Anonymous

προσκαρτερέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] wobei beharren, ausdauern, emsig wobei sein, bleiben, τινί, z. B. τῇ πολιορκίᾳ, Pol. 1, 55, 4; auch von Personen, Jemandem anhangen, bei ihm aushalten, 24, 5, 3, wie Dem. θεραπαίνας τὰς Νεαίρᾳ [[τότε]] προσκαρτερούσας, 59, 120; τὸ [[πλῆθος]] τοῦ προσκαρτερουμένου χρόνου die Länge der darauf mit anhaltendem Fleiße verwandten Zeit, D. Sic. 2, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] wobei beharren, ausdauern, emsig wobei sein, bleiben, τινί, z. B. τῇ πολιορκίᾳ, Pol. 1, 55, 4; auch von Personen, Jemandem anhangen, bei ihm aushalten, 24, 5, 3, wie Dem. θεραπαίνας τὰς Νεαίρᾳ [[τότε]] προσκαρτερούσας, 59, 120; τὸ [[πλῆθος]] τοῦ προσκαρτερουμένου χρόνου die Länge der darauf mit anhaltendem Fleiße verwandten Zeit, D. Sic. 2, 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />persévérer dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καρτερέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκαρτερέω''': [[ἐπιμένω]] μετὰ καρτερίας, ἐξακολουθῶ τι μετ’ ἄκρας ἐπιμονῆς, τῇ πολιορκίᾳ Πολύβ. 1. 55, 4, Διόδ. 14. 87· τῆ προσευχῇ Πράξ. Ἀποστ. αϳ, 14· ― ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14. 2) εἶμαι σταθερῶς προσκεκολλημένος εἴς τινα ἄνθρωπον, εἶμαι πιστότατος αὐτῷ τινι Δημ. 1386. 6, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 3. 3) Παθ., ὁ προσκαρτερούμενος [[χρόνος]], ὃν ἐπιμελῶς τις μεταχειρίζεται, Διόδ. 2. 29.
|lstext='''προσκαρτερέω''': [[ἐπιμένω]] μετὰ καρτερίας, ἐξακολουθῶ τι μετ’ ἄκρας ἐπιμονῆς, τῇ πολιορκίᾳ Πολύβ. 1. 55, 4, Διόδ. 14. 87· τῆ προσευχῇ Πράξ. Ἀποστ. αϳ, 14· ― ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14. 2) εἶμαι σταθερῶς προσκεκολλημένος εἴς τινα ἄνθρωπον, εἶμαι πιστότατος αὐτῷ τινι Δημ. 1386. 6, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 3. 3) Παθ., ὁ προσκαρτερούμενος [[χρόνος]], ὃν ἐπιμελῶς τις μεταχειρίζεται, Διόδ. 2. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />persévérer dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καρτερέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR