Anonymous

προληπτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proliptikos
|Transliteration C=proliptikos
|Beta Code=prolhptiko/s
|Beta Code=prolhptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[anticipative]], κίνησις Plu. 2.427e; σχῆμα Anon.<span class="title">Fig.</span>p.158 S.; <b class="b3">χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος</b> Vett. Val.244.31. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>35</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>10.22</span>: Comp. <b class="b3">-ώτερον</b> [[prematurely]], ib.<span class="bibl">47.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[by way of]] πρόληψις <span class="bibl">1.1</span>, opp. [[δοξαστικῶς]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.14</span> J. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., of intermittent fevers, [[coming before the time]], Gal.7.359. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.361.</span>
|Definition=προληπτική, προληπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[anticipative]], κίνησις Plu. 2.427e; σχῆμα Anon.''Fig.''p.158 S.; <b class="b3">χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος</b> Vett. Val.244.31. Adv. [[προληπτικῶς]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''35, A.D.''Pron.''10.22: Comp. προληπτικώτερον [[prematurely]], ib.47.10.<br><span class="bld">2</span> Adv. [[προληπτικῶς]] = [[by way of]] πρόληψις 1.1, opp. [[δοξαστικῶς]], Phld.''Oec.''p.14 J.<br><span class="bld">II</span> Medic., of intermittent fevers, [[coming before the time]], Gal.7.359. Adv. [[προληπτικῶς]] ib.361.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui anticipe.<br />'''Étymologie:''' [[προλαμβάνω]].
|btext=ή, όν :<br />[[qui anticipe]].<br />'''Étymologie:''' [[προλαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προληπτικός:''' [[предвосхищающий]] ([[κίνησις]] ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προληπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί [[κάτι]] (α. «πήραν προληπτικά [[μέτρα]] για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική [[λογοκρισία]]» — [[λογοκρισία]] που επιβάλλεται [[πριν]] από [[δημοσίευση]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προλήψεις, ο [[δεισιδαίμονας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προληπτικό</i><br />[[μέτρο]] ή [[μέσο]] με το οποίο προλαμβάνεται η [[εκδήλωση]] ενός κακού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[κατηγορούμενο]] το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το [[αποτέλεσμα]] μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική [[πρόταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα<br /><b>2.</b> (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) <i>προληπτικώτερον</i><br />πρόωρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προληπτικώς</i> / <i>προληπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προληπτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προληπτικό.
|mltxt=-ή, -ό / [[προληπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί [[κάτι]] (α. «πήραν προληπτικά [[μέτρα]] για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική [[λογοκρισία]]» — [[λογοκρισία]] που επιβάλλεται [[πριν]] από [[δημοσίευση]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προλήψεις, ο [[δεισιδαίμονας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προληπτικό</i><br />[[μέτρο]] ή [[μέσο]] με το οποίο προλαμβάνεται η [[εκδήλωση]] ενός κακού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[κατηγορούμενο]] το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το [[αποτέλεσμα]] μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική [[πρόταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα<br /><b>2.</b> (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) <i>προληπτικώτερον</i><br />πρόωρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προληπτικώς</i> / <i>προληπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προληπτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προληπτικό.
}}
{{elru
|elrutext='''προληπτικός:''' [[предвосхищающий]] ([[κίνησις]] ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.).
}}
}}