Anonymous

προχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> s'avancer, s'approcher ; <i>en parl. du temps</i> s'avancer, s'écouler, passer;<br /><b>II.</b> avancer, faire des progrès : [[οὕτως]] ὠμὴ [[στάσις]] [[προὐχώρησε]] THC tant la sédition fut atroce ; προχωρεῖν ἐπὶ [[μέγα]] LUC faire de grands progrès ; [[εἴς]] [[τι]] [[δυνάμιος]] HDT parvenir à un certain degré de puissance ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> prospérer, réussir : τὰ ἱερὰ προχωρεῖ XÉN les sacrifices sont favorables : ἢν μὴ προχωρήσῃ ἑκάστῳ avec l'inf. THC s'il n’est pas possible à chacun de ; • <i>impers.</i> [[ὥς]] [[οἱ]] δόλῳ [[οὐ]] προεχώρεε HDT comme la ruse ne lui réussissait pas ; <i>abs. au part.</i> : προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις XÉN les affaires marchant bien pour les Lacédémoniens;<br /><b>2</b> convenir : ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ XÉN quand cela convient à chacun.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χωρέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> s'avancer, s'approcher ; <i>en parl. du temps</i> s'avancer, s'écouler, passer;<br /><b>II.</b> avancer, faire des progrès : [[οὕτως]] ὠμὴ [[στάσις]] [[προὐχώρησε]] THC tant la sédition fut atroce ; προχωρεῖν ἐπὶ [[μέγα]] LUC faire de grands progrès ; [[εἴς]] [[τι]] [[δυνάμιος]] HDT parvenir à un certain degré de puissance ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> prospérer, réussir : τὰ ἱερὰ προχωρεῖ XÉN les sacrifices sont favorables : ἢν μὴ προχωρήσῃ ἑκάστῳ avec l'inf. THC s'il n’est pas possible à chacun de ; • <i>impers.</i> [[ὥς]] [[οἱ]] δόλῳ [[οὐ]] προεχώρεε HDT comme la ruse ne lui réussissait pas ; <i>abs. au part.</i> : προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις XÉN les affaires marchant bien pour les Lacédémoniens;<br /><b>2</b> convenir : ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ XÉN quand cela convient à chacun.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προχωρέω''': χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, πρὸς ἐμὴν χεῖρα προχωρῶν, πρὸς τὸ [[μέρος]] [[ὅπου]] σε ὁδηγεῖ ἡ [[χείρ]] μου, Σοφ. Φιλ. 148, κτλ.· ἐπὶ στρατευμάτων, Θουκ. 2. 12., 3. 111, κτλ.· πρ. καὶ οὐ μένει Πλάτ. Φίληβ. 24D· ἐπὶ περιττωμάτων, ἐκκενοῦμαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 6· [[οἶκος]] εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, τετραμμένος πρὸς βορρᾶν, Λατ. vergens ad..., Λουκ. Ἱππ. 7· ― ἐπὶ χρόνου, τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Ξενοφ. Κύρ. 8. 7, 1, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 2. 2, 3, κτλ.· οὕτω, προὐχώρει ὁ [[πότος]] Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 15. 2· ― ἐπὶ νομισμάτων, κυκλοφορῶ, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πολιτειῶν, πολέμων, ἐπιχειρήσεων, κτλ., [[προβαίνω]], προχωρῶ, [[φθάνω]], [[συχνάκις]] μετ’ ἄλλης τινὸς λέξεως δηλούσης καλὴν ἢ κακὴν ἔκβασιν, δόξας εὖ προχωρῆσαι [[δόμος]] Εὐρ. Ἡρακλ. 486 τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμενος προκεχωρήκεε Ἡρόδ. 7. 50, 2· προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Θουκ. 1. 16· [[οὕτως]] ὠμὴ πρ. ἡ [[στάσις]] ὁ αὐτ. 3. 81· αὐτῷ πρ. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο ὁ αὐτ. 1. 74· τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 1, πρβλ. 7. 2, 1, Κύρ. 2. 3, 16· ― ἀπολ., πηγαίνω καλά, εὐτυχῶ, οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε ἔσται Ἡρόδ. 8. 108· ἐπεί τέ σφι... οὐ προεχώρεε ἡ [[κάτοδος]] ὁ αὐτ. 5. 62, πρβλ. 7. 50, 2· τὸ [[ἔργον]] πρ. Θουκ. 8. 68· τὰ [[πλείω]] αὐτοῖς προκεχωρήκει ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 6, 103· τὰ νῦν προχωρήσαντα, αἱ παροῦσαι ἐπιτυχίαι ὑμῶν, ὁ αὐτ. 4. 18· ἐπὶ οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὰ [[διαβατήρια]] αὐτοῖς οὐ πρ. ὁ αὐτ. 5. 54· [[ἴσως]] ἂν τὰ ἱερὰ [[μᾶλλον]] προχωροίη ἡμῖν Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 21· ― σπανίως ἐπὶ ἀποτυχίας, παρὰ δόξαν αὐτοῖς πρ. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 5. 29, 1· τὸ δ’ εἰς [[τοὐναντίον]] πρ. Λουκ. Ἀλέξ. 36 ([[ἔνθα]] ὁ Cobet περιεχώρει). 2) ἀπροσ., προχωρεῖ μοι, «πάει καλὰ ἡ δουλειά», [[ἐπιτυγχάνω]], συνήθως μετ’ ἀρνήσ., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρει, ὅτε δὲν ἠδύνατο νὰ ἐπιτύχῃ διὰ δόλου, Ἡρόδ. 1. 205, πρβλ. 81, Θουκ. 1. 109, κτλ.· οὐ προὐχώρει, ᾗ προσεδέχοντο, τὰ πράγματα δὲν ἀπέβαινον ἐπιτυχῶς καθὼς περιέμενον, Θουκ. 3. 18· μετ’ ἀπαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ... ἑκάστῳ... ἀπελθεῖν, ἂν δὲν [[εἶναι]] δυνατόν..., ὁ αὐτ. 4. 59· ῥίψαντες ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (ἐξυπακ. ῥίψαι)... Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12· οὕτω, ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ πρ. Ξενοφ. Κύρ. 1. 2, 4· ὁπόσα σοι προχωρεῖ, ὅσα σοι [[εἶναι]] εὔκολον, αὐτ. 3. 2, 29, πρβλ. Schneid. An. 1. 9, 13· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, ὅτε τὰ πράγματα εἶχον προχωρήσῃ [[καλῶς]] δι’ αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 3, 27. 3) μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, [[προβαίνω]], προχωρῶ, ἐπὶ μέγα πρ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12, 2· ἐπὶ ὑπερβολῆς, ἐς πᾶν τροφῆς πρ. Δίων Κ. 39, 37, πρβλ. 48. 1· ἐς τοῦτο [[ὥστε]]…, ὁ αὐτ. 73. 3· εἰς τοσοῦτον μανίας, ὡς…, Ἡρῳδιαν. 1. 15. ΙΙΙ. προχωρῶ, [[προβαίνω]], [[ὅπως]] λαλήσω, προκεχωρηκότα ([[ἔνθα]] νῦν προκεχειρικότα) τῶν ἄλλων Δείναρχ. κατὰ Φιλοκλ. 110 (14).
|elnltext=προ-χωρέω voorwaarts gaan: met bep. v. richting; πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν telkens op mijn teken voorwaarts gaand Soph. Ph. 148; milit. oprukken:; προυχώρει ἐς τὴν γῆν αὐτῶν hij marcheerde hun land binnen Thuc. 2.12.4; abs. van tijd voortgaan:. τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος toen zijn leven ver was voortgeschreden Xen. Cyr. 8.7.1; προὐχώρει ὁ πότος het drinkgelag vorderde Xen. An. 7.3.26. overdr. met bep. v. richting voortgang maken, vorderingen maken, vooruitgaan:; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμιος προκεχώρηκε tot welk een macht het Perzische rijk is gekomen Hdt. 7.50.3; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων toen de Ioniërs tot grote welvaart waren gekomen Thuc. 1.16; οὐ προὐχώρει ᾗ προσεδέχοντο het liep niet zoals zij verwachtten Thuc. 3.18.1; van pers.. ἐπὶ μέγα π. het ver brengen Luc. 77.25. abs. succes hebben:; τὸ ἔργον... προυχώρησε de onderneming was een succes Thuc. 8.68.4; τὰ νῦν προχωρήσαντα de huidige successen Thuc. 4.18.5; ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ προχωροίη ἡμῖν misschien zouden de offers gunstig voor ons uitvallen Xen. An. 6.4.21; onpers..; ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε toen hij met list geen succes had Hdt. 1.205.2; onpers. met inf.. ἢν ἄρα μὴ προχωρήσῃ... ἀπελθεῖν als het niet lukt te weg te gaan Thuc. 4.59.4; ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχώρῃ wanneer dat ieder goed uitkomt Xen. Cyr. 1.2.4.
}}
{{elru
|elrutext='''προχωρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[идти вперед]], [[проходить]], [[продвигаться]] (εἰς τὴν χώραν Thuc.): π. καὶ οὐ μένειν Plat. безостановочно двигаться; προκεχωρηκότες [[ἄπωθεν]] τῆς Ὄλπης Thuc. удалившись от Ольпы;<br /><b class="num">2)</b> [[направляться]], [[быть обращенным]] ([[οἶκος]] εἰς Βορρᾶν προκεχωρηκώς Luc.);<br /><b class="num">3)</b> (о деньгах), [[иметь хождение]], [[быть в обращении]], ([[νόμισμα]] προχωροῦν Sext.);<br /><b class="num">4)</b> (во времени) проходить, протекать: [[ἐπεὶ]] δὲ προὐχώρει [[πότος]] Xen. во время попойки; τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Xen. с наступлением старости; εὖ π. Eur. протекать благополучно, благоденствовать; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] τῶν πραγμάτων Thuc. с усилением могущества ионян; [[ταῦτα]] μὲν δὴ [[οὕτω]] προὐκεχωρήκει Xen. вот так это и произошло;<br /><b class="num">5)</b> [[благополучно протекать]], [[удаваться]]: [[ἄγοντι]] ἡσυχίην οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε [[ἔσται]] Her. у того, кто предается бездействию, никакого успеха не будет; καὶ [[τἆλλα]] προὐχώρει αὐτοῖς ἐς ἐλπίδας Thuc. все остальное также шло у них благополучно, в соответствии с (их) надеждами; π. ἔς τι [[δυνάμιος]] Her. достигнуть известного могущества; τὰ [[νῦν]] προχωρήσαντα Thuc. достигнутые ныне успехи; ὡς δ᾽ [[αὐτῷ]] οὐ προὐχώρει impers. Thuc. так как ему (это) не удалось; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen. в то время как лакедемонянам везло; τὰ ἱερὰ προχωρεῖ Xen. жертвоприношение складывается благоприятно, т. е. сулит успех;<br /><b class="num">6)</b> impers. [[подходить]], [[быть выгодным]], [[удобным]]: ἡνίκ᾽ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ Xen. когда кому будет удобно.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] προς τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]], <i>πρὸς ἐμὴν χεῖρα</i>, προς το [[μέρος]] που το [[χέρι]] μου οδηγεί σε, σε Σοφ.· λέγεται για στρατεύματα, σε Θουκ.· λέγεται για χρόνο, [[προχωρώ]], [[περνάω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πολιτείες, πολέμους, επιχειρήσεις κ.λπ., [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[συνεχίζω]], [[συχνά]] με λέξεις που δηλώνουν [[καλή]] ή κακή [[έκβαση]], <i>εὖ προχωρῆσαι</i>, σε Ευρ.· προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] [[τῶν]] πραγμάτων, σε Θουκ.· <i>τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[πηγαίνω]] [[καλά]], [[βαίνω]] ευτυχώς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>προχωρεῖ μοι</i>, μου [[πάει]] [[καλά]], έχω [[επιτυχία]], <i>ὡς οἱ δόλῳ</i>, <i>οὐ προεχώρει</i>, δεν μπορούσε να επιτύχει με δόλο, στον ίδ.· με απαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ [[ἀπελθεῖν]], αν δεν είναι δυνατό να απομακρυνθεί, σε Θουκ.· απόλ. με μτχ., <i>προκεχωρηκότων</i>, όταν τα πράγματα είχαν προχωρήσει [[καλά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταγεν. λέγεται για πρόσωπα, [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], σε Λουκ.
|lsmtext='''προχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] προς τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]], <i>πρὸς ἐμὴν χεῖρα</i>, προς το [[μέρος]] που το [[χέρι]] μου οδηγεί σε, σε Σοφ.· λέγεται για στρατεύματα, σε Θουκ.· λέγεται για χρόνο, [[προχωρώ]], [[περνάω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πολιτείες, πολέμους, επιχειρήσεις κ.λπ., [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[συνεχίζω]], [[συχνά]] με λέξεις που δηλώνουν [[καλή]] ή κακή [[έκβαση]], <i>εὖ προχωρῆσαι</i>, σε Ευρ.· προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] [[τῶν]] πραγμάτων, σε Θουκ.· <i>τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[πηγαίνω]] [[καλά]], [[βαίνω]] ευτυχώς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>προχωρεῖ μοι</i>, μου [[πάει]] [[καλά]], έχω [[επιτυχία]], <i>ὡς οἱ δόλῳ</i>, <i>οὐ προεχώρει</i>, δεν μπορούσε να επιτύχει με δόλο, στον ίδ.· με απαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ [[ἀπελθεῖν]], αν δεν είναι δυνατό να απομακρυνθεί, σε Θουκ.· απόλ. με μτχ., <i>προκεχωρηκότων</i>, όταν τα πράγματα είχαν προχωρήσει [[καλά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταγεν. λέγεται για πρόσωπα, [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προχωρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[идти вперед]], [[проходить]], [[продвигаться]] (εἰς τὴν χώραν Thuc.): π. καὶ οὐ μένειν Plat. безостановочно двигаться; προκεχωρηκότες [[ἄπωθεν]] τῆς Ὄλπης Thuc. удалившись от Ольпы;<br /><b class="num">2)</b> [[направляться]], [[быть обращенным]] ([[οἶκος]] εἰς Βορρᾶν προκεχωρηκώς Luc.);<br /><b class="num">3)</b> (о деньгах), [[иметь хождение]], [[быть в обращении]], ([[νόμισμα]] προχωροῦν Sext.);<br /><b class="num">4)</b> (во времени) проходить, протекать: [[ἐπεὶ]] δὲ προὐχώρει ὁ [[πότος]] Xen. во время попойки; τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Xen. с наступлением старости; εὖ π. Eur. протекать благополучно, благоденствовать; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] τῶν πραγμάτων Thuc. с усилением могущества ионян; [[ταῦτα]] μὲν δὴ [[οὕτω]] προὐκεχωρήκει Xen. вот так это и произошло;<br /><b class="num">5)</b> [[благополучно протекать]], [[удаваться]]: [[ἄγοντι]] ἡσυχίην οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε [[ἔσται]] Her. у того, кто предается бездействию, никакого успеха не будет; καὶ [[τἆλλα]] προὐχώρει αὐτοῖς ἐς ἐλπίδας Thuc. все остальное также шло у них благополучно, в соответствии с (их) надеждами; π. ἔς τι [[δυνάμιος]] Her. достигнуть известного могущества; τὰ [[νῦν]] προχωρήσαντα Thuc. достигнутые ныне успехи; ὡς δ᾽ [[αὐτῷ]] οὐ προὐχώρει impers. Thuc. так как ему (это) не удалось; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen. в то время как лакедемонянам везло; τὰ ἱερὰ προχωρεῖ Xen. жертвоприношение складывается благоприятно, т. е. сулит успех;<br /><b class="num">6)</b> impers. [[подходить]], [[быть выгодным]], [[удобным]]: ἡνίκ᾽ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ Xen. когда кому будет удобно.
|lstext='''προχωρέω''': χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, πρὸς ἐμὴν χεῖρα προχωρῶν, πρὸς τὸ [[μέρος]] [[ὅπου]] σε ὁδηγεῖ ἡ [[χείρ]] μου, Σοφ. Φιλ. 148, κτλ.· ἐπὶ στρατευμάτων, Θουκ. 2. 12., 3. 111, κτλ.· πρ. καὶ οὐ μένει Πλάτ. Φίληβ. 24D· ἐπὶ περιττωμάτων, ἐκκενοῦμαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, [[οἶκος]] εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, τετραμμένος πρὸς βορρᾶν, Λατ. vergens ad..., Λουκ. Ἱππ. 7· ― ἐπὶ χρόνου, τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Ξενοφ. Κύρ. 8. 7, 1, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 2. 2, 3, κτλ.· οὕτω, προὐχώρει ὁ [[πότος]] Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 15. 2· ― ἐπὶ νομισμάτων, κυκλοφορῶ, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πολιτειῶν, πολέμων, ἐπιχειρήσεων, κτλ., [[προβαίνω]], προχωρῶ, [[φθάνω]], [[συχνάκις]] μετ’ ἄλλης τινὸς λέξεως δηλούσης καλὴν ἢ κακὴν ἔκβασιν, δόξας εὖ προχωρῆσαι [[δόμος]] Εὐρ. Ἡρακλ. 486 τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμενος προκεχωρήκεε Ἡρόδ. 7. 50, προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Θουκ. 1. 16· [[οὕτως]] ὠμὴ πρ. ἡ [[στάσις]] ὁ αὐτ. 3. 81· αὐτῷ πρ. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο ὁ αὐτ. 1. 74· τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 1, πρβλ. 7. 2, 1, Κύρ. 2. 3, 16· ― ἀπολ., πηγαίνω καλά, εὐτυχῶ, οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε ἔσται Ἡρόδ. 8. 108· ἐπεί τέ σφι... οὐ προεχώρεε ἡ [[κάτοδος]] ὁ αὐτ. 5. 62, πρβλ. 7. 50, 2· τὸ [[ἔργον]] πρ. Θουκ. 8. 68· τὰ [[πλείω]] αὐτοῖς προκεχωρήκει ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 6, 103· τὰ νῦν προχωρήσαντα, αἱ παροῦσαι ἐπιτυχίαι ὑμῶν, ὁ αὐτ. 4. 18· ἐπὶ οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὰ [[διαβατήρια]] αὐτοῖς οὐ πρ. ὁ αὐτ. 5. 54· [[ἴσως]] ἂν τὰ ἱερὰ [[μᾶλλον]] προχωροίη ἡμῖν Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 21· ― σπανίως ἐπὶ ἀποτυχίας, παρὰ δόξαν αὐτοῖς πρ. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 5. 29, 1· τὸ δ’ εἰς [[τοὐναντίον]] πρ. Λουκ. Ἀλέξ. 36 ([[ἔνθα]] ὁ Cobet περιεχώρει). 2) ἀπροσ., προχωρεῖ μοι, «πάει καλὰ ἡ δουλειά», [[ἐπιτυγχάνω]], συνήθως μετ’ ἀρνήσ., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρει, ὅτε δὲν ἠδύνατο νὰ ἐπιτύχῃ διὰ δόλου, Ἡρόδ. 1. 205, πρβλ. 81, Θουκ. 1. 109, κτλ.· οὐ προὐχώρει, ᾗ προσεδέχοντο, τὰ πράγματα δὲν ἀπέβαινον ἐπιτυχῶς καθὼς περιέμενον, Θουκ. 3. 18· μετ’ ἀπαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ... ἑκάστῳ... ἀπελθεῖν, ἂν δὲν [[εἶναι]] δυνατόν..., ὁ αὐτ. 4. 59· ῥίψαντες ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (ἐξυπακ. ῥίψαι)... Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12· οὕτω, ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ πρ. Ξενοφ. Κύρ. 1. 2, 4· ὁπόσα σοι προχωρεῖ, ὅσα σοι [[εἶναι]] εὔκολον, ὁ αὐτ. 3. 2, 29, πρβλ. Schneid. An. 1. 9, 13· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, ὅτε τὰ πράγματα εἶχον προχωρήσῃ [[καλῶς]] δι’ αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 3, 27. 3) μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, [[προβαίνω]], προχωρῶ, ἐπὶ μέγα πρ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12, 2· ἐπὶ ὑπερβολῆς, ἐς πᾶν τροφῆς πρ. Δίων Κ. 39, 37, πρβλ. 48. 1· ἐς τοῦτο [[ὥστε]]…, ὁ αὐτ. 73. 3· εἰς τοσοῦτον μανίας, ὡς…, Ἡρῳδιαν. 1. 15. ΙΙΙ. προχωρῶ, [[προβαίνω]], [[ὅπως]] λαλήσω, προκεχωρηκότα ([[ἔνθα]] νῦν προκεχειρικότα) τῶν ἄλλων Δείναρχ. κατὰ Φιλοκλ. 110 (14).
}}
{{elnl
|elnltext=προ-χωρέω voorwaarts gaan: met bep. v. richting; πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν telkens op mijn teken voorwaarts gaand Soph. Ph. 148; milit. oprukken:; προυχώρει ἐς τὴν γῆν αὐτῶν hij marcheerde hun land binnen Thuc. 2.12.4; abs. van tijd voortgaan:. τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος toen zijn leven ver was voortgeschreden Xen. Cyr. 8.7.1; προὐχώρει ὁ πότος het drinkgelag vorderde Xen. An. 7.3.26. overdr. met bep. v. richting voortgang maken, vorderingen maken, vooruitgaan:; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμιος προκεχώρηκε tot welk een macht het Perzische rijk is gekomen Hdt. 7.50.3; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων toen de Ioniërs tot grote welvaart waren gekomen Thuc. 1.16; οὐ προὐχώρει ᾗ προσεδέχοντο het liep niet zoals zij verwachtten Thuc. 3.18.1; van pers.. ἐπὶ μέγα π. het ver brengen Luc. 77.25. abs. succes hebben:; τὸ ἔργον... προυχώρησε de onderneming was een succes Thuc. 8.68.4; τὰ νῦν προχωρήσαντα de huidige successen Thuc. 4.18.5; ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ προχωροίη ἡμῖν misschien zouden de offers gunstig voor ons uitvallen Xen. An. 6.4.21; onpers..; ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε toen hij met list geen succes had Hdt. 1.205.2; onpers. met inf.. ἢν ἄρα μὴ προχωρήσῃ... ἀπελθεῖν als het niet lukt te weg te gaan Thuc. 4.59.4; ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχώρῃ wanneer dat ieder goed uitkomt Xen. Cyr. 1.2.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to go or [[come]] [[forward]], [[advance]], πρὸς ἐμὴν χεῖρα as my [[hand]] guides thee, Soph.; of [[troops]], Thuc.:—of [[time]], to go on, Xen.<br /><b class="num">II.</b> metaph. of States, wars, enterprises, etc., to [[proceed]], [[advance]], go on, often with [[some]] [[word]] to [[denote]] a [[good]] or bad [[issue]], εὖ προχωρῆσαι Eur.; προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] τῶν πραγμάτων Thuc.; τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο Xen.:—absol. to go on well, [[prosper]], Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> impers., προχωρεῖ μοι it goes on well for me, I [[have]] [[success]], ὡς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε [[when]] he could not [[succeed]] by [[craft]], Hdt.; c. inf., ἢν μὴ προχωρήσῃ [[ἀπελθεῖν]] if it be not [[possible]] to [[depart]], Thuc.:—absol. in [[part]]., προκεχωρηκότων [[when]] things went on well, Xen.<br /><b class="num">3.</b> [[later]], of persons, to [[advance]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to go or [[come]] [[forward]], [[advance]], πρὸς ἐμὴν χεῖρα as my [[hand]] guides thee, Soph.; of [[troops]], Thuc.:—of [[time]], to go on, Xen.<br /><b class="num">II.</b> metaph. of States, wars, enterprises, etc., to [[proceed]], [[advance]], go on, often with [[some]] [[word]] to [[denote]] a [[good]] or bad [[issue]], εὖ προχωρῆσαι Eur.; προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] τῶν πραγμάτων Thuc.; τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο Xen.:—absol. to go on well, [[prosper]], Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> impers., προχωρεῖ μοι it goes on well for me, I [[have]] [[success]], ὡς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε [[when]] he could not [[succeed]] by [[craft]], Hdt.; c. inf., ἢν μὴ προχωρήσῃ [[ἀπελθεῖν]] if it be not [[possible]] to [[depart]], Thuc.:—absol. in [[part]]., προκεχωρηκότων [[when]] things went on well, Xen.<br /><b class="num">3.</b> [[later]], of persons, to [[advance]], Luc.
}}
}}