Anonymous

προχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] vorwärtsgehen, fortschreiten, Her. 7, 50, 2; vorrücken, πρὸς ἐμὴν χεῖρα, Soph. Phil. 148; προκεχωρηκότες [[ἄπωθεν]] τῆς Ὄλπης, Thuc. 3, 111; εἰς τὴν χώραν, 2, 12; προχωρεῖ ὁ [[πότος]], Xen. An. 7, 3, 26; προχωρεῖ γὰρ καὶ οὐ μένει, Plat. Phil. 24 d; νῦν σοι προχωρεῖ δαιμόνων [[κατάστασις]], Eur. Phoen. 1272; Fortgang haben, von Statten gehen, gedeihen, Her. 1, 84. 5, 62. 8, 102; [[οὕτως]] [[στάσις]] προὐχώρησε, Thuc. 3, 82; τὸ [[ἔργον]] προὐχώρησε, 8, 68, u. öfter; τοῦ ἔργου προχωρήσαντος, Hdn. 7, 5, 1, u. oft, bes. κατὰ γνώμην; so τὰ νῦν προχωρήσαντα, Thuc. 4, 18; auch [[ἱερά]], fallen günstig aus, Xen. An. 6, 2, 21 (aber ib. 1, 9, 13 ἔχοντι ὅτι προχωροίη ist nach Krüger = er hat einen Grund, warum er reis't; nach Andern = mit sich führend, was ihm beliebt); dah. imperson. ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε, da es ihm mit der List nicht gelang, Her. 1, 205; ὡς οὐ προὐχώρει αὐτῷ, Thuc. 1, 109, vgl. 2, 56; Plat. Conv. 220 c; ὁπόσα σοι προχωρεῖ, so viel du kannst, Xen. Cyr. 3, 2, 29; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ, 1, 2, 4, wenn es Jedem seine Zeit und Geschäfte erlauben, u. öfter; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, sc. τῶν πραγμάτων, Hell. 5, 3, 27; vgl. προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων, als ihre Macht zu einem hohen Grade gediehen war, Thuc. 1, 16; κατὰ λόγον προχωρεῖ σφίσι τὰ πράγματα, Pol. 1, 20, 3, u. A.; seltener im schlimmen Sinne, παρὰ δόξαν αὐτοῖς προχωρούντων τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 29, 1; ὥςπερ γὰρ ἐν πόλει νομίσματος προχωροῦντος, S. Emp. adv. gramm. 178, die Münze kursirt, hat Geltung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] vorwärtsgehen, fortschreiten, Her. 7, 50, 2; vorrücken, πρὸς ἐμὴν χεῖρα, Soph. Phil. 148; προκεχωρηκότες [[ἄπωθεν]] τῆς Ὄλπης, Thuc. 3, 111; εἰς τὴν χώραν, 2, 12; προχωρεῖ ὁ [[πότος]], Xen. An. 7, 3, 26; προχωρεῖ γὰρ καὶ οὐ μένει, Plat. Phil. 24 d; νῦν σοι προχωρεῖ δαιμόνων [[κατάστασις]], Eur. Phoen. 1272; Fortgang haben, von Statten gehen, gedeihen, Her. 1, 84. 5, 62. 8, 102; [[οὕτως]] [[στάσις]] προὐχώρησε, Thuc. 3, 82; τὸ [[ἔργον]] προὐχώρησε, 8, 68, u. öfter; τοῦ ἔργου προχωρήσαντος, Hdn. 7, 5, 1, u. oft, bes. κατὰ γνώμην; so τὰ νῦν προχωρήσαντα, Thuc. 4, 18; auch [[ἱερά]], fallen günstig aus, Xen. An. 6, 2, 21 (aber ib. 1, 9, 13 ἔχοντι ὅτι προχωροίη ist nach Krüger = er hat einen Grund, warum er reis't; nach Andern = mit sich führend, was ihm beliebt); dah. imperson. ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε, da es ihm mit der List nicht gelang, Her. 1, 205; ὡς οὐ προὐχώρει αὐτῷ, Thuc. 1, 109, vgl. 2, 56; Plat. Conv. 220 c; ὁπόσα σοι προχωρεῖ, so viel du kannst, Xen. Cyr. 3, 2, 29; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ, 1, 2, 4, wenn es Jedem seine Zeit und Geschäfte erlauben, u. öfter; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, sc. τῶν πραγμάτων, Hell. 5, 3, 27; vgl. προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων, als ihre Macht zu einem hohen Grade gediehen war, Thuc. 1, 16; κατὰ λόγον προχωρεῖ σφίσι τὰ πράγματα, Pol. 1, 20, 3, u. A.; seltener im schlimmen Sinne, παρὰ δόξαν αὐτοῖς προχωρούντων τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 29, 1; ὥςπερ γὰρ ἐν πόλει νομίσματος προχωροῦντος, S. Emp. adv. gramm. 178, die Münze kursirt, hat Geltung.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> s'avancer, s'approcher ; <i>en parl. du temps</i> s'avancer, s'écouler, passer;<br /><b>II.</b> avancer, faire des progrès : [[οὕτως]] ὠμὴ [[στάσις]] [[προὐχώρησε]] THC tant la sédition fut atroce ; προχωρεῖν ἐπὶ [[μέγα]] LUC faire de grands progrès ; [[εἴς]] [[τι]] [[δυνάμιος]] HDT parvenir à un certain degré de puissance ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> prospérer, réussir : τὰ ἱερὰ προχωρεῖ XÉN les sacrifices sont favorables : ἢν μὴ προχωρήσῃ ἑκάστῳ avec l'inf. THC s'il n’est pas possible à chacun de ; • <i>impers.</i> [[ὥς]] [[οἱ]] δόλῳ [[οὐ]] προεχώρεε HDT comme la ruse ne lui réussissait pas ; <i>abs. au part.</i> : προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις XÉN les affaires marchant bien pour les Lacédémoniens;<br /><b>2</b> convenir : ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ XÉN quand cela convient à chacun.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προχωρέω''': χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, πρὸς ἐμὴν χεῖρα προχωρῶν, πρὸς τὸ [[μέρος]] [[ὅπου]] σε ὁδηγεῖ ἡ [[χείρ]] μου, Σοφ. Φιλ. 148, κτλ.· ἐπὶ στρατευμάτων, Θουκ. 2. 12., 3. 111, κτλ.· πρ. καὶ οὐ μένει Πλάτ. Φίληβ. 24D· ἐπὶ περιττωμάτων, ἐκκενοῦμαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 6· [[οἶκος]] εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, τετραμμένος πρὸς βορρᾶν, Λατ. vergens ad..., Λουκ. Ἱππ. 7· ― ἐπὶ χρόνου, τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Ξενοφ. Κύρ. 8. 7, 1, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 2. 2, 3, κτλ.· οὕτω, προὐχώρει ὁ [[πότος]] Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 15. 2· ― ἐπὶ νομισμάτων, κυκλοφορῶ, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πολιτειῶν, πολέμων, ἐπιχειρήσεων, κτλ., [[προβαίνω]], προχωρῶ, [[φθάνω]], [[συχνάκις]] μετ’ ἄλλης τινὸς λέξεως δηλούσης καλὴν ἢ κακὴν ἔκβασιν, δόξας εὖ προχωρῆσαι [[δόμος]] Εὐρ. Ἡρακλ. 486 τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμενος προκεχωρήκεε Ἡρόδ. 7. 50, 2· προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Θουκ. 1. 16· [[οὕτως]] ὠμὴ πρ. ἡ [[στάσις]] ὁ αὐτ. 3. 81· αὐτῷ πρ. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο ὁ αὐτ. 1. 74· τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 1, πρβλ. 7. 2, 1, Κύρ. 2. 3, 16· ― ἀπολ., πηγαίνω καλά, εὐτυχῶ, οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε ἔσται Ἡρόδ. 8. 108· ἐπεί τέ σφι... οὐ προεχώρεε ἡ [[κάτοδος]] ὁ αὐτ. 5. 62, πρβλ. 7. 50, 2· τὸ [[ἔργον]] πρ. Θουκ. 8. 68· τὰ [[πλείω]] αὐτοῖς προκεχωρήκει ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 6, 103· τὰ νῦν προχωρήσαντα, αἱ παροῦσαι ἐπιτυχίαι ὑμῶν, ὁ αὐτ. 4. 18· ἐπὶ οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὰ [[διαβατήρια]] αὐτοῖς οὐ πρ. ὁ αὐτ. 5. 54· [[ἴσως]] ἂν τὰ ἱερὰ [[μᾶλλον]] προχωροίη ἡμῖν Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 21· ― σπανίως ἐπὶ ἀποτυχίας, παρὰ δόξαν αὐτοῖς πρ. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 5. 29, 1· τὸ δ’ εἰς [[τοὐναντίον]] πρ. Λουκ. Ἀλέξ. 36 ([[ἔνθα]] ὁ Cobet περιεχώρει). 2) ἀπροσ., προχωρεῖ μοι, «πάει καλὰ ἡ δουλειά», [[ἐπιτυγχάνω]], συνήθως μετ’ ἀρνήσ., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρει, ὅτε δὲν ἠδύνατο νὰ ἐπιτύχῃ διὰ δόλου, Ἡρόδ. 1. 205, πρβλ. 81, Θουκ. 1. 109, κτλ.· οὐ προὐχώρει, ᾗ προσεδέχοντο, τὰ πράγματα δὲν ἀπέβαινον ἐπιτυχῶς καθὼς περιέμενον, Θουκ. 3. 18· μετ’ ἀπαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ... ἑκάστῳ... ἀπελθεῖν, ἂν δὲν [[εἶναι]] δυνατόν..., ὁ αὐτ. 4. 59· ῥίψαντες ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (ἐξυπακ. ῥίψαι)... Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12· οὕτω, ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ πρ. Ξενοφ. Κύρ. 1. 2, 4· ὁπόσα σοι προχωρεῖ, ὅσα σοι [[εἶναι]] εὔκολον, ὁ αὐτ. 3. 2, 29, πρβλ. Schneid. An. 1. 9, 13· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, ὅτε τὰ πράγματα εἶχον προχωρήσῃ [[καλῶς]] δι’ αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 3, 27. 3) μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, [[προβαίνω]], προχωρῶ, ἐπὶ μέγα πρ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12, 2· ἐπὶ ὑπερβολῆς, ἐς πᾶν τροφῆς πρ. Δίων Κ. 39, 37, πρβλ. 48. 1· ἐς τοῦτο [[ὥστε]]…, ὁ αὐτ. 73. 3· εἰς τοσοῦτον μανίας, ὡς…, Ἡρῳδιαν. 1. 15. ΙΙΙ. προχωρῶ, [[προβαίνω]], [[ὅπως]] λαλήσω, προκεχωρηκότα ([[ἔνθα]] νῦν προκεχειρικότα) τῶν ἄλλων Δείναρχ. κατὰ Φιλοκλ. 110 (14).
|lstext='''προχωρέω''': χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, πρὸς ἐμὴν χεῖρα προχωρῶν, πρὸς τὸ [[μέρος]] [[ὅπου]] σε ὁδηγεῖ ἡ [[χείρ]] μου, Σοφ. Φιλ. 148, κτλ.· ἐπὶ στρατευμάτων, Θουκ. 2. 12., 3. 111, κτλ.· πρ. καὶ οὐ μένει Πλάτ. Φίληβ. 24D· ἐπὶ περιττωμάτων, ἐκκενοῦμαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 6· [[οἶκος]] εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, τετραμμένος πρὸς βορρᾶν, Λατ. vergens ad..., Λουκ. Ἱππ. 7· ― ἐπὶ χρόνου, τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Ξενοφ. Κύρ. 8. 7, 1, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 2. 2, 3, κτλ.· οὕτω, προὐχώρει ὁ [[πότος]] Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 15. 2· ― ἐπὶ νομισμάτων, κυκλοφορῶ, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πολιτειῶν, πολέμων, ἐπιχειρήσεων, κτλ., [[προβαίνω]], προχωρῶ, [[φθάνω]], [[συχνάκις]] μετ’ ἄλλης τινὸς λέξεως δηλούσης καλὴν ἢ κακὴν ἔκβασιν, δόξας εὖ προχωρῆσαι [[δόμος]] Εὐρ. Ἡρακλ. 486 τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμενος προκεχωρήκεε Ἡρόδ. 7. 50, 2· προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Θουκ. 1. 16· [[οὕτως]] ὠμὴ πρ. ἡ [[στάσις]] ὁ αὐτ. 3. 81· αὐτῷ πρ. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο ὁ αὐτ. 1. 74· τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 1, πρβλ. 7. 2, 1, Κύρ. 2. 3, 16· ― ἀπολ., πηγαίνω καλά, εὐτυχῶ, οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε ἔσται Ἡρόδ. 8. 108· ἐπεί τέ σφι... οὐ προεχώρεε ἡ [[κάτοδος]] ὁ αὐτ. 5. 62, πρβλ. 7. 50, 2· τὸ [[ἔργον]] πρ. Θουκ. 8. 68· τὰ [[πλείω]] αὐτοῖς προκεχωρήκει ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 6, 103· τὰ νῦν προχωρήσαντα, αἱ παροῦσαι ἐπιτυχίαι ὑμῶν, ὁ αὐτ. 4. 18· ἐπὶ οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὰ [[διαβατήρια]] αὐτοῖς οὐ πρ. ὁ αὐτ. 5. 54· [[ἴσως]] ἂν τὰ ἱερὰ [[μᾶλλον]] προχωροίη ἡμῖν Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 21· ― σπανίως ἐπὶ ἀποτυχίας, παρὰ δόξαν αὐτοῖς πρ. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 5. 29, 1· τὸ δ’ εἰς [[τοὐναντίον]] πρ. Λουκ. Ἀλέξ. 36 ([[ἔνθα]] ὁ Cobet περιεχώρει). 2) ἀπροσ., προχωρεῖ μοι, «πάει καλὰ ἡ δουλειά», [[ἐπιτυγχάνω]], συνήθως μετ’ ἀρνήσ., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρει, ὅτε δὲν ἠδύνατο νὰ ἐπιτύχῃ διὰ δόλου, Ἡρόδ. 1. 205, πρβλ. 81, Θουκ. 1. 109, κτλ.· οὐ προὐχώρει, ᾗ προσεδέχοντο, τὰ πράγματα δὲν ἀπέβαινον ἐπιτυχῶς καθὼς περιέμενον, Θουκ. 3. 18· μετ’ ἀπαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ... ἑκάστῳ... ἀπελθεῖν, ἂν δὲν [[εἶναι]] δυνατόν..., ὁ αὐτ. 4. 59· ῥίψαντες ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (ἐξυπακ. ῥίψαι)... Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12· οὕτω, ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ πρ. Ξενοφ. Κύρ. 1. 2, 4· ὁπόσα σοι προχωρεῖ, ὅσα σοι [[εἶναι]] εὔκολον, ὁ αὐτ. 3. 2, 29, πρβλ. Schneid. An. 1. 9, 13· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, ὅτε τὰ πράγματα εἶχον προχωρήσῃ [[καλῶς]] δι’ αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 3, 27. 3) μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, [[προβαίνω]], προχωρῶ, ἐπὶ μέγα πρ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12, 2· ἐπὶ ὑπερβολῆς, ἐς πᾶν τροφῆς πρ. Δίων Κ. 39, 37, πρβλ. 48. 1· ἐς τοῦτο [[ὥστε]]…, ὁ αὐτ. 73. 3· εἰς τοσοῦτον μανίας, ὡς…, Ἡρῳδιαν. 1. 15. ΙΙΙ. προχωρῶ, [[προβαίνω]], [[ὅπως]] λαλήσω, προκεχωρηκότα ([[ἔνθα]] νῦν προκεχειρικότα) τῶν ἄλλων Δείναρχ. κατὰ Φιλοκλ. 110 (14).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> s'avancer, s'approcher ; <i>en parl. du temps</i> s'avancer, s'écouler, passer;<br /><b>II.</b> avancer, faire des progrès : [[οὕτως]] ὠμὴ [[στάσις]] [[προὐχώρησε]] THC tant la sédition fut atroce ; προχωρεῖν ἐπὶ [[μέγα]] LUC faire de grands progrès ; [[εἴς]] [[τι]] [[δυνάμιος]] HDT parvenir à un certain degré de puissance ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> prospérer, réussir : τὰ ἱερὰ προχωρεῖ XÉN les sacrifices sont favorables : ἢν μὴ προχωρήσῃ ἑκάστῳ avec l'inf. THC s'il n’est pas possible à chacun de ; • <i>impers.</i> [[ὥς]] [[οἱ]] δόλῳ [[οὐ]] προεχώρεε HDT comme la ruse ne lui réussissait pas ; <i>abs. au part.</i> : προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις XÉN les affaires marchant bien pour les Lacédémoniens;<br /><b>2</b> convenir : ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ XÉN quand cela convient à chacun.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χωρέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm