Anonymous

προβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>impf.</i> προέβαινον, <i>p. contr.</i> [[προὔβαινον]], <i>f.</i> προβήσομαι, <i>ao.</i> προέβην, <i>par contr.</i> [[προὔβην]], <i>pf.</i> προβέβηκα;<br /><b>I. 1</b> marcher en avant, s'avancer : [[ἐκ]] Κορίνθου LUC sortir de Corinthe ; ἄστρα προβέβηκε IL les astres se sont avancés dans leur course, <i>càd</i> il est minuit passé ; χρόνου προβαίνοντος HDT le temps s'avançant ; [[οἱ]] [[ἤδη]] προβεβηκότες PLUT ceux qui sont déjà avancés en âge, les vieillards;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire des progrès, croître : ἐπ’ ἔσχατον θράσους προβαίνειν SOPH en venir au comble de la hardiesse;<br /><b>II.</b> marcher avant, dépasser, surpasser : τινός τινι qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βαίνω]].
|btext=<i>impf.</i> προέβαινον, <i>p. contr.</i> [[προὔβαινον]], <i>f.</i> προβήσομαι, <i>ao.</i> προέβην, <i>par contr.</i> [[προὔβην]], <i>pf.</i> προβέβηκα;<br /><b>I. 1</b> marcher en avant, s'avancer : [[ἐκ]] Κορίνθου LUC sortir de Corinthe ; ἄστρα προβέβηκε IL les astres se sont avancés dans leur course, <i>càd</i> il est minuit passé ; χρόνου προβαίνοντος HDT le temps s'avançant ; [[οἱ]] [[ἤδη]] προβεβηκότες PLUT ceux qui sont déjà avancés en âge, les vieillards;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire des progrès, croître : ἐπ’ ἔσχατον θράσους προβαίνειν SOPH en venir au comble de la hardiesse;<br /><b>II.</b> marcher avant, dépasser, surpasser : τινός τινι qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα· ἀόρ. β΄ προΰβην· ― ἐν τῶν τύπων τούτων ὁ Ὅμηρ. χρῆσιν ποιεῖται μόνον τοῦ πρκμ.· ἀλλ’ ἔχει μετοχ. ἐνεστ. [[προβιβάς]] ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[βίβημι]]), ἀλλὰ μετὰ διαφόρ. γραφ. [[προβιβῶν]] ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[βιβάω]])· ― ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ τύπον προβιβάσθων· ― [[ὡσαύτως]] ἀντὶ προβοῶντε ἐν Ἰλ. Μ. 277, ὁ Σχολ. ποιεῖται μνείαν διαφόρ. γραφῆς προβάοντε ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[προβάω]], πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ.) καὶ προβῶντες δὲ ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Κρατίνῳ ἐν «Νόμοις» 5 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), πρβλ. [[ἐκβάω]]· εἰς τὸν τύπον τοῦτον γραμματικοί τινες ἀναφέρουσι τὴν προστ. πρόβᾱ (ἥτις συνήθως λαμβάνεται ὡς κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πρόβηθι), Εὐρ. Ἄλκ. 872, Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· προβᾶτε Σοφ. Ο. Κ. 841, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1047 καὶ ἐν ἅπασι τοῖς λυρ. χωρίοις· ἴδε Ahrens D. Dor. 338. Ὡς καὶ νῦν, βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, [[βαδίζω]], προχωρῶ, κραιπνὰ (κοῦφα) ποσὶ προβιβὰς Ἰλ. Ν. 18, 158, Ὀδ. Ρ. 27· τὸν δ’ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον Ὀδ. Ο. 555· ὑπασπίδια προβιβάντι Ἰλ. Ν. 807, Π. 609· οὕτω καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ., Αἰσχύλ. Πρ. 247, κτλ.· πρ. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα πρ. Εὐρ. Ἄλκ. 262· προβεβήκασι τὰ ἀριστερά, ἔχουσι τοὺς ἀριστερούς των πόδας πρὸς τὰ ἐμπρός, (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. προβεβλήκασι, ἴδε [[προβάλλω]] ΙΙ. 1), Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 4, 9. 2) ὡς [[σημεῖον]] χρόνου, ἄστρα προβέβηκε, ἔχουσι προβῆ πολὺ ἐν τῷ οὐρανῷ, δηλ. ἐπέρασαν τὰ μεσάνυκτα, Ἰλ. Υ. 252· ἡ νὺξ προβαίνει, ἡ νὺξ προχωρεῖ, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ χρόνου [[αὐτοῦ]], τοῦ χρόνου προβαίνοντος, προχωροῦντος, παρερχομένου, Ἡρόδ. 3. 53, 140· ὁ μὲν [[χρόνος]] δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Σοφ. Φιλ. 285· οὕτω, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 23, Πολύβ. 2. 47, 3· τοῦ κώθωνος εὖ [[μάλα]] προβεβηκότος Ἀθήν. 477Ε· ― ἐπὶ ἡλικίας, προβήσεται ἡ [[ἡλικία]] Ξεν. Ἀπολ. 6˙ καὶ ἐπὶ προσώπων, τοὺς ἤδη προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, τοὺς ὄντας ἐν προβεβηκυίᾳ ἡλικίᾳ, Λυσ. 169. 38, Διόδ. 12. 18˙ καὶ ἀπολ., οἱ προβεβηκότες Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 9, Λουκ. Νιγρῖν. 24˙ [[ὡσαύτως]], [[ἐπεὶ]] προέβη τοῖς ἔτεσιν Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C· προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, πρβλ. 18˙ ἡλικίας εἰς τὸ [[πρόσθεν]] πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 325C· πρ. εἰς [[πεντήκοντα]] ἔτη Δίων Κ. 68. 4˙ ― ἀλλ’ ἐπὶ χρόνου [[ὡσαύτως]], [[παρέρχομαι]], «περνῶ», «[[διαβαίνω]]», Θέογν. 583, πρβλ. Πολύβ. 7. 11, 2. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λογικοῦ ἐπιχειρήματος ἢ συζητήσεως, ἐπὶ ἐνεργείας, ἐπὶ γεγονότων, ἐπίσχες [[αὐτοῦ]], μὴ [[πέρα]] προβῇς λόγου Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 6˙ προβήσομαι ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 5˙ πρ. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς, προεχώρησαν..., ὁ αὐτ. 6. 75˙ προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω Αἰσχύλ. Πρ. 247˙ πρ. ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853˙ ποῖ προβήσεται [[λόγος]]; Εὐρ. Ἱππ. 342˙ [[πέρας]] δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 511, πρβλ. 749˙ τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 758˙ ἀπροσ., εἰς τοῦτο προβέβηκε [[ὥστε]]..., ἔχει προχωρήσῃ [[μέχρι]] τοσούτου, [[ὥστε]]..., Πλάτ. Νόμ. 839C· τοσοῦτον προβεβήκαμεν [[ὥστε]]... ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187Α˙ καὶ προβήσεσθαι... [[πόρρω]] μοχθηρίας, καὶ ὅτι θὰ προχωρήσῃ εἰς μέγαν βαθμὸν μοχθηρίας, Ξεν. Ἀπολ. 30˙ πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Δημ. 162. 2˙ εἰς ἀταξίαν Αἰσχίν. 59. 5˙ [[μέχρι]] τινὸς Πολύβ. 2. 1, 3. 4) βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, [[προοδεύω]], προέβαινε τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον, προώδευεν αὐξάνον τὴν κυριαρχίαν του, Ἡρόδ. 1. 134˙ τοσοῦτον προβεβήκαμεν, Λατ. tantum profecimus, Πλάτ. Θεαίτ. 187Α˙ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακὸν Εὐρ. Μήδ. 907˙ πρ. ἐπὶ πολὺ Αἰσχίν. 25. 30˙ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] πρ. τὰ πράγματα Πολύβ. 5. 30, 6. ΙΙ. [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, «κατὰ πολὺ πάντας ὑπερβάλλεις τῇ σῇ εὐτολμίᾳ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 125˙ κράτεϊ Π. 54, πρβλ. Χ. 190˙ δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, ἀνεδείχθη [[ὑπέρτερος]] τῶν Τραχινιῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 355. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[τέρμα]] προβὰς (ἀντὶ ὑπερβὰς) Πινδ. Ν. 7. 104. IV. [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, [[πόδα]] πρ. Θέογν. 283˙ τὸν [[πόδα]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 161˙ προβὰς δὲ [[κῶλον]] Εὐρ. Φοίν. 1412˙ ἀρβύλαν προβὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1470˙ προβὰς τὸν [[πόδα]] τὸν ἀριστερὸν, καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβὰς Πολυδ. Ε΄, 23, πρβλ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29˙ ἴδε βαίνω ΙΙ. 4. V. Μεταβατ. ἐνεργείας, ἐν τῷ ἐνεργητ. μέλλ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, [[διδάσκω]] αὐτὸν πῶς ὑπάγῃ ἐμπρὸς, τίς [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; «διδάξει» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 83.
|elnltext=προ-βαίνω, ep. ptc. praes. προβιβάς (alleen in nom. ) en προβιβῶν (alle vormen behalve nom. ); aor. imperat. πρόβᾱ, plur. πρόβᾱτε; causat. fut. 3 sing. Dor. προβᾱ́σει voortgaan, vooruit lopen:; κοῦφα ποσὶ προβιβάς lichtvoetig vooruitgaand, vooruit lopend Il. 13.158; ἄστρα προβέβηκε de sterren zijn al ver in hun baan Il. 10.252; met gen. voor iem. uitlopen:; πολὺ προβέβηκας ἁπάντων jij bent ver voor de anderen (in de slaglinie) uitgelopen Il. 6.125; perf. ook overdr. voor zijn, overtreffen:; ἴδμεν... ὅσον προβέβηκας ἁπάντων wij weten hoezeer u allen overtreft Il. 23.890; met acc. v. h. inw. obj..; οἵαν ὁδόν... προβαίνω wat een weg moet ik gaan Eur. Alc. 263; anders oortige acc. v. h. inw. obj..; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον ik kan de ene voet niet meer voor de andere krijgen Aristoph. Eccl. 161; Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβάς een Myceense laarsstap zettend Eur. Or. 1470; van tijd voortgaan, voorbijgaan:; ἡ νὺξ προβαίνει de nacht vordert Xen. An. 3.1.13; van pers.. οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ de mensen van gevorderde leeftijd Lys. 24.16 = οἱ προβεβηκότες Luc. 8.24. overdr. verdergaan, vervolgen:; προύβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; ben je nog verder gegaan dan dit? Aeschl. PV 247; met ἐπί + acc..; προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους doorgestoten tot de hoogste mate van durf Soph. Ant. 853; met εἰς + acc..; προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου ik zal verdergaan met mijn verhaal Hdt. 1.5.3; ποῖ προβήσεται λόγος waar zal het gesprek op uitdraaien? Eur. Hipp. 342; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν moge de rampspoed niet verdergaan dan hij nu al is Eur. Med. 907; ἐπιτάμνων προέβαινε ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς al snijdend ging hij verder van zijn onderbenen naar zijn bovenbenen Hdt. 6.75.3; onpers..; εἰς τοῦτο προβέβηκε νῦν ὥστε... het is nu zo ver gekomen dat... Plat. Lg. 839c; voortgang maken:. τοσοῦτόν γε προβεβήκαμεν ὥστε μὴ ζητεῖν we zijn in ieder geval zo ver gevorderd, dat we niet hoeven te zoeken Plat. Tht. 187a.
}}
{{elru
|elrutext='''προβαίνω:''' (fut. [[προβήσομαι]] - см. тж. 9; aor. 2 προέβην - стяж. [[προὔβην]], pf. [[προβέβηκα]])<br /><b class="num">1)</b> [[идти вперед]], [[передвигаться]], [[шествовать]] (κραιπνὰ [[ποσί]] Hom.; ὁδόν τινα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдвигать]], [[выставлять]] (προβὰς [[κῶλον]] [[δεξιόν]] Eur.): οὐκ ἂν προβαίην τὸν [[πόδα]] τὸν ἕτερον Arph. я и одной ногой не шевельну, т. е. не сделаю ни шагу;<br /><b class="num">3)</b> [[выступать]], [[выходить]] (ἐξ Κορίνθου Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[продвигаться вперед]]: ἄστρα προβέβηκε Hom. звезды передвинулись, т. е. часть ночи уже прошла; προβαίνοντος τοῦ ἔργου Her. по мере того, как работа продвигалась вперед; οἱ προβεβηκότες (τῇ ἡλικίᾳ) Lys., Plut., Luc. и ἐν ταῖς ἡμέραις NT люди пожилого возраста, старики; π. ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου Her. продолжать рассказ;<br /><b class="num">5)</b> [[уходить]] (ἡ νὺξ προβαίνει Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[доходить]], [[достигать]] (ἐπ᾽ [[ἔσχατον]] θράσους Soph.): εἰς [[τοῦτο]] προβέβηκε [[νῦν]] (impers.), ὥστ᾽ οὐδ᾽ ἄν ποτε [[γενέσθαι]] δοκεῖ Plat. дело дошло теперь до того, что это считается невозможным; ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] προβαίνει τὰ πράγματα Polyb. дела идут все хуже и хуже;<br /><b class="num">7)</b> [[опередить]], [[превзойти]] (προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Hom.): δυνάμει π. τινός Hes. превзойти могуществом что-л., т. е. иметь власть над чем-л.;<br /><b class="num">8)</b> [[переступать]], [[переходить]] ([[τέρμα]] Pind.);<br /><b class="num">9)</b> (только fut. προβήσω) двигать вперед, продвигать (τινά Pind.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''προβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]]· Αττ. αόρ. βʹ <i>προὔβη</i>· επίσης, Επικ. μτχ. [[προβιβάς]] (όπως αν προερχόταν από [[βίβημι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βαδίζω]], [[βαίνω]] [[εμπρός]], [[προχωρώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για χρόνο, <i>ἄστρα προβέβηκε</i>, έχουν προχωρήσει [[πολύ]] στον ουρανό, δηλ. είναι περασμένα [[μεσάνυχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἡ νὺξ προβαίνει</i>, η [[νύχτα]] προχωρεί [[γρήγορα]], σε Ξεν.· [[έπειτα]], λέγεται για τον χρόνο τον ίδιο, <i>τοῦ χρόνου προβαίνοντος</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]], ο [[καιρός]] προχωρεί, παρέρχεται, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>προβαίνοντος τοῦ ἔργου</i>, <i>τοῦ πολέμου</i>, στον ίδ.· λέγεται και για πρόσωπα, <i>τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ</i>, οι προχωρημένοι στην [[ηλικία]], σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για [[διήγηση]], [[επιχείρημα]], [[συζήτηση]], [[ενέργεια]], [[προβήσομαι]] ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· [[προβαίνω]] ἐπ' ἔσχατον θράσους, σε Σοφ.· <i>τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται</i>, σε Ευρ.· [[προβαίνω]] [[πόρρω]] μοχθηρίας, είμαι σε προχωρημένο βαθμό μοχθηρίας, είμαι [[μοχθηρός]] [[πολύ]], σε Ξεν.· [[προβαίνω]] εἰς [[τοῦτο]] ἔχθρας, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[προοδεύω]], [[προχωρώ]], προέβαινε τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον, το [[έθνος]] προόδευε αυξάνοντας την [[κυριαρχία]] του, συνέχισε επεκτείνοντας την [[επιβολή]] του, σε Ηρόδ.· μὴ προβαίη [[μεῖζον]] ἢ τὸ [[νῦν]] [[κακόν]], για να μην προχωρήσει περισσότερο, για να μην αυξηθεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπερβάλλω]], [[υπερτερώ]], δηλ. βρίσκομαι [[μπροστά]] ή είμαι [[ανώτερος]] από τον [[άλλο]], με γεν., <i>προβέβηκας ἁπάντων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>Τρηχῖνος προβέβηκε</i>, ανεδείχθη [[υπέρτερος]], δηλ. νίκησε, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">III.</b> με αιτ. πράγμ., [[υπερβαίνω]], [[τέρμα]] [[προβάς]] (αντί <i>ὑπερβάς</i>), σε Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b> στους Ποιητές, [[πόδα]] [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[κινώ]] το [[πόδι]], σε Θέογν.· τὸν [[πόδα]], σε Αριστοφ.· προβὰς [[κῶλον]], ἀρβύλαν [[προβάς]], σε Ευρ.· βλ. [[βαίνω]] Α. II. 3.<br /><b class="num">V.</b> μτβ., σε Ενεργ. μέλ., [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[προωθώ]], τίς [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει [ᾱ];, σε Πίνδ.
|lsmtext='''προβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]]· Αττ. αόρ. βʹ <i>προὔβη</i>· επίσης, Επικ. μτχ. [[προβιβάς]] (όπως αν προερχόταν από [[βίβημι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βαδίζω]], [[βαίνω]] [[εμπρός]], [[προχωρώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για χρόνο, <i>ἄστρα προβέβηκε</i>, έχουν προχωρήσει [[πολύ]] στον ουρανό, δηλ. είναι περασμένα [[μεσάνυχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἡ νὺξ προβαίνει</i>, η [[νύχτα]] προχωρεί [[γρήγορα]], σε Ξεν.· [[έπειτα]], λέγεται για τον χρόνο τον ίδιο, <i>τοῦ χρόνου προβαίνοντος</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]], ο [[καιρός]] προχωρεί, παρέρχεται, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>προβαίνοντος τοῦ ἔργου</i>, <i>τοῦ πολέμου</i>, στον ίδ.· λέγεται και για πρόσωπα, <i>τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ</i>, οι προχωρημένοι στην [[ηλικία]], σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για [[διήγηση]], [[επιχείρημα]], [[συζήτηση]], [[ενέργεια]], [[προβήσομαι]] ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· [[προβαίνω]] ἐπ' ἔσχατον θράσους, σε Σοφ.· <i>τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται</i>, σε Ευρ.· [[προβαίνω]] [[πόρρω]] μοχθηρίας, είμαι σε προχωρημένο βαθμό μοχθηρίας, είμαι [[μοχθηρός]] [[πολύ]], σε Ξεν.· [[προβαίνω]] εἰς [[τοῦτο]] ἔχθρας, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[προοδεύω]], [[προχωρώ]], προέβαινε τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον, το [[έθνος]] προόδευε αυξάνοντας την [[κυριαρχία]] του, συνέχισε επεκτείνοντας την [[επιβολή]] του, σε Ηρόδ.· μὴ προβαίη [[μεῖζον]] ἢ τὸ [[νῦν]] [[κακόν]], για να μην προχωρήσει περισσότερο, για να μην αυξηθεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπερβάλλω]], [[υπερτερώ]], δηλ. βρίσκομαι [[μπροστά]] ή είμαι [[ανώτερος]] από τον [[άλλο]], με γεν., <i>προβέβηκας ἁπάντων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>Τρηχῖνος προβέβηκε</i>, ανεδείχθη [[υπέρτερος]], δηλ. νίκησε, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">III.</b> με αιτ. πράγμ., [[υπερβαίνω]], [[τέρμα]] [[προβάς]] (αντί <i>ὑπερβάς</i>), σε Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b> στους Ποιητές, [[πόδα]] [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[κινώ]] το [[πόδι]], σε Θέογν.· τὸν [[πόδα]], σε Αριστοφ.· προβὰς [[κῶλον]], ἀρβύλαν [[προβάς]], σε Ευρ.· βλ. [[βαίνω]] Α. II. 3.<br /><b class="num">V.</b> μτβ., σε Ενεργ. μέλ., [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[προωθώ]], τίς [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει [ᾱ];, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προβαίνω:''' (fut. [[προβήσομαι]] - см. тж. 9; aor. 2 προέβην - стяж. [[προὔβην]], pf. [[προβέβηκα]])<br /><b class="num">1)</b> [[идти вперед]], [[передвигаться]], [[шествовать]] (κραιπνὰ [[ποσί]] Hom.; ὁδόν τινα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдвигать]], [[выставлять]] (προβὰς [[κῶλον]] [[δεξιόν]] Eur.): οὐκ ἂν προβαίην τὸν [[πόδα]] τὸν ἕτερον Arph. я и одной ногой не шевельну, т. е. не сделаю ни шагу;<br /><b class="num">3)</b> [[выступать]], [[выходить]] (ἐξ Κορίνθου Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[продвигаться вперед]]: ἄστρα προβέβηκε Hom. звезды передвинулись, т. е. часть ночи уже прошла; προβαίνοντος τοῦ ἔργου Her. по мере того, как работа продвигалась вперед; οἱ προβεβηκότες (τῇ ἡλικίᾳ) Lys., Plut., Luc. и ἐν ταῖς ἡμέραις NT люди пожилого возраста, старики; π. ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου Her. продолжать рассказ;<br /><b class="num">5)</b> [[уходить]] (ἡ νὺξ προβαίνει Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[доходить]], [[достигать]] (ἐπ᾽ [[ἔσχατον]] θράσους Soph.): εἰς [[τοῦτο]] προβέβηκε [[νῦν]] (impers.), ὥστ᾽ οὐδ᾽ ἄν ποτε [[γενέσθαι]] δοκεῖ Plat. дело дошло теперь до того, что это считается невозможным; ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] προβαίνει τὰ πράγματα Polyb. дела идут все хуже и хуже;<br /><b class="num">7)</b> [[опередить]], [[превзойти]] (προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Hom.): δυνάμει π. τινός Hes. превзойти могуществом что-л., т. е. иметь власть над чем-л.;<br /><b class="num">8)</b> [[переступать]], [[переходить]] ([[τέρμα]] Pind.);<br /><b class="num">9)</b> (только fut. προβήσω) двигать вперед, продвигать (τινά Pind.).
|lstext='''προβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα· ἀόρ. β΄ προΰβην· ― ἐν τῶν τύπων τούτων ὁ Ὅμηρ. χρῆσιν ποιεῖται μόνον τοῦ πρκμ.· ἀλλ’ ἔχει μετοχ. ἐνεστ. [[προβιβάς]] ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[βίβημι]]), ἀλλὰ μετὰ διαφόρ. γραφ. [[προβιβῶν]] ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[βιβάω]])· ― ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ τύπον προβιβάσθων· ― [[ὡσαύτως]] ἀντὶ προβοῶντε ἐν Ἰλ. Μ. 277, ὁ Σχολ. ποιεῖται μνείαν διαφόρ. γραφῆς προβάοντε ([[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[προβάω]], πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ.) καὶ προβῶντες δὲ ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Κρατίνῳ ἐν «Νόμοις» 5 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), πρβλ. [[ἐκβάω]]· εἰς τὸν τύπον τοῦτον γραμματικοί τινες ἀναφέρουσι τὴν προστ. πρόβᾱ (ἥτις συνήθως λαμβάνεται ὡς κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πρόβηθι), Εὐρ. Ἄλκ. 872, Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· προβᾶτε Σοφ. Ο. Κ. 841, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1047 καὶ ἐν ἅπασι τοῖς λυρ. χωρίοις· ἴδε Ahrens D. Dor. 338. Ὡς καὶ νῦν, βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, [[βαδίζω]], προχωρῶ, κραιπνὰ (κοῦφα) ποσὶ προβιβὰς Ἰλ. Ν. 18, 158, Ὀδ. Ρ. 27· τὸν δ’ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον Ὀδ. Ο. 555· ὑπασπίδια προβιβάντι Ἰλ. Ν. 807, Π. 609· οὕτω καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ., Αἰσχύλ. Πρ. 247, κτλ.· πρ. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα πρ. Εὐρ. Ἄλκ. 262· προβεβήκασι τὰ ἀριστερά, ἔχουσι τοὺς ἀριστερούς των πόδας πρὸς τὰ ἐμπρός, (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. προβεβλήκασι, ἴδε [[προβάλλω]] ΙΙ. 1), Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 4, 9. 2) ὡς [[σημεῖον]] χρόνου, ἄστρα προβέβηκε, ἔχουσι προβῆ πολὺ ἐν τῷ οὐρανῷ, δηλ. ἐπέρασαν τὰ μεσάνυκτα, Ἰλ. Υ. 252· ἡ νὺξ προβαίνει, ἡ νὺξ προχωρεῖ, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ χρόνου [[αὐτοῦ]], τοῦ χρόνου προβαίνοντος, προχωροῦντος, παρερχομένου, Ἡρόδ. 3. 53, 140· ὁ μὲν [[χρόνος]] δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Σοφ. Φιλ. 285· οὕτω, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 23, Πολύβ. 2. 47, 3· τοῦ κώθωνος εὖ [[μάλα]] προβεβηκότος Ἀθήν. 477Ε· ― ἐπὶ ἡλικίας, προβήσεται ἡ [[ἡλικία]] Ξεν. Ἀπολ. 6˙ καὶ ἐπὶ προσώπων, τοὺς ἤδη προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, τοὺς ὄντας ἐν προβεβηκυίᾳ ἡλικίᾳ, Λυσ. 169. 38, Διόδ. 12. 18˙ καὶ ἀπολ., οἱ προβεβηκότες Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 9, Λουκ. Νιγρῖν. 24˙ [[ὡσαύτως]], [[ἐπεὶ]] προέβη τοῖς ἔτεσιν Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C· προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, πρβλ. 18˙ ἡλικίας εἰς τὸ [[πρόσθεν]] πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 325C· πρ. εἰς [[πεντήκοντα]] ἔτη Δίων Κ. 68. 4˙ ― ἀλλ’ ἐπὶ χρόνου [[ὡσαύτως]], [[παρέρχομαι]], «περνῶ», «[[διαβαίνω]]», Θέογν. 583, πρβλ. Πολύβ. 7. 11, 2. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λογικοῦ ἐπιχειρήματος ἢ συζητήσεως, ἐπὶ ἐνεργείας, ἐπὶ γεγονότων, ἐπίσχες [[αὐτοῦ]], μὴ [[πέρα]] προβῇς λόγου Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 6˙ προβήσομαι ἐς τὸ [[πρόσω]] τοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 5˙ πρ. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς, προεχώρησαν..., ὁ αὐτ. 6. 75˙ προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω Αἰσχύλ. Πρ. 247˙ πρ. ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853˙ ποῖ προβήσεται [[λόγος]]; Εὐρ. Ἱππ. 342˙ [[πέρας]] δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 511, πρβλ. 749˙ τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 758˙ ἀπροσ., εἰς τοῦτο προβέβηκε [[ὥστε]]..., ἔχει προχωρήσῃ [[μέχρι]] τοσούτου, [[ὥστε]]..., Πλάτ. Νόμ. 839C· τοσοῦτον προβεβήκαμεν [[ὥστε]]... ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187Α˙ καὶ προβήσεσθαι... [[πόρρω]] μοχθηρίας, καὶ ὅτι θὰ προχωρήσῃ εἰς μέγαν βαθμὸν μοχθηρίας, Ξεν. Ἀπολ. 30˙ πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Δημ. 162. 2˙ εἰς ἀταξίαν Αἰσχίν. 59. 5˙ [[μέχρι]] τινὸς Πολύβ. 2. 1, 3. 4) βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, [[προοδεύω]], προέβαινε τὸ [[ἔθνος]] ἄρχον, προώδευεν αὐξάνον τὴν κυριαρχίαν του, Ἡρόδ. 1. 134˙ τοσοῦτον προβεβήκαμεν, Λατ. tantum profecimus, Πλάτ. Θεαίτ. 187Α˙ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακὸν Εὐρ. Μήδ. 907˙ πρ. ἐπὶ πολὺ Αἰσχίν. 25. 30˙ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] πρ. τὰ πράγματα Πολύβ. 5. 30, 6. ΙΙ. [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, «κατὰ πολὺ πάντας ὑπερβάλλεις τῇ σῇ εὐτολμίᾳ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 125˙ κράτεϊ Π. 54, πρβλ. Χ. 190˙ δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, ἀνεδείχθη [[ὑπέρτερος]] τῶν Τραχινιῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 355. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[τέρμα]] προβὰς (ἀντὶ ὑπερβὰς) Πινδ. Ν. 7. 104. IV. [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, [[πόδα]] πρ. Θέογν. 283˙ τὸν [[πόδα]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 161˙ προβὰς δὲ [[κῶλον]] Εὐρ. Φοίν. 1412˙ ἀρβύλαν προβὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1470˙ προβὰς τὸν [[πόδα]] τὸν ἀριστερὸν, καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβὰς Πολυδ. Ε΄, 23, πρβλ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29˙ ἴδε βαίνω ΙΙ. 4. V. Μεταβατ. ἐνεργείας, ἐν τῷ ἐνεργητ. μέλλ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, [[διδάσκω]] αὐτὸν πῶς ὑπάγῃ ἐμπρὸς, τίς [[τρόπος]] ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; «διδάξει» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 83.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-βαίνω, ep. ptc. praes. προβιβάς (alleen in nom. ) en προβιβῶν (alle vormen behalve nom. ); aor. imperat. πρόβᾱ, plur. πρόβᾱτε; causat. fut. 3 sing. Dor. προβᾱ́σει voortgaan, vooruit lopen:; κοῦφα ποσὶ προβιβάς lichtvoetig vooruitgaand, vooruit lopend Il. 13.158; ἄστρα προβέβηκε de sterren zijn al ver in hun baan Il. 10.252; met gen. voor iem. uitlopen:; πολὺ προβέβηκας ἁπάντων jij bent ver voor de anderen (in de slaglinie) uitgelopen Il. 6.125; perf. ook overdr. voor zijn, overtreffen:; ἴδμεν... ὅσον προβέβηκας ἁπάντων wij weten hoezeer u allen overtreft Il. 23.890; met acc. v. h. inw. obj..; οἵαν ὁδόν... προβαίνω wat een weg moet ik gaan Eur. Alc. 263; anders oortige acc. v. h. inw. obj..; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον ik kan de ene voet niet meer voor de andere krijgen Aristoph. Eccl. 161; Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβάς een Myceense laarsstap zettend Eur. Or. 1470; van tijd voortgaan, voorbijgaan:; ἡ νὺξ προβαίνει de nacht vordert Xen. An. 3.1.13; van pers.. οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ de mensen van gevorderde leeftijd Lys. 24.16 = οἱ προβεβηκότες Luc. 8.24. overdr. verdergaan, vervolgen:; προύβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; ben je nog verder gegaan dan dit? Aeschl. PV 247; met ἐπί + acc..; προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους doorgestoten tot de hoogste mate van durf Soph. Ant. 853; met εἰς + acc..; προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου ik zal verdergaan met mijn verhaal Hdt. 1.5.3; ποῖ προβήσεται λόγος waar zal het gesprek op uitdraaien? Eur. Hipp. 342; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν moge de rampspoed niet verdergaan dan hij nu al is Eur. Med. 907; ἐπιτάμνων προέβαινε ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς al snijdend ging hij verder van zijn onderbenen naar zijn bovenbenen Hdt. 6.75.3; onpers..; εἰς τοῦτο προβέβηκε νῦν ὥστε... het is nu zo ver gekomen dat... Plat. Lg. 839c; voortgang maken:. τοσοῦτόν γε προβεβήκαμεν ὥστε μὴ ζητεῖν we zijn in ieder geval zo ver gevorderd, dat we niet hoeven te zoeken Plat. Tht. 187a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj