Anonymous

προμηθέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0734.png Seite 734]] dep. med., vorher sorgen, fürsorgen; bei Aesch. Prom. 381 l. d.; ἑωυτοῦ, für sich selbst sorgen, Her. 2, 172, wie Plat. Crit. 44 e, auch τον ἀδελφόν, den Bruder berücksichtigen oder achten, 9, 108; ὀρθῶς προμηθεῖ ίπὲρ ἐμοῦ, Plat. Prot. 316 c d; auch ὅτι ἡ [[στρατηγία]] κάλλιστα προμηθεῖται τά τε ἄλλα καὶ περὶ τὸ μέλλον ἔσεσθαι, Lach. 198 e; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0734.png Seite 734]] dep. med., vorher sorgen, fürsorgen; bei Aesch. Prom. 381 l. d.; ἑωυτοῦ, für sich selbst sorgen, Her. 2, 172, wie Plat. Crit. 44 e, auch τον ἀδελφόν, den Bruder berücksichtigen oder achten, 9, 108; ὀρθῶς προμηθεῖ ίπὲρ ἐμοῦ, Plat. Prot. 316 c d; auch ὅτι ἡ [[στρατηγία]] κάλλιστα προμηθεῖται τά τε ἄλλα καὶ περὶ τὸ μέλλον ἔσεσθαι, Lach. 198 e; Sp.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> προὐμηθήθην;<br />prendre d'avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. <i>ou</i> acc. ; προμηθεῖσθαι [[μή]] HDT veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προμηθέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι [[προμηθής]], [[φροντίζω]] [[προηγουμένως]], προνοῶ [[περί]] τινος, μετὰ γεν., πρ. [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― [[καθόλου]], [[προσέχω]], Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., [[ὅπως]] μή... Ἱππ. 813G, 831Η.
|lstext='''προμηθέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι [[προμηθής]], [[φροντίζω]] [[προηγουμένως]], προνοῶ [[περί]] τινος, μετὰ γεν., πρ. [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― [[καθόλου]], [[προσέχω]], Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., [[ὅπως]] μή... Ἱππ. 813G, 831Η.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> προὐμηθήθην;<br />prendre d'avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. <i>ou</i> acc. ; προμηθεῖσθαι [[μή]] HDT veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm