3,270,706
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> προγενήσομαι, <i>ao.2</i> προεγενόμην, <i>pf.</i> προγέγονα ; <i>pf. Pass.</i> προγεγένημαι;<br /><b>I.</b> <i>avec idée de lieu</i> se produire au jour, se montrer;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de temps</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> naître avant : [[οἱ]] προγεγονότες HDT, [[οἱ]] προγεγενημένοι XÉN ceux qui nous ont précédés, les ancêtres;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> se produire avant : τὰ προγεγενημένα THC les événements antérieurs, le passé.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γίγνομαι]]. | |btext=<i>f.</i> προγενήσομαι, <i>ao.2</i> προεγενόμην, <i>pf.</i> προγέγονα ; <i>pf. Pass.</i> προγεγένημαι;<br /><b>I.</b> <i>avec idée de lieu</i> se produire au jour, se montrer;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de temps</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> naître avant : [[οἱ]] προγεγονότες HDT, [[οἱ]] προγεγενημένοι XÉN ceux qui nous ont précédés, les ancêtres;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> se produire avant : τὰ προγεγενημένα THC les événements antérieurs, le passé.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προ-γίγνομαι, Ion. en later προγίνομαι, ptc. aor. προγενάμενος, ep. aor. 3 plur. προγένοντο; plqperf. προυγεγόνειν en προ(ε)γεγόνειν, med.-pass. προυγεγενήμην tevoorschijn komen:. οἱ δὲ τάχα προγένοντο zij kwamen snel in zicht Il. 18.525. eerder ontstaan:; αἱ διὰ τῆς ψυχῆς ἡδοναὶ πρὸ τῶν διὰ τοῦ σώματος προγίγνοιντ’ ἄν de geestelijke genoegens kunnen best eerder ontstaan dan de lichamelijke Plat. Phlb. 39d; meestal perf. προγέγονα vroeger geleefd hebben:; οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι de mensen die vroeger geleefd hebben Xen. Mem. 4.8.10; ptc. subst.. οἱ προγεγενημένοι de voorvaderen Xen. Cyr. 8.7.24. eerder gebeuren, meestal perf.:; ταῦτά τε γάρ μοι ἅπαντα προυγεγόνει al die dingen zijn me namelijk vroeger overkomen Plat. Smp. 219e; τὰ προγεγονότα ἁμαρτήματα de zonden die in het verleden zijn begaan NT Rom. 3.25; ptc. subst.. τὰ προγεγονότα de vroegere gebeurtenissen Hp. Prog. 1; τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων de berichten over wat vroeger is gebeurd Thuc. 1.20.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προγίγνομαι:''' ион. προγίνομαι (γῑ) (fut. προγενήσομαι, aor. 2 προεγενόμην, pf. προγέγονα; pf. pass. προγεγένημαι)<br /><b class="num">1)</b> [[являться раньше]], [[случаться прежде]], [[предшествовать]] ([[πρό]] τινος Plat.; οἱ προγεγονότες [[ἡμῖν]] [[ἔμπροσθεν]] λόγοι Plat.): τὰ προγεγενημένα Thuc. события прошлого, прошлое;<br /><b class="num">2)</b> [[рождаться раньше]]: οἱ προγεγονότες Her., Xen., οἱ προγεγενημένοι Xen. и οἱ προγενόμενοι Polyb. предшественники или предки;<br /><b class="num">3)</b> [[выходить вперед]], [[являться]], [[показываться]] (οἱ δὲ [[τάχα]] προγένοντο Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''προγίγνομαι:''' Ιων. και [[έπειτα]] -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-προὐγενόμην</i>, παρακ. <i>προγέγονα</i> και -[[γεγένημαι]], αποθ.<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]], [[τάχα]] προγένοντο, εμφανίστηκαν [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έχω γεννηθεί πιο [[πριν]], [[υπάρχω]] από [[προηγουμένως]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ προγεγονότες θεοί</i>, στον ίδ.· <i>οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι</i>, οι παλαιότερα γεννημένοι άνθρωποι και <i>οἱ προγεγενημένοι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γεγονότα και άλλα παρόμοια, <i>ταῦτά μοι προὐγεγόνει</i>, σε Πλάτ.· <i>τὰ προγεγενημένα</i>, γεγονότα του παρελθόντος, σε Θουκ.· <i>προγεγενημένοι πόλεμοι</i>, <i>καιροί</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''προγίγνομαι:''' Ιων. και [[έπειτα]] -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-προὐγενόμην</i>, παρακ. <i>προγέγονα</i> και -[[γεγένημαι]], αποθ.<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]], [[τάχα]] προγένοντο, εμφανίστηκαν [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έχω γεννηθεί πιο [[πριν]], [[υπάρχω]] από [[προηγουμένως]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ προγεγονότες θεοί</i>, στον ίδ.· <i>οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι</i>, οι παλαιότερα γεννημένοι άνθρωποι και <i>οἱ προγεγενημένοι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γεγονότα και άλλα παρόμοια, <i>ταῦτά μοι προὐγεγόνει</i>, σε Πλάτ.· <i>τὰ προγεγενημένα</i>, γεγονότα του παρελθόντος, σε Θουκ.· <i>προγεγενημένοι πόλεμοι</i>, <i>καιροί</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προγίγνομαι''': παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. -[[γίνομαι]] [ῑ]˙ ― μέλλ. -γενήσομαι˙ ἀόρ. προὐγενόμην˙ πρκμ. προγέγονα καὶ -γεγένημαι˙ ἀποθ. Παραγίγνομαι, ἐμφανίζομαι, οἱ δὲ [[τάχα]] προγένοντο, Ἰλ. Σ. 525, Ὕμν. Ὁμ. 6. 7˙ [[ἄμυδις]] προγένοντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 345˙ [[ἐπανέρχομαι]], [[εἴσω]] πρ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 103 κόπρον ἔπι πρ., ἐπὶ τὴν ἔπαυλιν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 178. ΙΙ. γεννῶμαι πρότερον, [[ὑπάρχω]] [[προηγουμένως]], ἤν… προγεγονότες [[ἔωσι]] [[πρίν]]… Ἡρόδ. 7. 3˙ οἱ προγεγονότες θεοὶ ὁ αὐτ. 2. 146˙ οἱ πρ. ἄνθρωποι, οἱ προγενέστεροι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 10˙ οἱ προγεγενημένοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 24, κτλ.˙ οἱ προγενόμενοι, οἱ πρότερον ὑπάρξαντες, Πολύβ. 10. 17, 12. 2) ἐπὶ συμβεβηκότων καὶ τῶν τοιούτων, ταὐτά μοι προὐγεγόνει Πλάτ. Συμπ. 219Ε˙ τὰ προγεγενημένα, τὰ γενόμενα πρότερον, πράγματα παλαιά, Θουκ. 1. 20, κτλ.˙ τὰ προγεγονότα Ἱππ. 36. 4, κτλ.˙ προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροὶ Θουκ. 1. 1, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 255. 22˙ οἱ προγεγονότες ἡμῖν [[ἔμπροσθεν]] λόγοι Πλάτ. Νόμ. 699Ε˙ ― προγίγνεται τί τινος, συμβαίνει πρὸ ἑτέρου, Τίμ. Λοκ. 97Α, Πλάτ. Φίληβ. 39D. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ionic and [[later]] -[[γίνομαι]] fut. -[[γενήσομαι]] aor2 -προὐγενόμην perf. προγέγονα and -[[γεγένημαι]]<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[come]] forwards, [[τάχα]] προγένοντο [[quickly]] they came in [[sight]], Il.<br /><b class="num">II.</b> to be [[born]] [[before]], [[exist]] [[before]], Hdt.; οἱ προγεγονότες θεοί Hdt.; οἱ πρ. ἄνθρωποι [[former]] men, and οἱ προγεγενημένοι Xen.<br /><b class="num">2.</b> of events and the like, ταῦτά μοι προὐγεγόνει Plat.; τὰ προγεγενημένα things of old [[time]], Thuc.; προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροί Thuc. | |mdlsjtxt=ionic and [[later]] -[[γίνομαι]] fut. -[[γενήσομαι]] aor2 -προὐγενόμην perf. προγέγονα and -[[γεγένημαι]]<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[come]] forwards, [[τάχα]] προγένοντο [[quickly]] they came in [[sight]], Il.<br /><b class="num">II.</b> to be [[born]] [[before]], [[exist]] [[before]], Hdt.; οἱ προγεγονότες θεοί Hdt.; οἱ πρ. ἄνθρωποι [[former]] men, and οἱ προγεγενημένοι Xen.<br /><b class="num">2.</b> of events and the like, ταῦτά μοι προὐγεγόνει Plat.; τὰ προγεγενημένα things of old [[time]], Thuc.; προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροί Thuc. | ||
}} | }} |