Anonymous

πρόσφατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0785.png Seite 785]] kurz zuvor, frisch geschlachtet, getödtet; [[ἑρσήεις]] καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖται, Il. 24, 757; [[νεκρός]], Her. 2, 89. 121, 5; übh. frisch, von der Zeit, neuerlich, jüngst, πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299; τῶν [[πάλαι]] πεπραγμένων λύσασθ' [[αἷμα]] προσφάτοις δίκαις, Aesch. Ch. 793; Her. 2, 89. 121; [[ὀργή]], Lys. 18, 19; Dem. 25, 61 setzt νεαλὴς καὶ [[πρόσφατος]] dem τεταριχευμένος entgegen; καὶ [[νεουργής]], Plut. Pericl. 13; – προσφάτως, neulich, Pol. 3, 37, 11 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 374.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0785.png Seite 785]] kurz zuvor, frisch geschlachtet, getödtet; [[ἑρσήεις]] καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖται, Il. 24, 757; [[νεκρός]], Her. 2, 89. 121, 5; übh. frisch, von der Zeit, neuerlich, jüngst, πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299; τῶν [[πάλαι]] πεπραγμένων λύσασθ' [[αἷμα]] προσφάτοις δίκαις, Aesch. Ch. 793; Her. 2, 89. 121; [[ὀργή]], Lys. 18, 19; Dem. 25, 61 setzt νεαλὴς καὶ [[πρόσφατος]] dem τεταριχευμένος entgegen; καὶ [[νεουργής]], Plut. Pericl. 13; – προσφάτως, neulich, Pol. 3, 37, 11 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 374.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui vient d'être tué, récemment tué;<br /><b>2</b> frais, récent, nouveau ; <i>abs.</i> jeune.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], R. Φα &gt; Φεν, tuer ; v. [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσφᾰτος''': -ον, (πέφασμαι παθ. πρκμ. τοῦ *[[φένω]]) ὁ νεωστὶ σφαγεὶς ἢ φονευθεὶς («νεωστὶ ἀνῃρημένος» Φώτ.), νῦν δέ μοι ἐρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Ἰλ. Ω. 757· νεκρὸς πρ. Ἡρόδ. 2. 89., 2. 121, 5· ἀκολούθως, ΙΙ. [[καθόλου]], νωπός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2. Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 4, κτλ.· ζῷα πρόσφατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παστά, Διόδ. 3. 31· οὕτω, πρ. καρποί, [[ἔλαιον]] Ἀριστ. Προβλ. 20. 30., 21. 4· χιὼν Πολύβ. 3. 55, 1· [[ὕδωρ]] Πλούτ. 2. 690C. 2) ἐπὶ γεγονότων καὶ πράξεων, [[καθόλου]], δίκαι Αἰσχύλ. Χο. 804· ἐπιστολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 130· ὀργὴ Λυσί. 151. 5· [[ὀχεία]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 9· [[Ἀφροδίτη]] Ἀλκίφρων 1. 39. 3) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[πρόσφατος]] κρίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τἀδικήματα ἕωλα… καὶ ψυχρά, Δημ. 551. 15· νεαλὴς καὶ πρ., ἀντίθετον τῷ τεταριχευμένος, ὁ αὐτ. 788. 23· μάρτυρες..., οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ πρ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 15, 13, πρβλ. Μετεωρ. 1. 14, 9· - [[νέος]], Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. ΙΙΙ. πρόσφατον ὡς ἐπίρρ. χρόνου, [[νεωστί]], ἐσχάτως, τελευταῖον, Πινδ. Π. 4. 533· [[ὡσαύτως]], προσφάτως, Πολύβ. 3. 37, 11, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581Ε, κτλ.
|lstext='''πρόσφᾰτος''': -ον, (πέφασμαι παθ. πρκμ. τοῦ *[[φένω]]) ὁ νεωστὶ σφαγεὶς ἢ φονευθεὶς («νεωστὶ ἀνῃρημένος» Φώτ.), νῦν δέ μοι ἐρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Ἰλ. Ω. 757· νεκρὸς πρ. Ἡρόδ. 2. 89., 2. 121, 5· ἀκολούθως, ΙΙ. [[καθόλου]], νωπός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2. Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 4, κτλ.· ζῷα πρόσφατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παστά, Διόδ. 3. 31· οὕτω, πρ. καρποί, [[ἔλαιον]] Ἀριστ. Προβλ. 20. 30., 21. 4· χιὼν Πολύβ. 3. 55, 1· [[ὕδωρ]] Πλούτ. 2. 690C. 2) ἐπὶ γεγονότων καὶ πράξεων, [[καθόλου]], δίκαι Αἰσχύλ. Χο. 804· ἐπιστολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 130· ὀργὴ Λυσί. 151. 5· [[ὀχεία]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 9· [[Ἀφροδίτη]] Ἀλκίφρων 1. 39. 3) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[πρόσφατος]] κρίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τἀδικήματα ἕωλα… καὶ ψυχρά, Δημ. 551. 15· νεαλὴς καὶ πρ., ἀντίθετον τῷ τεταριχευμένος, ὁ αὐτ. 788. 23· μάρτυρες..., οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ πρ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 15, 13, πρβλ. Μετεωρ. 1. 14, 9· - [[νέος]], Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. ΙΙΙ. πρόσφατον ὡς ἐπίρρ. χρόνου, [[νεωστί]], ἐσχάτως, τελευταῖον, Πινδ. Π. 4. 533· [[ὡσαύτως]], προσφάτως, Πολύβ. 3. 37, 11, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581Ε, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui vient d'être tué, récemment tué;<br /><b>2</b> frais, récent, nouveau ; <i>abs.</i> jeune.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], R. Φα &gt; Φεν, tuer ; v. [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater