Anonymous

προσορίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] ion. u. poet. [[προσουρίζω]], wie Eur. I. A. 1151, dazu begränzen, bestimmen; χρόνον πένθους ἡμέρας ιβ', Plut. Lyc. 27; u. so auch med., Arist. rhet. 3, 5; aber προσωρίσατο δισχιλίαν οἰκίαν, Dem. 31, 4, [[varia lectio|v.l.]] προωρίσατο, bezeichnet das hypothekarische Versichern einer Geldsumme auf ein Grundstück, vgl. ὅροι; – zu den Gränzen hinzusetzen, zum Reiche hinzuthun, Plut. Cic. 12 Lucull. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] ion. u. poet. [[προσουρίζω]], wie Eur. I. A. 1151, dazu begränzen, bestimmen; χρόνον πένθους ἡμέρας ιβ', Plut. Lyc. 27; u. so auch med., Arist. rhet. 3, 5; aber προσωρίσατο δισχιλίαν οἰκίαν, Dem. 31, 4, [[varia lectio|v.l.]] προωρίσατο, bezeichnet das hypothekarische Versichern einer Geldsumme auf ein Grundstück, vgl. ὅροι; – zu den Gränzen hinzusetzen, zum Reiche hinzuthun, Plut. Cic. 12 Lucull. 19.
}}
{{bailly
|btext=fixer comme limite, limiter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσορίζομαι déterminer <i>ou</i> définir en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὁρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσορίζω''': [[περικλείω]] ἐντὸς τῶν ὁρίων, προσθέτω εἴς τι [[κράτος]], Στράβ. 189, Διοδ. 2. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 101 (ἐν τῷ παθ.)· - Μέσ., προσθέτω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, τὴν γῆν πρ. τῇ σφετέρᾳ Παυσ. 2. 36, 5· - ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1151, ὁ Scaliger διώρθωσε: προσουδίσας πέδῳ. 2) [[ὁρίζω]] [[προσέτι]], χρόνον πένθους ὀλίγον Πλουτ. Λυκοῦργ. 27. - Μέσ., [[ὁρίζω]] [[προσέτι]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 19, Ρητ. 3. 5, 4. 3) Μέσ., [[ὡσαύτως]] ὡς Ἀττ. δικανικὸς [[ὄρος]], προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων, ἐσημείωσε τὴν οἰκίαν του [[προσέτι]] διὰ λιθίνων σημείων (ἴδε ὅρος ΙΙ) διὰ τὸ ποσὸν 2000 δραχμῶν, δηλ. ἐκ νέου ἔθηκεν εἰς ὑποθήκην αὐτὴν διὰ τὸ ποσὸν τοῦτο, Δημ. 8777. 7. ΙΙ. ἀμεταβ., συνορεύω, [[κεῖμαι]] πλησίον, τῇ Συρίᾳ Διόδ. 2. 50.
|lstext='''προσορίζω''': [[περικλείω]] ἐντὸς τῶν ὁρίων, προσθέτω εἴς τι [[κράτος]], Στράβ. 189, Διοδ. 2. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 101 (ἐν τῷ παθ.)· - Μέσ., προσθέτω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, τὴν γῆν πρ. τῇ σφετέρᾳ Παυσ. 2. 36, 5· - ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1151, ὁ Scaliger διώρθωσε: προσουδίσας πέδῳ. 2) [[ὁρίζω]] [[προσέτι]], χρόνον πένθους ὀλίγον Πλουτ. Λυκοῦργ. 27. - Μέσ., [[ὁρίζω]] [[προσέτι]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 19, Ρητ. 3. 5, 4. 3) Μέσ., [[ὡσαύτως]] ὡς Ἀττ. δικανικὸς [[ὄρος]], προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων, ἐσημείωσε τὴν οἰκίαν του [[προσέτι]] διὰ λιθίνων σημείων (ἴδε ὅρος ΙΙ) διὰ τὸ ποσὸν 2000 δραχμῶν, δηλ. ἐκ νέου ἔθηκεν εἰς ὑποθήκην αὐτὴν διὰ τὸ ποσὸν τοῦτο, Δημ. 8777. 7. ΙΙ. ἀμεταβ., συνορεύω, [[κεῖμαι]] πλησίον, τῇ Συρίᾳ Διόδ. 2. 50.
}}
{{bailly
|btext=fixer comme limite, limiter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσορίζομαι déterminer <i>ou</i> définir en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὁρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml