Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προκαθίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] (s. [[καθίζω]]), ion. [[προκατίζω]], vorn od. davor niedersitzen, sich niederlassen, Il. 2, 463; draußen öffentliche Sitzung halten, Her. 1, 97; ἐς τὸν [[θρόνον]], 1, 14, u. so auch im med., προκατίζεσθαι εἰς τὸ [[προάστειον]], 5, 12, übh. = [[προκάθημαι]], z. B. τῆς Ἠπείρου, Pol. 20, 3, 3; u. med., 10, 49, 1, Luc. Pisc. 42, – transit. vorsetzen, τούτους ὡς ἐπὶ Τυῤῥηνίας προεκάθισαν, Pol. 2, 24, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] (s. [[καθίζω]]), ion. [[προκατίζω]], vorn od. davor niedersitzen, sich niederlassen, Il. 2, 463; draußen öffentliche Sitzung halten, Her. 1, 97; ἐς τὸν [[θρόνον]], 1, 14, u. so auch im med., προκατίζεσθαι εἰς τὸ [[προάστειον]], 5, 12, übh. = [[προκάθημαι]], z. B. τῆς Ἠπείρου, Pol. 20, 3, 3; u. med., 10, 49, 1, Luc. Pisc. 42, – transit. vorsetzen, τούτους ὡς ἐπὶ Τυῤῥηνίας προεκάθισαν, Pol. 2, 24, 6.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s'asseoir en avant, à la première place ; avoir la présidence de, gén.;<br /><b>2</b> s'asseoir <i>ou</i> siéger en public;<br /><i><b>Moy.</b></i> προκαθίζομαι venir s'établir en avant, <i>avec</i> [[ἐς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαθίζω''': Ἰων. -[[κατίζω]], ἐπὶ χηνῶν καὶ γεράνων, [[πέτομαι]] μικρὸν πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[ἔπειτα]] [[καθίζω]], Ἰλ. Β. 463. 2) [[καθέζομαι]] [[δημοσίᾳ]], ἐπισήμως, ἐς [[θρόνον]] Ἡρόδ. 1. 14., πρβλ. 97· ἐν τῇ βασιλείῳ ἕδρᾳ Ἡρῳδιαν. 1. 9· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προκατίζεσθαι ἐς τὸ [[προάστειον]] Ἡρόδ. 5. 12. 3) ἐγκαθίσταμαι ἐμπρός, ἐς τὸν Ἰσθμὸν [[αὐτόθι]] 6, 8· ἐπὶ τῆς διαβάσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. Ἀποσπ. 67· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστ. Προβλ. 26. 56, Πολύβ. 10. 49, 1. 4) μετὰ γεν., προΐσταμαι, τῆς Ἠπείρου ὁ αὐτ. 20. 3, 3· [[καθέζομαι]] εἰς θέσιν ἀνωτέραν, προτιμῶμαι, τινὸς Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 9. ΙΙ. μεταβ., τούτους μὲν ἀθροίσαντες ὡς ἐπὶ Τυρρηνίας προεκάθισαν Πολύβ. 2. 24, 6.
|lstext='''προκαθίζω''': Ἰων. -[[κατίζω]], ἐπὶ χηνῶν καὶ γεράνων, [[πέτομαι]] μικρὸν πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[ἔπειτα]] [[καθίζω]], Ἰλ. Β. 463. 2) [[καθέζομαι]] [[δημοσίᾳ]], ἐπισήμως, ἐς [[θρόνον]] Ἡρόδ. 1. 14., πρβλ. 97· ἐν τῇ βασιλείῳ ἕδρᾳ Ἡρῳδιαν. 1. 9· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προκατίζεσθαι ἐς τὸ [[προάστειον]] Ἡρόδ. 5. 12. 3) ἐγκαθίσταμαι ἐμπρός, ἐς τὸν Ἰσθμὸν [[αὐτόθι]] 6, 8· ἐπὶ τῆς διαβάσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. Ἀποσπ. 67· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστ. Προβλ. 26. 56, Πολύβ. 10. 49, 1. 4) μετὰ γεν., προΐσταμαι, τῆς Ἠπείρου ὁ αὐτ. 20. 3, 3· [[καθέζομαι]] εἰς θέσιν ἀνωτέραν, προτιμῶμαι, τινὸς Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 9. ΙΙ. μεταβ., τούτους μὲν ἀθροίσαντες ὡς ἐπὶ Τυρρηνίας προεκάθισαν Πολύβ. 2. 24, 6.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s'asseoir en avant, à la première place ; avoir la présidence de, gén.;<br /><b>2</b> s'asseoir <i>ou</i> siéger en public;<br /><i><b>Moy.</b></i> προκαθίζομαι venir s'établir en avant, <i>avec</i> [[ἐς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth