Anonymous

προσκαίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] (s. [[καίω]]), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] (s. [[καίω]]), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσκαύσω, <i>ao.</i> προσέκηα, <i>pf.</i> προσκέκαυκα ; <i>pf. Pass.</i> προσκέκαυμαι, <i>etc.</i><br />faire cuire, faire chauffer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκαίω''': Ἀττικ. -άω· μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] [[προσέτι]], [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· [[ὄψον]] προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23.
|lstext='''προσκαίω''': Ἀττικ. -άω· μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] [[προσέτι]], [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· [[ὄψον]] προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσκαύσω, <i>ao.</i> προσέκηα, <i>pf.</i> προσκέκαυκα ; <i>pf. Pass.</i> προσκέκαυμαι, <i>etc.</i><br />faire cuire, faire chauffer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml