ ὁ [[λόγος]] παγκάλως προβέβηκε, Hipp. mai. 296 b; Xen., Oratt. u. Folgde; τὰ ἀσεβήματα [[μέχρι]] τίνος προὔβη, Pol. 2, 1, 3; ἐπὶ τὸ χεῖρον προὔβαινε τὰ πράγματα, 5, 30, 6. – Trans. [[τίς]] [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει, vorwärts bewegen, bringen, Pind. Ol. 8, 63. – Anders πόδα τόνδε πρόβαινε, Theogn. 283; Μυκηνίδ' ἀρβύλαν προβάς, Eur. Or. 1470; προβὰς [[κῶλον]] δεξιόν, Phoen. 1421, eigtl. mit dem rechten Fuße vorgehen, den rechten Fuß vorsetzen; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα, Ar. Eccl. 161.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0709.png Seite 709]] (s. [[βαίνω]]), wovon Hom. außer dem perf. noch das partic. praes. [[προβιβάς]] und [[προβιβῶν]] hat, – 1) [[vorschreiten]], vorwärtsgehen, ἄστρα προβέβηκε, Il. 10, 252, κραιπνὰ ποσὶ [[προβιβάς]], 18. 18, wie κοῦφα ποσὶ [[προβιβάς]] 158. u. öfter; ὑπασπίδια προβιβῶντος, 16, 609, wie 13, 807; τὸν δ' ὦκα προβιβῶντα πόδες φέρον, Od. 15, 555; οἵαν ὁδὸν [[προβαίνω]], Eur. Alc. 264, u. oft allein; übertr. προβήσομαι ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου, ich werde in der Erzählung weiter gehen, Her. 2, 5, μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω, Aesch. Prom. 247, προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους, Soph. Ant. 846; auch von der Zeit. ὁ μὲν [[χρόνος]] δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, Phil. 265; σκῆψιν ἔς τινα, Eur. Or. 747; μὴ [[πέρα]] προβῇς τῶνδε, Hipp. 504. ποῖ προβήσεται [[λόγος]], 342; οὐκ ἄξιον περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Rep. VIII, 604 b; ἡ νὺξ προβαίνει, Xen. An. 3, 1, 13; προβαίνοντος τοῦ πολέμου, Pol. 2, 47, 3, u. öfter. – Dah. 2) vorangehen, [[übertreffen]], überlegen sein, mit dem gen. der Person, die man übertrifft, u. dem dat. der Sache, in der man übertrifft, νῦν γε πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, Il. 6. 125, wie 23. 890; ὅ τε κράτεϊ προβεβήκῃ, 16, 54; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, durch Macht und Ehrfurcht, die er einflößt, ist er Trechis überlegen, d. i. herrscht er über Trechis, Hes. Sc. 355. Auch = [[überschreiten]], [[τέρμα]] προβάς Pind. N. 7, 71. – 3) Fortgang haben, von [[Statten gehen]], gelingen, μὴ προβαίη μεῖζον κακόν, Eur. Med. 907. τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, Alc. 788; προέβαινε τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον, das Volk machte Fortschritte in Befehlen, dehnte seine Macht aus, Her. 2, 5, τοσοῦτόν γε προβεβήκαμεν ὥςτε, Plat. Theaet. 187 a; ἐπεὶ ὁ [[λόγος]] παγκάλως προβέβηκε, Hipp. mai. 296 b; Xen., Oratt. u. Folgde; τὰ ἀσεβήματα [[μέχρι]] τίνος προὔβη, Pol. 2, 1, 3; ἐπὶ τὸ χεῖρον προὔβαινε τὰ πράγματα, 5, 30, 6. – Trans. [[τίς]] [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει, vorwärts bewegen, bringen, Pind. Ol. 8, 63. – Anders πόδα τόνδε πρόβαινε, Theogn. 283; Μυκηνίδ' ἀρβύλαν προβάς, Eur. Or. 1470; προβὰς [[κῶλον]] δεξιόν, Phoen. 1421, eigtl. mit dem rechten Fuße vorgehen, den rechten Fuß vorsetzen; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα, Ar. Eccl. 161.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> προέβαινον, <i>p. contr.</i> [[προὔβαινον]], <i>f.</i> προβήσομαι, <i>ao.</i> προέβην, <i>par contr.</i> [[προὔβην]], <i>pf.</i> προβέβηκα;<br /><b>I. 1</b> marcher en avant, s'avancer : [[ἐκ]] Κορίνθου LUC sortir de Corinthe ; ἄστρα προβέβηκε IL les astres se sont avancés dans leur course, <i>càd</i> il est minuit passé ; χρόνου προβαίνοντος HDT le temps s'avançant ; [[οἱ]] [[ἤδη]] προβεβηκότες PLUT ceux qui sont déjà avancés en âge, les vieillards;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire des progrès, croître : ἐπ’ ἔσχατον θράσους προβαίνειν SOPH en venir au comble de la hardiesse;<br /><b>II.</b> marcher avant, dépasser, surpasser : τινός τινι qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα· ἀόρ. β΄ προΰβην· ― ἐν τῶν τύπων τούτων ὁ Ὅμηρ. χρῆσιν ποιεῖται μόνον τοῦ πρκμ.· ἀλλ’ ἔχει μετοχ. ἐνεστ. [[προβιβάς]] ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[βίβημι]]), ἀλλὰ μετὰ διαφόρ. γραφ. [[προβιβῶν]] ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[βιβάω]])· ― ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ τύπον προβιβάσθων· ― [[ὡσαύτως]] ἀντὶ προβοῶντε ἐν Ἰλ. Μ. 277, ὁ Σχολ. ποιεῖται μνείαν διαφόρ. γραφῆς προβάοντε ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[προβάω]], πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ.) καὶ προβῶντες δὲ ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Κρατίνῳ ἐν «Νόμοις» 5 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), πρβλ. [[ἐκβάω]]· εἰς τὸν τύπον τοῦτον γραμματικοί τινες ἀναφέρουσι τὴν προστ. πρόβᾱ (ἥτις συνήθως λαμβάνεται ὡς κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πρόβηθι), Εὐρ. Ἄλκ. 872, Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· προβᾶτε Σοφ. Ο. Κ. 841, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1047 καὶ ἐν ἅπασι τοῖς λυρ. χωρίοις· ἴδε Ahrens D. Dor. 338. Ὡς καὶ νῦν, βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, [[βαδίζω]], προχωρῶ, κραιπνὰ (κοῦφα) ποσὶ προβιβὰς Ἰλ. Ν. 18, 158, Ὀδ. Ρ. 27· τὸν δ’ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον Ὀδ. Ο. 555· ὑπασπίδια προβιβάντι Ἰλ. Ν. 807, Π. 609· οὕτω καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ., Αἰσχύλ. Πρ. 247, κτλ.· πρ. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα πρ. Εὐρ. Ἄλκ. 262· προβεβήκασι τὰ ἀριστερά, ἔχουσι τοὺς ἀριστερούς των πόδας πρὸς τὰ ἐμπρός, (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. προβεβλήκασι, ἴδε [[προβάλλω]] ΙΙ. 1), Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 4, 9. 2) ὡς [[σημεῖον]] χρόνου, ἄστρα προβέβηκε, ἔχουσι προβῆ πολὺ ἐν τῷ οὐρανῷ, δηλ. ἐπέρασαν τὰ μεσάνυκτα, Ἰλ. Υ. 252· ἡ νὺξ προβαίνει, ἡ νὺξ προχωρεῖ, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ χρόνου [[αὐτοῦ]], τοῦ χρόνου προβαίνοντος, προχωροῦντος, παρερχομένου, Ἡρόδ. 3. 53, 140· ὁ μὲν [[χρόνος]] δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Σοφ. Φιλ. 285· οὕτω, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 23, Πολύβ. 2. 47, 3· τοῦ κώθωνος εὖ [[μάλα]] προβεβηκότος Ἀθήν. 477Ε· ― ἐπὶ ἡλικίας, προβήσεται ἡ [[ἡλικία]] Ξεν. Ἀπολ. 6˙ καὶ ἐπὶ προσώπων, τοὺς ἤδη προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, τοὺς ὄντας ἐν προβεβηκυίᾳ ἡλικίᾳ, Λυσ. 169. 38, Διόδ. 12. 18˙ καὶ ἀπολ., οἱ προβεβηκότες Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 9, Λουκ. Νιγρῖν. 24˙ [[ὡσαύτως]], [[ἐπεὶ]] προέβη τοῖς ἔτεσιν Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C· προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, πρβλ. 18˙ ἡλικίας εἰς τὸ [[πρόσθεν]] πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 325C· πρ. εἰς [[πεντήκοντα]] ἔτη Δίων Κ. 68. 4˙ ― ἀλλ’ ἐπὶ χρόνου [[ὡσαύτως]], [[παρέρχομαι]], «περνῶ», «[[διαβαίνω]]», Θέογν. 583, πρβλ. Πολύβ. 7. 11, 2. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λογικοῦ ἐπιχειρήματος ἢ συζητήσεως, ἐπὶ ἐνεργείας, ἐπὶ γεγονότων, ἐπίσχες [[αὐτοῦ]], μὴ [[πέρα]] προβῇς λόγου Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 6˙ προβήσομαι ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 5˙ πρ. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς, προεχώρησαν..., ὁ αὐτ. 6. 75˙ προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω Αἰσχύλ. Πρ. 247˙ πρ. ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853˙ ποῖ προβήσεται [[λόγος]]; Εὐρ. Ἱππ. 342˙ [[πέρας]] δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 511, πρβλ. 749˙ τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 758˙ ἀπροσ., εἰς τοῦτο προβέβηκε [[ὥστε]]..., ἔχει προχωρήσῃ [[μέχρι]] τοσούτου, [[ὥστε]]..., Πλάτ. Νόμ. 839C· τοσοῦτον προβεβήκαμεν [[ὥστε]]... ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187Α˙ καὶ προβήσεσθαι... [[πόρρω]] μοχθηρίας, καὶ ὅτι θὰ προχωρήσῃ εἰς μέγαν βαθμὸν μοχθηρίας, Ξεν. Ἀπολ. 30˙ πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Δημ. 162. 2˙ εἰς ἀταξίαν Αἰσχίν. 59. 5˙ [[μέχρι]] τινὸς Πολύβ. 2. 1, 3. 4) βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, [[προοδεύω]], προέβαινε τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον, προώδευεν αὐξάνον τὴν κυριαρχίαν του, Ἡρόδ. 1. 134˙ τοσοῦτον προβεβήκαμεν, Λατ. tantum profecimus, Πλάτ. Θεαίτ. 187Α˙ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακὸν Εὐρ. Μήδ. 907˙ πρ. ἐπὶ πολὺ Αἰσχίν. 25. 30˙ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] πρ. τὰ πράγματα Πολύβ. 5. 30, 6. ΙΙ. [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, «κατὰ πολὺ πάντας ὑπερβάλλεις τῇ σῇ εὐτολμίᾳ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 125˙ κράτεϊ Π. 54, πρβλ. Χ. 190˙ δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, ἀνεδείχθη [[ὑπέρτερος]] τῶν Τραχινιῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 355. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[τέρμα]] προβὰς (ἀντὶ ὑπερβὰς) Πινδ. Ν. 7. 104. IV. [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, [[πόδα]] πρ. Θέογν. 283˙ τὸν [[πόδα]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 161˙ προβὰς δὲ [[κῶλον]] Εὐρ. Φοίν. 1412˙ ἀρβύλαν προβὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1470˙ προβὰς τὸν [[πόδα]] τὸν ἀριστερὸν, καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβὰς Πολυδ. Ε΄, 23, πρβλ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29˙ ἴδε βαίνω ΙΙ. 4. V. Μεταβατ. ἐνεργείας, ἐν τῷ ἐνεργητ. μέλλ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, [[διδάσκω]] αὐτὸν πῶς ὑπάγῃ ἐμπρὸς, τίς [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; «διδάξει» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 83.
|lstext='''προβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα· ἀόρ. β΄ προΰβην· ― ἐν τῶν τύπων τούτων ὁ Ὅμηρ. χρῆσιν ποιεῖται μόνον τοῦ πρκμ.· ἀλλ’ ἔχει μετοχ. ἐνεστ. [[προβιβάς]] ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[βίβημι]]), ἀλλὰ μετὰ διαφόρ. γραφ. [[προβιβῶν]] ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[βιβάω]])· ― ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ τύπον προβιβάσθων· ― [[ὡσαύτως]] ἀντὶ προβοῶντε ἐν Ἰλ. Μ. 277, ὁ Σχολ. ποιεῖται μνείαν διαφόρ. γραφῆς προβάοντε ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[προβάω]], πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ.) καὶ προβῶντες δὲ ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Κρατίνῳ ἐν «Νόμοις» 5 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), πρβλ. [[ἐκβάω]]· εἰς τὸν τύπον τοῦτον γραμματικοί τινες ἀναφέρουσι τὴν προστ. πρόβᾱ (ἥτις συνήθως λαμβάνεται ὡς κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πρόβηθι), Εὐρ. Ἄλκ. 872, Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· προβᾶτε Σοφ. Ο. Κ. 841, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1047 καὶ ἐν ἅπασι τοῖς λυρ. χωρίοις· ἴδε Ahrens D. Dor. 338. Ὡς καὶ νῦν, βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, [[βαδίζω]], προχωρῶ, κραιπνὰ (κοῦφα) ποσὶ προβιβὰς Ἰλ. Ν. 18, 158, Ὀδ. Ρ. 27· τὸν δ’ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον Ὀδ. Ο. 555· ὑπασπίδια προβιβάντι Ἰλ. Ν. 807, Π. 609· οὕτω καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ., Αἰσχύλ. Πρ. 247, κτλ.· πρ. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα πρ. Εὐρ. Ἄλκ. 262· προβεβήκασι τὰ ἀριστερά, ἔχουσι τοὺς ἀριστερούς των πόδας πρὸς τὰ ἐμπρός, (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. προβεβλήκασι, ἴδε [[προβάλλω]] ΙΙ. 1), Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 4, 9. 2) ὡς [[σημεῖον]] χρόνου, ἄστρα προβέβηκε, ἔχουσι προβῆ πολὺ ἐν τῷ οὐρανῷ, δηλ. ἐπέρασαν τὰ μεσάνυκτα, Ἰλ. Υ. 252· ἡ νὺξ προβαίνει, ἡ νὺξ προχωρεῖ, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ χρόνου [[αὐτοῦ]], τοῦ χρόνου προβαίνοντος, προχωροῦντος, παρερχομένου, Ἡρόδ. 3. 53, 140· ὁ μὲν [[χρόνος]] δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Σοφ. Φιλ. 285· οὕτω, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 23, Πολύβ. 2. 47, 3· τοῦ κώθωνος εὖ [[μάλα]] προβεβηκότος Ἀθήν. 477Ε· ― ἐπὶ ἡλικίας, προβήσεται ἡ [[ἡλικία]] Ξεν. Ἀπολ. 6˙ καὶ ἐπὶ προσώπων, τοὺς ἤδη προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, τοὺς ὄντας ἐν προβεβηκυίᾳ ἡλικίᾳ, Λυσ. 169. 38, Διόδ. 12. 18˙ καὶ ἀπολ., οἱ προβεβηκότες Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 9, Λουκ. Νιγρῖν. 24˙ [[ὡσαύτως]], [[ἐπεὶ]] προέβη τοῖς ἔτεσιν Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C· προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, πρβλ. 18˙ ἡλικίας εἰς τὸ [[πρόσθεν]] πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 325C· πρ. εἰς [[πεντήκοντα]] ἔτη Δίων Κ. 68. 4˙ ― ἀλλ’ ἐπὶ χρόνου [[ὡσαύτως]], [[παρέρχομαι]], «περνῶ», «[[διαβαίνω]]», Θέογν. 583, πρβλ. Πολύβ. 7. 11, 2. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λογικοῦ ἐπιχειρήματος ἢ συζητήσεως, ἐπὶ ἐνεργείας, ἐπὶ γεγονότων, ἐπίσχες [[αὐτοῦ]], μὴ [[πέρα]] προβῇς λόγου Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 6˙ προβήσομαι ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 5˙ πρ. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς, προεχώρησαν..., ὁ αὐτ. 6. 75˙ προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω Αἰσχύλ. Πρ. 247˙ πρ. ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853˙ ποῖ προβήσεται [[λόγος]]; Εὐρ. Ἱππ. 342˙ [[πέρας]] δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 511, πρβλ. 749˙ τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 758˙ ἀπροσ., εἰς τοῦτο προβέβηκε [[ὥστε]]..., ἔχει προχωρήσῃ [[μέχρι]] τοσούτου, [[ὥστε]]..., Πλάτ. Νόμ. 839C· τοσοῦτον προβεβήκαμεν [[ὥστε]]... ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187Α˙ καὶ προβήσεσθαι... [[πόρρω]] μοχθηρίας, καὶ ὅτι θὰ προχωρήσῃ εἰς μέγαν βαθμὸν μοχθηρίας, Ξεν. Ἀπολ. 30˙ πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Δημ. 162. 2˙ εἰς ἀταξίαν Αἰσχίν. 59. 5˙ [[μέχρι]] τινὸς Πολύβ. 2. 1, 3. 4) βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, [[προοδεύω]], προέβαινε τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον, προώδευεν αὐξάνον τὴν κυριαρχίαν του, Ἡρόδ. 1. 134˙ τοσοῦτον προβεβήκαμεν, Λατ. tantum profecimus, Πλάτ. Θεαίτ. 187Α˙ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακὸν Εὐρ. Μήδ. 907˙ πρ. ἐπὶ πολὺ Αἰσχίν. 25. 30˙ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] πρ. τὰ πράγματα Πολύβ. 5. 30, 6. ΙΙ. [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, «κατὰ πολὺ πάντας ὑπερβάλλεις τῇ σῇ εὐτολμίᾳ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 125˙ κράτεϊ Π. 54, πρβλ. Χ. 190˙ δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, ἀνεδείχθη [[ὑπέρτερος]] τῶν Τραχινιῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 355. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[τέρμα]] προβὰς (ἀντὶ ὑπερβὰς) Πινδ. Ν. 7. 104. IV. [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, [[πόδα]] πρ. Θέογν. 283˙ τὸν [[πόδα]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 161˙ προβὰς δὲ [[κῶλον]] Εὐρ. Φοίν. 1412˙ ἀρβύλαν προβὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1470˙ προβὰς τὸν [[πόδα]] τὸν ἀριστερὸν, καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβὰς Πολυδ. Ε΄, 23, πρβλ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29˙ ἴδε βαίνω ΙΙ. 4. V. Μεταβατ. ἐνεργείας, ἐν τῷ ἐνεργητ. μέλλ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, [[διδάσκω]] αὐτὸν πῶς ὑπάγῃ ἐμπρὸς, τίς [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; «διδάξει» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 83.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> προέβαινον, <i>p. contr.</i> [[προὔβαινον]], <i>f.</i> προβήσομαι, <i>ao.</i> προέβην, <i>par contr.</i> [[προὔβην]], <i>pf.</i> προβέβηκα;<br /><b>I. 1</b> marcher en avant, s'avancer : [[ἐκ]] Κορίνθου LUC sortir de Corinthe ; ἄστρα προβέβηκε IL les astres se sont avancés dans leur course, <i>càd</i> il est minuit passé ; χρόνου προβαίνοντος HDT le temps s'avançant ; [[οἱ]] [[ἤδη]] προβεβηκότες PLUT ceux qui sont déjà avancés en âge, les vieillards;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire des progrès, croître : ἐπ’ ἔσχατον θράσους προβαίνειν SOPH en venir au comble de la hardiesse;<br /><b>II.</b> marcher avant, dépasser, surpasser : τινός τινι qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth