3,277,300
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0799.png Seite 799]] (πρὸγόνυ), adv., wie [[γνύξ]], knielings, auf den Knieen, in die Kniee; [[πρόχνυ]] καθεζομένη, Il. 9, 570, auf den Knieen sitzend, d. i. in die Kniee sinkend, niederknieend; u. weil das in die Kniee Sinken ein Zeichen der Erschöpfung ist, übtr., ὥς κε Τρῶες ὑπερφίαλοι ἀπόλωνται [[πρόχνυ]] κακῶς σὺν παισὶ καὶ ἀλόχοισιν, 21, 460, wie Od. 14, 69, ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι [[πρόχνυ]], darnieder sinkend od. in den Staub stürzend umkommen; vgl. ἐπεὶ πολλῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν, was Od. 14, 69 darauf folgt. Bei sp. D. übh. = sehr, [[πρόχνυ]] [[γεράνδρυον]], Ap. Rh. 1, 1118; = wirklich, 2, 249. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0799.png Seite 799]] (πρὸγόνυ), adv., wie [[γνύξ]], knielings, auf den Knieen, in die Kniee; [[πρόχνυ]] καθεζομένη, Il. 9, 570, auf den Knieen sitzend, d. i. in die Kniee sinkend, niederknieend; u. weil das in die Kniee Sinken ein Zeichen der Erschöpfung ist, übtr., ὥς κε Τρῶες ὑπερφίαλοι ἀπόλωνται [[πρόχνυ]] κακῶς σὺν παισὶ καὶ ἀλόχοισιν, 21, 460, wie Od. 14, 69, ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι [[πρόχνυ]], darnieder sinkend od. in den Staub stürzend umkommen; vgl. ἐπεὶ πολλῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν, was Od. 14, 69 darauf folgt. Bei sp. D. übh. = sehr, [[πρόχνυ]] [[γεράνδρυον]], Ap. Rh. 1, 1118; = wirklich, 2, 249. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> à genou, sur les genoux;<br /><b>2</b> de fond en comble, entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γόνυ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόχνῠ''': Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ [[γνύξ]], μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», [[πρόχνυ]] καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται [[πρόχνυ]] κακῶς, [[ὅπως]] ἀπολεσθῶσιν [[παντάπασι]] κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, [[πρόχνυ]] ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ [[πρόχνυ]] παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = [[πάνυ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249. | |lstext='''πρόχνῠ''': Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ [[γνύξ]], μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», [[πρόχνυ]] καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται [[πρόχνυ]] κακῶς, [[ὅπως]] ἀπολεσθῶσιν [[παντάπασι]] κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, [[πρόχνυ]] ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ [[πρόχνυ]] παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = [[πάνυ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |