προσκαίω

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαίω Medium diacritics: προσκαίω Low diacritics: προσκαίω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΙΩ
Transliteration A: proskaíō Transliteration B: proskaiō Transliteration C: proskaio Beta Code: proskai/w

English (LSJ)

Att. προσκάω: aor. προσέκαυσα Ar.V.828:—set on fire or burn besides, l.c.; [τὰ ἑψόμενα] Arist.GA767a20; τὴν δᾷδα Thphr. HP9.3.4; ὄψον προσκέκαυκε Alex.124.3:—Pass., σκεύη προσκεκαυμένα = pots burnt at the fire, Ar.V.939 (nisi leg. προσκεκλημένα), cf. Arist.Mete. 381a27: metaph., to be in love with . ., ἰσχυρῶς προσεκαύθη X.Smp.4.23.

German (Pape)

[Seite 767] (s. καίω), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. προσκαύσω, ao. προσέκηα, pf. προσκέκαυκα ; pf. Pass. προσκέκαυμαι, etc.
faire cuire, faire chauffer.
Étymologie: πρός, καίω.

Russian (Dvoretsky)

προσκαίω: атт. προσκάω
1 обжигать (τὴν χύτραν Arph.);
2 пережаривать, давать пригореть (τὰ ἑψόμενα Arst.; τοὖψον Plut.);
3 воспламенять, жечь: προσκοίεσθαί τινι Xen. гореть любовью к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαίω: Ἀττικ. -άω· μέλλ. -καύσω, καίω προσέτι, [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· ὄψον προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος πρός τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προσκάω Α καίω
1. αναφλέγω, καίω επί πλέον («ἐν τοῖς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῖον πῡρ», Αριστοτ.)
2. φρ. «προσκαίομαί τινι»
μτφ. διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ τότε ἰσχυρῶς προσεκαύθη», Ξεν.).

Greek Monotonic

προσκαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω· ρίχνω στη φωτιά ή καίω επιπλέον — Παθ., σκεύηπροσκεκαυμένα, που κάηκαν στη φωτιά, «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. προσκαίεσθαί τινι, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.

Middle Liddell

Attic -κάω fut. -καύσω
to set on fire or burn besides:—Pass., σκεύη προσκεκαυμένα pots burnt at the fire, Ar.: metaph., προσκαίεσθαί τινι to be in love with . ., Xen.