Anonymous

πρόβλημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> saillie (cap, promontoire, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> ce qu’on a devant soi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> obstacle;<br /><b>2</b> abri, <i>particul.</i> vêtement <i>ou</i> armure dont on se couvre ; <i>avec le gén. de l'objet protégé</i> : [[πρόβλημα]] ἵππων XÉN armure (d'airain) dont on couvre le corps d'un cheval ; [[πρόβλημα]] σώματος ESCHL bouclier qui protège le corps ; <i>fig.</i> respect ; <i>avec le gén. de l'objet contre lequel on se défend</i> : κρύους PLUT abri contre le froid ; <i>en parl. d'une pers.</i> qui sert de couverture, qui endosse la responsabilité;<br /><b>III.</b> question proposée, sujet de controverse ; problème <i>t. de géom.</i><br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> saillie (cap, promontoire, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> ce qu’on a devant soi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> obstacle;<br /><b>2</b> abri, <i>particul.</i> vêtement <i>ou</i> armure dont on se couvre ; <i>avec le gén. de l'objet protégé</i> : [[πρόβλημα]] ἵππων XÉN armure (d'airain) dont on couvre le corps d'un cheval ; [[πρόβλημα]] σώματος ESCHL bouclier qui protège le corps ; <i>fig.</i> respect ; <i>avec le gén. de l'objet contre lequel on se défend</i> : κρύους PLUT abri contre le froid ; <i>en parl. d'une pers.</i> qui sert de couverture, qui endosse la responsabilité;<br /><b>III.</b> question proposée, sujet de controverse ; problème <i>t. de géom.</i><br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόβλημα''': τό· ([[προβάλλω]])· πᾶν τὸ προεξέχον, πρ. ἁλίκλυστον, [[ἀκρωτήριον]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενον, Σοφ. Αἴ. 1219. 2) [[κώλυμα]], ἐμπόδιον, Ἱππ. 582. 10., 599. 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 13. ΙΙ. ὅ,τι προβάλλεταί τις πρὸς ἰδίαν ἄμυναν (πρβλ. προβολὴ ΙΙΙ, [[πρόβολος]] 1. 2), ἀμυντήριον, προβλήματα ἀντ’ ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δορὰς Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 175· τῶν... προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Πλάτ. Πολιτικ. 279D, κἑξ., πρβλ. Σοφιστ. 261Α· πρ. σώματος, ἐπὶ ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540· πρ. νεῶν, ἐπὶ τείχους, Εὐρ. Ρῆσ. 213· προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, ὁ [[χαλκοῦς]] ὁπλισμὸς τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 676· χείματος προβλήματα Εὐρ. Ἱκέτ. 207· πρ. χειμόνων Πλάτ. Τίμ. 74Β· πρ. κακῶν Ἀριστοφ. Σφ. 615· κρύους πρ. ἡ ἐσθὴς Πλούτ. 2. 691D· [[ἀλλά]], 3) μηδὲν φόβου [[πρόβλημα]] μηδ’ αἰδοῦς ἔχων, μηδεμίαν ἀμυντικὴν δύναμιν ἔχων φόβου μηδ’ αἰδοῦς, Σοφ. Αἴ. 1076· ― τὸν ποταμὸν πρ. ποιεῖσθαι, λαβεῖν Πολύβ. 2. 66, 1., 3. 14, 5. ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[πρόφασις]] [[πρόσχημα]], πρ. τοῦ τρόπου Δημ. 1122. 21· οὕτω, πρ. [[λαμβάνω]] τινά, μεταχειρίζομαί τινα ὡς [[προφυλακτήριον]] [[ὅπως]] κρυβῶ [[ὀπίσω]] [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1008. IV. ἐπικίνδυνος [[ἐπιχείρησις]], δεινοῦ δ’ ἄρχομαι προβλήματος Εὐρ. Ἠλ. 985, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. 2) [[πρόβλημα]] γεωμετρικόν, Πλάτ. Πολ. 530Β, Θεαίτ. 180C κἑξ., Πλουτ. Μάρκελλ. 14, 19, κτλ. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., [[ζήτημα]] τοῦ εἰ λεγόμενόν τι ἔχει [[οὕτως]] [[οὐχί]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 4, 3, πρβλ. 1. 11, 1, κ. ἀλλ.· ― τὰ προβλήματα [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστ., ἴδε Μετεωρ. 2. 6, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 3, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] καλοῦνται τὰ προβληματικά, ὁ αὐτ. περὶ Ὕπν. 2, 19· ἀλλὰ τὸ [[σύγγραμμα]] τὸ νῦν ὑπάρχον δὲν [[εἶναι]] γνήσιον, ἴδε Bonitz Ind. σ. 103. 24. 4) [[ἀπορία]], [[ἀμηχανία]], εἰς [[πρόβλημα]] παμμέγεθες ἐνέπεσε Πολύβ. 28. 11, 9.
|elnltext=πρόβλημα -ατος, τό [προβάλλω] voorgebergte, kaap. wat men ter verdediging voor zich houdt schild, pantser, alg. bescherming:; σώματος π. bescherming van het lichaam Aeschl. Sept. 540; αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα bescherming tegen speer en stenen Aeschl. Sept. 676; πρόβλημα χειμώνων bescherming tegen de koude Plat. Tim. 74b; overdr.. φόβου πρόβλημα... αἰδοῦς bescherming bestaande uit vrees en respect Soph. Ai. 1076; λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ ( ε ) dit kind als een schild voor jezelf gebruikend Soph. Ph. 1008; πρόβλημα κακῶν bescherming tegen kwaad Aristoph. Ve. 615. wat voorgelegd wordt taak; Eur. El. 985; probleem.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόβλημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[выступ]], [[мыс]] (πόντου π. ἁλίκλυστον Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[защита]], [[преграда]], [[оплот]], [[прикрытие]] (προβλήματα ἀντ᾽ ἀσπίδων ποιεῖσθαί τινος Her.; π. ποιεῖσθαι или [[λαβεῖν]] τὸν ποταμόν Polyb.): προβλήματα ἵππων Xen. конские брони; [[νεῶν]] προβλήματα Eur. образованная кораблями стена; [[λαβεῖν]] τινα π. [[ἑαυτοῦ]] Soph. прикрываться кем-л.; πέτρων προβλήματα Aesch. защита от камней, т. е. щит; κρύους π. Plut. защита от холода;<br /><b class="num">3)</b> [[предприятие]], [[начинание]], [[дело]]: δεινοῦ ἄρχεσθαι προβλήματος Eur. приниматься за страшное дело;<br /><b class="num">4)</b> [[задача]], [[вопрос]], [[проблема]] (προβλήματα [[γεωμετρικά]] Eur.; π. ἐπισκοπεῖσθαι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[трудность]] (π. [[παμμέγεθες]] Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόβλημα:''' -ατος, τό ([[προβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε προεξέχει, [[κάβος]], [[ακρωτήριο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[εμπόδιο]], [[φράχτης]], [[παραπέτασμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρόβλημα]] σώματος, λέγεται για [[ασπίδα]], σε Αισχύλ.· <i>προβλήματα ἵππων χαλκᾶ</i>, [[χάλκινος]] [[οπλισμός]] αλόγων, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προστασία]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]], <i>πέτρων</i>, σε Αισχύλ.· <i>χείματος</i>, σε Ευρ.· <i>κακῶν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[πρόβλημα]] φόβου ἢ αἰδοῦς ἔχειν, έχω το φόβο ή την [[αιδώ]] ως αμυντική [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> οτιδήποτε προβάλλεται, τίθεται [[μπροστά]] ως [[πρόφαση]] ή [[πρόσχημα]], σε Δημ.· ομοίως, [[πρόβλημα]] [[λαβεῖν]] τινα, ([[καθώς]] λέμε) [[χρησιμοποιώ]] κάποιον ως «Δούρειο Ίππο» μου, δηλ. ως [[μέρος]] για να κρυφτώ, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> αυτό που προβάλλεται, [[έργο]], [[επιχείρηση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρόβλημα]] στη Γεωμετρία, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πρόβλημα:''' -ατος, τό ([[προβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε προεξέχει, [[κάβος]], [[ακρωτήριο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[εμπόδιο]], [[φράχτης]], [[παραπέτασμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρόβλημα]] σώματος, λέγεται για [[ασπίδα]], σε Αισχύλ.· <i>προβλήματα ἵππων χαλκᾶ</i>, [[χάλκινος]] [[οπλισμός]] αλόγων, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προστασία]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]], <i>πέτρων</i>, σε Αισχύλ.· <i>χείματος</i>, σε Ευρ.· <i>κακῶν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[πρόβλημα]] φόβου ἢ αἰδοῦς ἔχειν, έχω το φόβο ή την [[αιδώ]] ως αμυντική [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> οτιδήποτε προβάλλεται, τίθεται [[μπροστά]] ως [[πρόφαση]] ή [[πρόσχημα]], σε Δημ.· ομοίως, [[πρόβλημα]] [[λαβεῖν]] τινα, ([[καθώς]] λέμε) [[χρησιμοποιώ]] κάποιον ως «Δούρειο Ίππο» μου, δηλ. ως [[μέρος]] για να κρυφτώ, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> αυτό που προβάλλεται, [[έργο]], [[επιχείρηση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρόβλημα]] στη Γεωμετρία, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόβλημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[выступ]], [[мыс]] (πόντου π. ἁλίκλυστον Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[защита]], [[преграда]], [[оплот]], [[прикрытие]] (προβλήματα ἀντ᾽ ἀσπίδων ποιεῖσθαί τινος Her.; π. ποιεῖσθαι или [[λαβεῖν]] τὸν ποταμόν Polyb.): προβλήματα ἵππων Xen. конские брони; [[νεῶν]] προβλήματα Eur. образованная кораблями стена; [[λαβεῖν]] τινα π. [[ἑαυτοῦ]] Soph. прикрываться кем-л.; πέτρων προβλήματα Aesch. защита от камней, т. е. щит; κρύους π. Plut. защита от холода;<br /><b class="num">3)</b> [[предприятие]], [[начинание]], [[дело]]: δεινοῦ ἄρχεσθαι προβλήματος Eur. приниматься за страшное дело;<br /><b class="num">4)</b> [[задача]], [[вопрос]], [[проблема]] (προβλήματα [[γεωμετρικά]] Eur.; π. ἐπισκοπεῖσθαι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[трудность]] . [[παμμέγεθες]] Polyb.).
|lstext='''πρόβλημα''': τό· ([[προβάλλω]])· πᾶν τὸ προεξέχον, πρ. ἁλίκλυστον, [[ἀκρωτήριον]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενον, Σοφ. Αἴ. 1219. 2) [[κώλυμα]], ἐμπόδιον, Ἱππ. 582. 10., 599. 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 13. ΙΙ. ὅ,τι προβάλλεταί τις πρὸς ἰδίαν ἄμυναν (πρβλ. προβολὴ ΙΙΙ, [[πρόβολος]] 1. 2), ἀμυντήριον, προβλήματα ἀντ’ ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δορὰς Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 175· τῶν... προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Πλάτ. Πολιτικ. 279D, κἑξ., πρβλ. Σοφιστ. 261Α· πρ. σώματος, ἐπὶ ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540· πρ. νεῶν, ἐπὶ τείχους, Εὐρ. Ρῆσ. 213· προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, ὁ [[χαλκοῦς]] ὁπλισμὸς τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 676· χείματος προβλήματα Εὐρ. Ἱκέτ. 207· πρ. χειμόνων Πλάτ. Τίμ. 74Β· πρ. κακῶν Ἀριστοφ. Σφ. 615· κρύους πρ. ἡ ἐσθὴς Πλούτ. 2. 691D· [[ἀλλά]], 3) μηδὲν φόβου [[πρόβλημα]] μηδ’ αἰδοῦς ἔχων, μηδεμίαν ἀμυντικὴν δύναμιν ἔχων φόβου μηδ’ αἰδοῦς, Σοφ. Αἴ. 1076· ― τὸν ποταμὸν πρ. ποιεῖσθαι, λαβεῖν Πολύβ. 2. 66, 1., 3. 14, 5. ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[πρόφασις]] ἢ [[πρόσχημα]], πρ. τοῦ τρόπου Δημ. 1122. 21· οὕτω, πρ. [[λαμβάνω]] τινά, μεταχειρίζομαί τινα ὡς [[προφυλακτήριον]] [[ὅπως]] κρυβῶ [[ὀπίσω]] [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1008. IV. ἐπικίνδυνος [[ἐπιχείρησις]], δεινοῦ δ’ ἄρχομαι προβλήματος Εὐρ. Ἠλ. 985, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. 2) [[πρόβλημα]] γεωμετρικόν, Πλάτ. Πολ. 530Β, Θεαίτ. 180C κἑξ., Πλουτ. Μάρκελλ. 14, 19, κτλ. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., [[ζήτημα]] τοῦ εἰ λεγόμενόν τι ἔχει [[οὕτως]] ἢ [[οὐχί]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 4, 3, πρβλ. 1. 11, 1, κ. ἀλλ.· ― τὰ προβλήματα [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστ., ἴδε Μετεωρ. 2. 6, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 3, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] καλοῦνται τὰ προβληματικά, ὁ αὐτ. περὶ Ὕπν. 2, 19· ἀλλὰ τὸ [[σύγγραμμα]] τὸ νῦν ὑπάρχον δὲν [[εἶναι]] γνήσιον, ἴδε Bonitz Ind. σ. 103. 24. 4) [[ἀπορία]], [[ἀμηχανία]], εἰς [[πρόβλημα]] παμμέγεθες ἐνέπεσε Πολύβ. 28. 11, 9.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόβλημα -ατος, τό [προβάλλω] voorgebergte, kaap. wat men ter verdediging voor zich houdt schild, pantser, alg. bescherming:; σώματος π. bescherming van het lichaam Aeschl. Sept. 540; αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα bescherming tegen speer en stenen Aeschl. Sept. 676; πρόβλημα χειμώνων bescherming tegen de koude Plat. Tim. 74b; overdr.. φόβου πρόβλημα... αἰδοῦς bescherming bestaande uit vrees en respect Soph. Ai. 1076; λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ ( ε ) dit kind als een schild voor jezelf gebruikend Soph. Ph. 1008; πρόβλημα κακῶν bescherming tegen kwaad Aristoph. Ve. 615. wat voorgelegd wordt taak; Eur. El. 985; probleem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj