Anonymous

πρόχνυ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> à genou, sur les genoux;<br /><b>2</b> de fond en comble, entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γόνυ]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> à genou, sur les genoux;<br /><b>2</b> de fond en comble, entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γόνυ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόχνῠ''': Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ [[γνύξ]], μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», [[πρόχνυ]] καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται [[πρόχνυ]] κακῶς, [[ὅπως]] ἀπολεσθῶσιν [[παντάπασι]] κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, [[πρόχνυ]] ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ [[πρόχνυ]] παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = [[πάνυ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249.
|elnltext=πρόχνυ [πρό, γόνυ] adv. op de knieën:. πρόχνυ καθεζομένη op de knieën zittend Il. 9.570. geheel en al, totaal:. ὀλέσθαι π. totaal vernietigd worden Od. 14.69.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόχνῠ:''' adv. [[γόνυ]]<br /><b class="num">1)</b> [[на коленях]]: π. καθεζομένη Hom. коленопреклоненная;<br /><b class="num">2)</b> [[полностью]], [[окончательно]] ([[ὀλέσθαι]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πρόχνῠ:''' επίρρ. ([[πρό]], [[γόνυ]]), στα [[γόνατα]], δηλ., γονατιστά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ὥς κεν ἀπόλωνται [[πρόχνυ]], θα φθαρούν, δηλ. θα καταλύσουν τον νόμο και θα χαθούν ολοκληρωτικά, στο ίδ.· ομοίως, [[πρόχνυ]] [[ὀλέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πρόχνῠ:''' επίρρ. ([[πρό]], [[γόνυ]]), στα [[γόνατα]], δηλ., γονατιστά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ὥς κεν ἀπόλωνται [[πρόχνυ]], θα φθαρούν, δηλ. θα καταλύσουν τον νόμο και θα χαθούν ολοκληρωτικά, στο ίδ.· ομοίως, [[πρόχνυ]] [[ὀλέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόχνῠ:''' adv. [[γόνυ]]<br /><b class="num">1)</b> [[на коленях]]: π. καθεζομένη Hom. коленопреклоненная;<br /><b class="num">2)</b> [[полностью]], [[окончательно]] ([[ὀλέσθαι]] Hom.).
|lstext='''πρόχνῠ''': Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ [[γνύξ]], μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», [[πρόχνυ]] καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται [[πρόχνυ]] κακῶς, [[ὅπως]] ἀπολεσθῶσιν [[παντάπασι]] κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, [[πρόχνυ]] ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ [[πρόχνυ]] παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = [[πάνυ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόχνυ [πρό, γόνυ] adv. op de knieën:. πρόχνυ καθεζομένη op de knieën zittend Il. 9.570. geheel en al, totaal:. ὀλέσθαι π. totaal vernietigd worden Od. 14.69.
}}
}}
{{etym
{{etym