Anonymous

πρόβλημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0711.png Seite 711]] τό, 1) das Vorgehende, Vorspringende, der Vorsprung (vgl. [[προβλής]]); ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου [[πρόβλημα]], Soph. Ai. 1198, der ins Meer hervorragt. – 2) gew. das zum Schutz Vorgehaltene; σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι, Aesch. Spt. 522; u. so auch 658, φέρ' ὡς [[τάχος]] κνημῖδας, αἰχμὴν καὶ πέτρων προβλήματα, Steine, mit denen man sich schützt, indem man sie zum Wurfe braucht; λαβὼν [[πρόβλημα]] [[σαυτοῦ]] παῖδα, Soph. Phil. 996, zum Schutz; aber Ai. 1055 μηδὲν φόβου [[πρόβλημα]] μηδ' αἰδοῦς ἔχων scheint »Hinderniß« zu bedeuten; χειμῶνος προβλήματα, gegen, Eur. Suppl. 208; νεῶν προβλήμασι πελάζων, Rhes. 213; κακῶν, Schutz gegen das Unglück, Ar. Vesp. 515; Her. 4, 175. 7, 70; χειμώνων, Plat. Tim. 74 b; τῶν προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα, Polit. 279 d; προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, der schützende Pferdepanzer von Erz, Xen. Cyr. 6, 1, 51; Folgde, wie Pol., [[πρόβλημα]] ποιεῖσθαι, [[λαβεῖν]] τὸν ποταμόν, 2, 66, 1. 3, 14, 5 u. öfter. Auch was man vorschützt, was zum Bemänteln dient, οὐδὲν οὖν ἄλλο ἢ [[πρόβλημα]] τοῦ τρόπου τὸ [[σχῆμα]] τοῦτ' ἐστί, Dem. 45, 69. – Ὄψεως, Hinderniß des Gesichts, was das Licht benimmt, Ael. H. A. 2, 13. – 3) das Vorgelegte, die Aufgabe, bes. Streitfrage; δεινοῦ ἄρχομαι προβλήματος, Eur. El. 985; παραλαβεῖν, Plat. Theaet. 180 c; Soph. 261 a u. öfter; Arist. u. Folgde; λύσιν τοῦ προβλήματος εὕροντο τοιαύτην, Pol. 30, 17, 5; auch Schwierigkeit, εἰς [[πρόβλημα]] παμμέγεθες ἐμπίπτειν, 28, 11, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0711.png Seite 711]] τό, 1) das Vorgehende, Vorspringende, der Vorsprung (vgl. [[προβλής]]); ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου [[πρόβλημα]], Soph. Ai. 1198, der ins Meer hervorragt. – 2) gew. das zum Schutz Vorgehaltene; σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι, Aesch. Spt. 522; u. so auch 658, φέρ' ὡς [[τάχος]] κνημῖδας, αἰχμὴν καὶ πέτρων προβλήματα, Steine, mit denen man sich schützt, indem man sie zum Wurfe braucht; λαβὼν [[πρόβλημα]] [[σαυτοῦ]] παῖδα, Soph. Phil. 996, zum Schutz; aber Ai. 1055 μηδὲν φόβου [[πρόβλημα]] μηδ' αἰδοῦς ἔχων scheint »Hinderniß« zu bedeuten; χειμῶνος προβλήματα, gegen, Eur. Suppl. 208; νεῶν προβλήμασι πελάζων, Rhes. 213; κακῶν, Schutz gegen das Unglück, Ar. Vesp. 515; Her. 4, 175. 7, 70; χειμώνων, Plat. Tim. 74 b; τῶν προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα, Polit. 279 d; προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, der schützende Pferdepanzer von Erz, Xen. Cyr. 6, 1, 51; Folgde, wie Pol., [[πρόβλημα]] ποιεῖσθαι, [[λαβεῖν]] τὸν ποταμόν, 2, 66, 1. 3, 14, 5 u. öfter. Auch was man vorschützt, was zum Bemänteln dient, οὐδὲν οὖν ἄλλο ἢ [[πρόβλημα]] τοῦ τρόπου τὸ [[σχῆμα]] τοῦτ' ἐστί, Dem. 45, 69. – Ὄψεως, Hinderniß des Gesichts, was das Licht benimmt, Ael. H. A. 2, 13. – 3) das Vorgelegte, die Aufgabe, bes. Streitfrage; δεινοῦ ἄρχομαι προβλήματος, Eur. El. 985; παραλαβεῖν, Plat. Theaet. 180 c; Soph. 261 a u. öfter; Arist. u. Folgde; λύσιν τοῦ προβλήματος εὕροντο τοιαύτην, Pol. 30, 17, 5; auch Schwierigkeit, εἰς [[πρόβλημα]] παμμέγεθες ἐμπίπτειν, 28, 11, 9.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> saillie (cap, promontoire, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> ce qu’on a devant soi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> obstacle;<br /><b>2</b> abri, <i>particul.</i> vêtement <i>ou</i> armure dont on se couvre ; <i>avec le gén. de l'objet protégé</i> : [[πρόβλημα]] ἵππων XÉN armure (d'airain) dont on couvre le corps d'un cheval ; [[πρόβλημα]] σώματος ESCHL bouclier qui protège le corps ; <i>fig.</i> respect ; <i>avec le gén. de l'objet contre lequel on se défend</i> : κρύους PLUT abri contre le froid ; <i>en parl. d'une pers.</i> qui sert de couverture, qui endosse la responsabilité;<br /><b>III.</b> question proposée, sujet de controverse ; problème <i>t. de géom.</i><br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόβλημα''': τό· ([[προβάλλω]])· πᾶν τὸ προεξέχον, πρ. ἁλίκλυστον, [[ἀκρωτήριον]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενον, Σοφ. Αἴ. 1219. 2) [[κώλυμα]], ἐμπόδιον, Ἱππ. 582. 10., 599. 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 13. ΙΙ. ὅ,τι προβάλλεταί τις πρὸς ἰδίαν ἄμυναν (πρβλ. προβολὴ ΙΙΙ, [[πρόβολος]] 1. 2), ἀμυντήριον, προβλήματα ἀντ’ ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δορὰς Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 175· τῶν... προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Πλάτ. Πολιτικ. 279D, κἑξ., πρβλ. Σοφιστ. 261Α· πρ. σώματος, ἐπὶ ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540· πρ. νεῶν, ἐπὶ τείχους, Εὐρ. Ρῆσ. 213· προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, ὁ [[χαλκοῦς]] ὁπλισμὸς τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 676· χείματος προβλήματα Εὐρ. Ἱκέτ. 207· πρ. χειμόνων Πλάτ. Τίμ. 74Β· πρ. κακῶν Ἀριστοφ. Σφ. 615· κρύους πρ. ἡ ἐσθὴς Πλούτ. 2. 691D· [[ἀλλά]], 3) μηδὲν φόβου [[πρόβλημα]] μηδ’ αἰδοῦς ἔχων, μηδεμίαν ἀμυντικὴν δύναμιν ἔχων φόβου μηδ’ αἰδοῦς, Σοφ. Αἴ. 1076· ― τὸν ποταμὸν πρ. ποιεῖσθαι, λαβεῖν Πολύβ. 2. 66, 1., 3. 14, 5. ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[πρόφασις]] ἢ [[πρόσχημα]], πρ. τοῦ τρόπου Δημ. 1122. 21· οὕτω, πρ. [[λαμβάνω]] τινά, μεταχειρίζομαί τινα ὡς [[προφυλακτήριον]] [[ὅπως]] κρυβῶ [[ὀπίσω]] [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1008. IV. ἐπικίνδυνος [[ἐπιχείρησις]], δεινοῦ δ’ ἄρχομαι προβλήματος Εὐρ. Ἠλ. 985, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. 2) [[πρόβλημα]] γεωμετρικόν, Πλάτ. Πολ. 530Β, Θεαίτ. 180C κἑξ., Πλουτ. Μάρκελλ. 14, 19, κτλ. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., [[ζήτημα]] τοῦ εἰ λεγόμενόν τι ἔχει [[οὕτως]] ἢ [[οὐχί]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 4, 3, πρβλ. 1. 11, 1, κ. ἀλλ.· ― τὰ προβλήματα [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστ., ἴδε Μετεωρ. 2. 6, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 3, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] καλοῦνται τὰ προβληματικά, ὁ αὐτ. περὶ Ὕπν. 2, 19· ἀλλὰ τὸ [[σύγγραμμα]] τὸ νῦν ὑπάρχον δὲν [[εἶναι]] γνήσιον, ἴδε Bonitz Ind. σ. 103. 24. 4) [[ἀπορία]], [[ἀμηχανία]], εἰς [[πρόβλημα]] παμμέγεθες ἐνέπεσε Πολύβ. 28. 11, 9.
|lstext='''πρόβλημα''': τό· ([[προβάλλω]])· πᾶν τὸ προεξέχον, πρ. ἁλίκλυστον, [[ἀκρωτήριον]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενον, Σοφ. Αἴ. 1219. 2) [[κώλυμα]], ἐμπόδιον, Ἱππ. 582. 10., 599. 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 13. ΙΙ. ὅ,τι προβάλλεταί τις πρὸς ἰδίαν ἄμυναν (πρβλ. προβολὴ ΙΙΙ, [[πρόβολος]] 1. 2), ἀμυντήριον, προβλήματα ἀντ’ ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δορὰς Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 175· τῶν... προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Πλάτ. Πολιτικ. 279D, κἑξ., πρβλ. Σοφιστ. 261Α· πρ. σώματος, ἐπὶ ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540· πρ. νεῶν, ἐπὶ τείχους, Εὐρ. Ρῆσ. 213· προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, ὁ [[χαλκοῦς]] ὁπλισμὸς τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 676· χείματος προβλήματα Εὐρ. Ἱκέτ. 207· πρ. χειμόνων Πλάτ. Τίμ. 74Β· πρ. κακῶν Ἀριστοφ. Σφ. 615· κρύους πρ. ἡ ἐσθὴς Πλούτ. 2. 691D· [[ἀλλά]], 3) μηδὲν φόβου [[πρόβλημα]] μηδ’ αἰδοῦς ἔχων, μηδεμίαν ἀμυντικὴν δύναμιν ἔχων φόβου μηδ’ αἰδοῦς, Σοφ. Αἴ. 1076· ― τὸν ποταμὸν πρ. ποιεῖσθαι, λαβεῖν Πολύβ. 2. 66, 1., 3. 14, 5. ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[πρόφασις]] ἢ [[πρόσχημα]], πρ. τοῦ τρόπου Δημ. 1122. 21· οὕτω, πρ. [[λαμβάνω]] τινά, μεταχειρίζομαί τινα ὡς [[προφυλακτήριον]] [[ὅπως]] κρυβῶ [[ὀπίσω]] [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1008. IV. ἐπικίνδυνος [[ἐπιχείρησις]], δεινοῦ δ’ ἄρχομαι προβλήματος Εὐρ. Ἠλ. 985, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. 2) [[πρόβλημα]] γεωμετρικόν, Πλάτ. Πολ. 530Β, Θεαίτ. 180C κἑξ., Πλουτ. Μάρκελλ. 14, 19, κτλ. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., [[ζήτημα]] τοῦ εἰ λεγόμενόν τι ἔχει [[οὕτως]] ἢ [[οὐχί]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 4, 3, πρβλ. 1. 11, 1, κ. ἀλλ.· ― τὰ προβλήματα [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστ., ἴδε Μετεωρ. 2. 6, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 3, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] καλοῦνται τὰ προβληματικά, ὁ αὐτ. περὶ Ὕπν. 2, 19· ἀλλὰ τὸ [[σύγγραμμα]] τὸ νῦν ὑπάρχον δὲν [[εἶναι]] γνήσιον, ἴδε Bonitz Ind. σ. 103. 24. 4) [[ἀπορία]], [[ἀμηχανία]], εἰς [[πρόβλημα]] παμμέγεθες ἐνέπεσε Πολύβ. 28. 11, 9.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> saillie (cap, promontoire, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> ce qu’on a devant soi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> obstacle;<br /><b>2</b> abri, <i>particul.</i> vêtement <i>ou</i> armure dont on se couvre ; <i>avec le gén. de l'objet protégé</i> : [[πρόβλημα]] ἵππων XÉN armure (d'airain) dont on couvre le corps d'un cheval ; [[πρόβλημα]] σώματος ESCHL bouclier qui protège le corps ; <i>fig.</i> respect ; <i>avec le gén. de l'objet contre lequel on se défend</i> : κρύους PLUT abri contre le froid ; <i>en parl. d'une pers.</i> qui sert de couverture, qui endosse la responsabilité;<br /><b>III.</b> question proposée, sujet de controverse ; problème <i>t. de géom.</i><br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml