Anonymous

προγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] sp. Form -[[γίνομαι]] (s. [[γίγνομαι]]), vor, voran werden, d. i. vorwärts gehen od. kommen, οἱ δὲ [[τάχα]] προγένοντο, Il. 18, 525, sie kamen schnell hervor, zum Vorschein, H. h. 6, 7; [[ἄμυδις]] προγένοντο, sie gingen zusammen vorwärts, Hes. Sc. 345; – vorher, früher geschehen, früher sein, stattfinden, von der Zeit; οἱ προγεγονότες, die Vorfahren, Her. 2, 146. 7, 3; οἱ προγεγονότες ἡμῖν [[ἔμπροσθεν]] λόγοι, Plat. Legg. III, 699 e; – auch = vorgehen, höher stehen, πρό τινος, Phil. 39 d u. Folgde; – τὰ προγεγενημένα, Thuc. 1, 20; οἱ προγενόμενοι, die Früheren, im Ggstz von ὑπάρχοντες, Pol. 10, 17, 12 u. Sp.; [[κόπρον]] ἔπι προγένοιντο, zum Stall zurückkommen, Callim. 3, 178; Theocr. 24, 51; [[εἴσω]], Opp. Hal. 2, 103; Plut. u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] sp. Form -[[γίνομαι]] (s. [[γίγνομαι]]), vor, voran werden, d. i. vorwärts gehen od. kommen, οἱ δὲ [[τάχα]] προγένοντο, Il. 18, 525, sie kamen schnell hervor, zum Vorschein, H. h. 6, 7; [[ἄμυδις]] προγένοντο, sie gingen zusammen vorwärts, Hes. Sc. 345; – vorher, früher geschehen, früher sein, stattfinden, von der Zeit; οἱ προγεγονότες, die Vorfahren, Her. 2, 146. 7, 3; οἱ προγεγονότες ἡμῖν [[ἔμπροσθεν]] λόγοι, Plat. Legg. III, 699 e; – auch = vorgehen, höher stehen, πρό τινος, Phil. 39 d u. Folgde; – τὰ προγεγενημένα, Thuc. 1, 20; οἱ προγενόμενοι, die Früheren, im Ggstz von ὑπάρχοντες, Pol. 10, 17, 12 u. Sp.; [[κόπρον]] ἔπι προγένοιντο, zum Stall zurückkommen, Callim. 3, 178; Theocr. 24, 51; [[εἴσω]], Opp. Hal. 2, 103; Plut. u. A.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προγενήσομαι, <i>ao.2</i> προεγενόμην, <i>pf.</i> προγέγονα ; <i>pf. Pass.</i> προγεγένημαι;<br /><b>I.</b> <i>avec idée de lieu</i> se produire au jour, se montrer;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de temps</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> naître avant : [[οἱ]] προγεγονότες HDT, [[οἱ]] προγεγενημένοι XÉN ceux qui nous ont précédés, les ancêtres;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> se produire avant : τὰ προγεγενημένα THC les événements antérieurs, le passé.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προγίγνομαι''': παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. -[[γίνομαι]] [ῑ]˙ ― μέλλ. -γενήσομαι˙ ἀόρ. προὐγενόμην˙ πρκμ. προγέγονα καὶ -γεγένημαι˙ ἀποθ. Παραγίγνομαι, ἐμφανίζομαι, οἱ δὲ [[τάχα]] προγένοντο, Ἰλ. Σ. 525, Ὕμν. Ὁμ. 6. 7˙ [[ἄμυδις]] προγένοντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 345˙ [[ἐπανέρχομαι]], [[εἴσω]] πρ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 103 κόπρον ἔπι πρ., ἐπὶ τὴν ἔπαυλιν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 178. ΙΙ. γεννῶμαι πρότερον, [[ὑπάρχω]] [[προηγουμένως]], ἤν… προγεγονότες [[ἔωσι]] [[πρίν]]… Ἡρόδ. 7. 3˙ οἱ προγεγονότες θεοὶ ὁ αὐτ. 2. 146˙ οἱ πρ. ἄνθρωποι, οἱ προγενέστεροι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 10˙ οἱ προγεγενημένοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 24, κτλ.˙ οἱ προγενόμενοι, οἱ πρότερον ὑπάρξαντες, Πολύβ. 10. 17, 12. 2) ἐπὶ συμβεβηκότων καὶ τῶν τοιούτων, ταὐτά μοι προὐγεγόνει Πλάτ. Συμπ. 219Ε˙ τὰ προγεγενημένα, τὰ γενόμενα πρότερον, πράγματα παλαιά, Θουκ. 1. 20, κτλ.˙ τὰ προγεγονότα Ἱππ. 36. 4, κτλ.˙ προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροὶ Θουκ. 1. 1, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 255. 22˙ οἱ προγεγονότες ἡμῖν [[ἔμπροσθεν]] λόγοι Πλάτ. Νόμ. 699Ε˙ ― προγίγνεται τί τινος, συμβαίνει πρὸ ἑτέρου, Τίμ. Λοκ. 97Α, Πλάτ. Φίληβ. 39D.
|lstext='''προγίγνομαι''': παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. -[[γίνομαι]] [ῑ]˙ ― μέλλ. -γενήσομαι˙ ἀόρ. προὐγενόμην˙ πρκμ. προγέγονα καὶ -γεγένημαι˙ ἀποθ. Παραγίγνομαι, ἐμφανίζομαι, οἱ δὲ [[τάχα]] προγένοντο, Ἰλ. Σ. 525, Ὕμν. Ὁμ. 6. 7˙ [[ἄμυδις]] προγένοντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 345˙ [[ἐπανέρχομαι]], [[εἴσω]] πρ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 103 κόπρον ἔπι πρ., ἐπὶ τὴν ἔπαυλιν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 178. ΙΙ. γεννῶμαι πρότερον, [[ὑπάρχω]] [[προηγουμένως]], ἤν… προγεγονότες [[ἔωσι]] [[πρίν]]… Ἡρόδ. 7. 3˙ οἱ προγεγονότες θεοὶ ὁ αὐτ. 2. 146˙ οἱ πρ. ἄνθρωποι, οἱ προγενέστεροι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 10˙ οἱ προγεγενημένοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 24, κτλ.˙ οἱ προγενόμενοι, οἱ πρότερον ὑπάρξαντες, Πολύβ. 10. 17, 12. 2) ἐπὶ συμβεβηκότων καὶ τῶν τοιούτων, ταὐτά μοι προὐγεγόνει Πλάτ. Συμπ. 219Ε˙ τὰ προγεγενημένα, τὰ γενόμενα πρότερον, πράγματα παλαιά, Θουκ. 1. 20, κτλ.˙ τὰ προγεγονότα Ἱππ. 36. 4, κτλ.˙ προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροὶ Θουκ. 1. 1, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 255. 22˙ οἱ προγεγονότες ἡμῖν [[ἔμπροσθεν]] λόγοι Πλάτ. Νόμ. 699Ε˙ ― προγίγνεται τί τινος, συμβαίνει πρὸ ἑτέρου, Τίμ. Λοκ. 97Α, Πλάτ. Φίληβ. 39D.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προγενήσομαι, <i>ao.2</i> προεγενόμην, <i>pf.</i> προγέγονα ; <i>pf. Pass.</i> προγεγένημαι;<br /><b>I.</b> <i>avec idée de lieu</i> se produire au jour, se montrer;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de temps</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> naître avant : [[οἱ]] προγεγονότες HDT, [[οἱ]] προγεγενημένοι XÉN ceux qui nous ont précédés, les ancêtres;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> se produire avant : τὰ προγεγενημένα THC les événements antérieurs, le passé.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth