Anonymous

πρόσφατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui vient d'être tué, récemment tué;<br /><b>2</b> frais, récent, nouveau ; <i>abs.</i> jeune.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], R. Φα &gt; Φεν, tuer ; v. [[πεφνεῖν]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui vient d'être tué, récemment tué;<br /><b>2</b> frais, récent, nouveau ; <i>abs.</i> jeune.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], R. Φα &gt; Φεν, tuer ; v. [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσφᾰτος''': -ον, (πέφασμαι παθ. πρκμ. τοῦ *[[φένω]]) ὁ νεωστὶ σφαγεὶς ἢ φονευθεὶς («νεωστὶ ἀνῃρημένος» Φώτ.), νῦν δέ μοι ἐρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Ἰλ. Ω. 757· νεκρὸς πρ. Ἡρόδ. 2. 89., 2. 121, 5· ἀκολούθως, ΙΙ. [[καθόλου]], νωπός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2. Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 4, κτλ.· ζῷα πρόσφατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παστά, Διόδ. 3. 31· οὕτω, πρ. καρποί, [[ἔλαιον]] Ἀριστ. Προβλ. 20. 30., 21. 4· χιὼν Πολύβ. 3. 55, 1· [[ὕδωρ]] Πλούτ. 2. 690C. 2) ἐπὶ γεγονότων καὶ πράξεων, [[καθόλου]], δίκαι Αἰσχύλ. Χο. 804· ἐπιστολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 130· ὀργὴ Λυσί. 151. [[ὀχεία]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 9· [[Ἀφροδίτη]] Ἀλκίφρων 1. 39. 3) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[πρόσφατος]] κρίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τἀδικήματα ἕωλα… καὶ ψυχρά, Δημ. 551. 15· νεαλὴς καὶ πρ., ἀντίθετον τῷ τεταριχευμένος, ὁ αὐτ. 788. 23· μάρτυρες..., οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ πρ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 15, 13, πρβλ. Μετεωρ. 1. 14, 9· - [[νέος]], Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. ΙΙΙ. πρόσφατον ὡς ἐπίρρ. χρόνου, [[νεωστί]], ἐσχάτως, τελευταῖον, Πινδ. Π. 4. 533· [[ὡσαύτως]], προσφάτως, Πολύβ. 3. 37, 11, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581Ε, κτλ.
|elnltext=πρόσφατος -ον [πρός, ~ θείνω] recent gedood:. πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι jij ligt in mijn paleis alsof je zojuist gedood bent Il. 24.757; μισγόμενον νεκρῷ προσφάτῳ γυναικός gemeenschap hebbend met het net gestorven lichaam van een vrouw Hdt. 2.89.2. recent:; προσφάτοις δίκαις door nieuwe gerechtigheid Aeschl. Ch. 805; ἔτι τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου nu jouw woede nog vers is Lys. 18.19; τῶν δ’ ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος... πρόσφατος κρίνεται de rest van ons staat onmiddellijk terecht Dem. 21.112; μάρτυρές εἰσι διττοί, οἱ μὲν παλαιοί, οἱ δὲ πρόσφατοι getuigen zijn er van twee soorten: oude en nieuwe Aristot. Rh. 1375b27; adv. προσφάτως onlangs. NT Act. Ap. 18.2. vers:. τὰ πρόσφατα ἄλφιτα καὶ ἄλητα de verse gerst en tarwe Hp. Vict. 2.44; ἐκ τῶν ἰδίων ( δαφνῶν ) προσφάτων οὐσῶν van hun eigen lauriertakken, die nog vers waren Plut. Pomp. 31.5.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσφᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[свежий]] ([[νεκρός]] Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; [[χιών]] Polyb.; [[ὕδωρ]] Plut.): τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. когда гнев еще не остыл;<br /><b class="num">2)</b> [[недавний]], [[новый]] (δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; [[ὁδός]] NT);<br /><b class="num">3)</b> [[молодой]], [[неопытный]] . καὶ [[καινός]] τινι Plut.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πρόσφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σφαγιάστηκε [[μόλις]], πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[νέος]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> <i>πρόσφατον</i>, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πρόσφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σφαγιάστηκε [[μόλις]], πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[νέος]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> <i>πρόσφατον</i>, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσφᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[свежий]] ([[νεκρός]] Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; [[χιών]] Polyb.; [[ὕδωρ]] Plut.): τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. когда гнев еще не остыл;<br /><b class="num">2)</b> [[недавний]], [[новый]] (δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; [[ὁδός]] NT);<br /><b class="num">3)</b> [[молодой]], [[неопытный]] . καὶ [[καινός]] τινι Plut.).
|lstext='''πρόσφᾰτος''': -ον, (πέφασμαι παθ. πρκμ. τοῦ *[[φένω]]) ὁ νεωστὶ σφαγεὶς ἢ φονευθεὶς («νεωστὶ ἀνῃρημένος» Φώτ.), νῦν δέ μοι ἐρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Ἰλ. Ω. 757· νεκρὸς πρ. Ἡρόδ. 2. 89., 2. 121, 5· ἀκολούθως, ΙΙ. [[καθόλου]], νωπός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2. Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 4, κτλ.· ζῷα πρόσφατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παστά, Διόδ. 3. 31· οὕτω, πρ. καρποί, [[ἔλαιον]] Ἀριστ. Προβλ. 20. 30., 21. 4· χιὼν Πολύβ. 3. 55, 1· [[ὕδωρ]] Πλούτ. 2. 690C. 2) ἐπὶ γεγονότων καὶ πράξεων, [[καθόλου]], δίκαι Αἰσχύλ. Χο. 804· ἐπιστολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 130· ὀργὴ Λυσί. 151. [[ὀχεία]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, [[Ἀφροδίτη]] Ἀλκίφρων 1. 39. 3) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[πρόσφατος]] κρίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τἀδικήματα ἕωλα… καὶ ψυχρά, Δημ. 551. 15· νεαλὴς καὶ πρ., ἀντίθετον τῷ τεταριχευμένος, ὁ αὐτ. 788. 23· μάρτυρες..., οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ πρ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 15, 13, πρβλ. Μετεωρ. 1. 14, 9· - [[νέος]], Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. ΙΙΙ. πρόσφατον ὡς ἐπίρρ. χρόνου, [[νεωστί]], ἐσχάτως, τελευταῖον, Πινδ. Π. 4. 533· [[ὡσαύτως]], προσφάτως, Πολύβ. 3. 37, 11, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581Ε, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσφατος -ον [πρός, ~ θείνω] recent gedood:. πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι jij ligt in mijn paleis alsof je zojuist gedood bent Il. 24.757; μισγόμενον νεκρῷ προσφάτῳ γυναικός gemeenschap hebbend met het net gestorven lichaam van een vrouw Hdt. 2.89.2. recent:; προσφάτοις δίκαις door nieuwe gerechtigheid Aeschl. Ch. 805; ἔτι τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου nu jouw woede nog vers is Lys. 18.19; τῶν δ’ ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος... πρόσφατος κρίνεται de rest van ons staat onmiddellijk terecht Dem. 21.112; μάρτυρές εἰσι διττοί, οἱ μὲν παλαιοί, οἱ δὲ πρόσφατοι getuigen zijn er van twee soorten: oude en nieuwe Aristot. Rh. 1375b27; adv. προσφάτως onlangs. NT Act. Ap. 18.2. vers:. τὰ πρόσφατα ἄλφιτα καὶ ἄλητα de verse gerst en tarwe Hp. Vict. 2.44; ἐκ τῶν ἰδίων ( δαφνῶν ) προσφάτων οὐσῶν van hun eigen lauriertakken, die nog vers waren Plut. Pomp. 31.5.
}}
}}
{{etym
{{etym