3,277,218
edits
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ἡ, Thür, Thor der Stadt; Σκαιαὶ πύλαι, Il. 3, 145 u. oft; Δαρδάνιαι, 5, 798; des Lagers, πύλας ποιήσομεν εὖ ἀραρυίας, 7, 339; des Hauses u. Zimmers; bei Hom. u. Hes. nur im plur., wobei vielleicht an Flügelthüren zu denken ist; ἰθὺς σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, vgl. 18, 275, ὑψηλαί τε πύλαι, σανίδες τ' ἐπὶ τῇς ἀραρυῖαι; vgl. noch πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε, geöffnet, 21, 531; ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας, ib. 537; auch οὐρανοῦ, 5, 749; u. ἐχθρὸς γάρ μοι [[κεῖνος]] [[ὁμῶς]] Ἀΐδαο πύλῃσιν, 9, 312 Od. 14, 156, d. i. wie der Tod; πύλας Ἀΐδαο περήσειν, Il. 5, 646, in's Reich der Todten eingehen werden; τὰν Ἀΐδαο πύλαν ἀραξεῖ, Theocr. 2, 160; Pind. οἰχθεισᾶν πυλᾶν, N. 1, 41, u. öfter, immer im plur.; auch übertr., πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν, Ol. 6, 27; Aesch. u. Eur. immer im plur., πύλας ἀνοῖξαι, Ag. 590, Spt. oft; Soph. auch im sing., Ai. 11, κλῇθρ' ἀνασπάστου πύλης χαλῶσα Ant. 1171, häufiger aber im plur.; auch in Prosa im sing., der eine von zwei Thürflügeln, ἑτέρην πύλην παρακλίνας, Her. 3, 156; κλῄσαντες τὰς τοῦ βασιλικοῦ πύλας, Plat. Rep. VIII, 560 e; – auch übertr., πύλας [[πάνυ]] μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε, Conv. 218 b; – ein Theil der Leber, Tim. 71 e; – Paß, im Gebirge, Her. 5, 52; Xen. An. 1, 4, 4; s. N. pr.; – überh. Oeffnung, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ἡ, Thür, Thor der Stadt; Σκαιαὶ πύλαι, Il. 3, 145 u. oft; Δαρδάνιαι, 5, 798; des Lagers, πύλας ποιήσομεν εὖ ἀραρυίας, 7, 339; des Hauses u. Zimmers; bei Hom. u. Hes. nur im plur., wobei vielleicht an Flügelthüren zu denken ist; ἰθὺς σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, vgl. 18, 275, ὑψηλαί τε πύλαι, σανίδες τ' ἐπὶ τῇς ἀραρυῖαι; vgl. noch πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε, geöffnet, 21, 531; ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας, ib. 537; auch οὐρανοῦ, 5, 749; u. ἐχθρὸς γάρ μοι [[κεῖνος]] [[ὁμῶς]] Ἀΐδαο πύλῃσιν, 9, 312 Od. 14, 156, d. i. wie der Tod; πύλας Ἀΐδαο περήσειν, Il. 5, 646, in's Reich der Todten eingehen werden; τὰν Ἀΐδαο πύλαν ἀραξεῖ, Theocr. 2, 160; Pind. οἰχθεισᾶν πυλᾶν, N. 1, 41, u. öfter, immer im plur.; auch übertr., πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν, Ol. 6, 27; Aesch. u. Eur. immer im plur., πύλας ἀνοῖξαι, Ag. 590, Spt. oft; Soph. auch im sing., Ai. 11, κλῇθρ' ἀνασπάστου πύλης χαλῶσα Ant. 1171, häufiger aber im plur.; auch in Prosa im sing., der eine von zwei Thürflügeln, ἑτέρην πύλην παρακλίνας, Her. 3, 156; κλῄσαντες τὰς τοῦ βασιλικοῦ πύλας, Plat. Rep. VIII, 560 e; – auch übertr., πύλας [[πάνυ]] μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε, Conv. 218 b; – ein Theil der Leber, Tim. 71 e; – Paß, im Gebirge, Her. 5, 52; Xen. An. 1, 4, 4; s. N. pr.; – überh. Oeffnung, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>A.</b> <i>n. comm.</i> :<br /><b>I.</b> <i>au sg.</i> battant d'une porte, <i>p. ext.</i> porte;<br /><b>II.</b> [[αἱ]] πύλαι porte (d'une maison <i>ou</i> d'un palais, d'une tente, d'un camp, de tours, de fortifications, d'une ville) ; <i>particul. à Troie</i> les portes Scées (v. [[Σκαιαί]]);<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> passage <i>en gén.</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. de désignation géograph.</i> isthme, détroit, canal, écluse, défilé d'une montagne;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'organes (un vaisseau du foie, etc.)</i>;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> πύλαι πολέμου PLUT portes de la guerre, <i>etc.</i><br /><b>B.</b> <i>noms de lieu : v.</i> [[Πύλαι]].<br />'''Étymologie:''' pê de la R. Πελ. agiter, pousser ; cf. <i>lat.</i> pello. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύλη''': [ῠ], ἡ, [[κυρίως]] τὸ ἕτερον ἐκ τῶν φύλλων διφύλλου πύλης, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέραν πύλην Ἠρόδ. 3. 156˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ πύλαι πόλεως, ἀντίθετον τῷ [[θύρα]] (οἰκίας [[θύρα]]), Σκαιαὶ πύλαι Ἰλ. Γ. 145, κτλ.· πύλας εὖ ἀραρυίας Η. 339˙ πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Μ. 454˙ πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε Φ. 531˙ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας Φ. 537˙ πύλας ἀναπιτνάμεν, ανοῖξαι Πινδ. Ο. 6. 45, Αἰσχύλ. Ἀγ. 604˙ κλῇσαι Πλάτ. Πολ. 560C· [[παρατηρητέον]] δὲ ὅτι τὸ ἄρθρ. [[συχνάκις]] καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔτι παραλείπεται˙ - παρὰ Σοφ. [[ἐνίοτε]] καὶ καθ’ ἑνικόν, Ἀντ. 1186, Αἴ. 11, Ἠλ. 818, καὶ ὁ πληθ. [[ἐνίοτε]] κεῖται ἐπὶ πολλῶν πυλῶν, Αἰσχύλ. Θηβ. 125˙ - ἐν πύλαις, κατὰ τὰς πύλας, [[αὐτόθι]] 160, 213, κ. ἀλλ.˙ πρὸς πύλαις [[αὐτόθι]] 377, 457˙ - αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἦτο [[τόπος]] [[ἔνθα]] κοινῶς συνήρχοντο πρὸς πωλήσεις καὶ ἀγοράς, κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1246. 2) παρὰ τοῖς Τραγ., [[ἐνίοτε]] λέγεται ἐπὶ τῆς θύρας οἰκίας, δωμάτων πύλαι Αισχύλ. Χο. 732, πρβλ. 561˙ γυναικείους π., τὴν θύραν τὴν ἄγουσαν εἰς τὸν γυναικῶνα, [[αὐτόθι]] 878˙ πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο Σοφ. Ο. Τ. 1244˙ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 18˙ ἐπὶ τῆς θύρας σκηνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 11˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186˙ πύλης [[ἄναξ]] θυρωρὲ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Φλωρεντιαν Ἐτυμολογ. ἐν Mélanges de litt. Gr. σ. 32 3) Ἀΐδαο πύλαι, περίφρ. ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, δηλ. τοῦ ᾅδου, Ἰλ. Ε. 646., Ι. 312, Ὀδ. Ξ. 150˙ Ἅιδου πύλαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1291, κτλ.˙ οὕτω, σκότου πύλαι Εὐρ. Ἑκ. 1˙ νερτέρων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1447. ΙΙ. [[καθόλου]], [[εἴσοδος]], [[ἄνοιγμα]], [[στόμιον]], ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Ἐμπεδ. 361˙ ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ἀθήν. 169Α˙ πύλας τοῖς ὠσὶ ἐπιτίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 218Β˙ ἐπὶ τοῦ [[ἥπατος]], π. καὶ δοχαὶ χολῆς, τὸ [[στόμιον]] τῆς χοληδόχου κύστεως, Εὐρ. Ἠλ. 828, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 71C, Ἀριστ. Π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 12. 2) ἡ εἴς τινα χώραν [[εἴσοδος]] διὰ μέσου ὀρέων, ὀρεινὴ διάβασις, Ἡρόδ. 5. 52˙ - [[ἐντεῦθεν]], [[Πύλαι]], αἱ, τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ Θερμοπύλαι, ἡ παρὰ τὰ ὄρη [[εἴσοδος]] ἐκ Θεσσαλίας εἰς τὴν Λοκρίδα θεωρουμένη ὡς ἡ [[πύλη]] τῆς Ἑλλάδος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 7. 176, 201˙ οὕτω, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας, ἐπὶ τῆς μεταξὺ τῶν ὀρέων διόδου ἀπὸ τῆς Συρίας εἰς τὴν Κιλικίαν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4˙ αἱ Σύριαι π. [[αὐτόθι]] 5, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 52˙ [[ὡσαύτως]], Κασπίαις πύλαις Στράβ. 520˙ πύλαι Λύδιαι ὁ αὐτ. 613˙ Ἀμανίδες π. ὁ αὐτ. 676, 571 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Ἀρρ. Ἀν. 2. 7)˙ - ([[ἐνίοτε]] δὲ αἱ δίοδοι αὖται καὶ πράγματι ἐκλείοντο διὰ πυλῶν, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 117., 5. 52, Ξενοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)˙ - [[οὕτως]] ὁ Ἰσθμὸς καλεῖται Πόντοιο πύλαι, Πινδ. Ν. 10. 50 ἢ Κορίνθου π., ὁ αὐτ. Ο 9. 129˙ ἢ αἱ π. τῆς Πελοποννήσου, Ξεν. Ἀγησ. 2. 17˙ ἢ Πέλοπος νάσου θεόδματοι πύλαι Βακχυλ. Ἀποσπ. 28 [7] Blass, ἴδε πυλωρὸς Ι. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στενοῦ πορθμοῦ, δι’ οὖ τις εἰσέρχεται εἰς εὐρεῖαν θάλασσαν, [[Πύλαι]] Γαδειρίδες, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πινδ. Ἀποσπ. 155˙ [[οὕτως]], ἐπ’ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., ἐπὶ τοῦ Θρᾳκικοῦ Βοσπόρου, Αἰσχύλ. Πρ. 729˙ ἐν πύλαις, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Α. 803. | |lstext='''πύλη''': [ῠ], ἡ, [[κυρίως]] τὸ ἕτερον ἐκ τῶν φύλλων διφύλλου πύλης, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέραν πύλην Ἠρόδ. 3. 156˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ πύλαι πόλεως, ἀντίθετον τῷ [[θύρα]] (οἰκίας [[θύρα]]), Σκαιαὶ πύλαι Ἰλ. Γ. 145, κτλ.· πύλας εὖ ἀραρυίας Η. 339˙ πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Μ. 454˙ πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε Φ. 531˙ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας Φ. 537˙ πύλας ἀναπιτνάμεν, ανοῖξαι Πινδ. Ο. 6. 45, Αἰσχύλ. Ἀγ. 604˙ κλῇσαι Πλάτ. Πολ. 560C· [[παρατηρητέον]] δὲ ὅτι τὸ ἄρθρ. [[συχνάκις]] καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔτι παραλείπεται˙ - παρὰ Σοφ. [[ἐνίοτε]] καὶ καθ’ ἑνικόν, Ἀντ. 1186, Αἴ. 11, Ἠλ. 818, καὶ ὁ πληθ. [[ἐνίοτε]] κεῖται ἐπὶ πολλῶν πυλῶν, Αἰσχύλ. Θηβ. 125˙ - ἐν πύλαις, κατὰ τὰς πύλας, [[αὐτόθι]] 160, 213, κ. ἀλλ.˙ πρὸς πύλαις [[αὐτόθι]] 377, 457˙ - αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἦτο [[τόπος]] [[ἔνθα]] κοινῶς συνήρχοντο πρὸς πωλήσεις καὶ ἀγοράς, κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1246. 2) παρὰ τοῖς Τραγ., [[ἐνίοτε]] λέγεται ἐπὶ τῆς θύρας οἰκίας, δωμάτων πύλαι Αισχύλ. Χο. 732, πρβλ. 561˙ γυναικείους π., τὴν θύραν τὴν ἄγουσαν εἰς τὸν γυναικῶνα, [[αὐτόθι]] 878˙ πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο Σοφ. Ο. Τ. 1244˙ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 18˙ ἐπὶ τῆς θύρας σκηνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 11˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186˙ πύλης [[ἄναξ]] θυρωρὲ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Φλωρεντιαν Ἐτυμολογ. ἐν Mélanges de litt. Gr. σ. 32 3) Ἀΐδαο πύλαι, περίφρ. ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, δηλ. τοῦ ᾅδου, Ἰλ. Ε. 646., Ι. 312, Ὀδ. Ξ. 150˙ Ἅιδου πύλαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1291, κτλ.˙ οὕτω, σκότου πύλαι Εὐρ. Ἑκ. 1˙ νερτέρων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1447. ΙΙ. [[καθόλου]], [[εἴσοδος]], [[ἄνοιγμα]], [[στόμιον]], ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Ἐμπεδ. 361˙ ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ἀθήν. 169Α˙ πύλας τοῖς ὠσὶ ἐπιτίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 218Β˙ ἐπὶ τοῦ [[ἥπατος]], π. καὶ δοχαὶ χολῆς, τὸ [[στόμιον]] τῆς χοληδόχου κύστεως, Εὐρ. Ἠλ. 828, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 71C, Ἀριστ. Π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 12. 2) ἡ εἴς τινα χώραν [[εἴσοδος]] διὰ μέσου ὀρέων, ὀρεινὴ διάβασις, Ἡρόδ. 5. 52˙ - [[ἐντεῦθεν]], [[Πύλαι]], αἱ, τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ Θερμοπύλαι, ἡ παρὰ τὰ ὄρη [[εἴσοδος]] ἐκ Θεσσαλίας εἰς τὴν Λοκρίδα θεωρουμένη ὡς ἡ [[πύλη]] τῆς Ἑλλάδος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 7. 176, 201˙ οὕτω, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας, ἐπὶ τῆς μεταξὺ τῶν ὀρέων διόδου ἀπὸ τῆς Συρίας εἰς τὴν Κιλικίαν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4˙ αἱ Σύριαι π. [[αὐτόθι]] 5, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 52˙ [[ὡσαύτως]], Κασπίαις πύλαις Στράβ. 520˙ πύλαι Λύδιαι ὁ αὐτ. 613˙ Ἀμανίδες π. ὁ αὐτ. 676, 571 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Ἀρρ. Ἀν. 2. 7)˙ - ([[ἐνίοτε]] δὲ αἱ δίοδοι αὖται καὶ πράγματι ἐκλείοντο διὰ πυλῶν, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 117., 5. 52, Ξενοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)˙ - [[οὕτως]] ὁ Ἰσθμὸς καλεῖται Πόντοιο πύλαι, Πινδ. Ν. 10. 50 ἢ Κορίνθου π., ὁ αὐτ. Ο 9. 129˙ ἢ αἱ π. τῆς Πελοποννήσου, Ξεν. Ἀγησ. 2. 17˙ ἢ Πέλοπος νάσου θεόδματοι πύλαι Βακχυλ. Ἀποσπ. 28 [7] Blass, ἴδε πυλωρὸς Ι. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στενοῦ πορθμοῦ, δι’ οὖ τις εἰσέρχεται εἰς εὐρεῖαν θάλασσαν, [[Πύλαι]] Γαδειρίδες, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πινδ. Ἀποσπ. 155˙ [[οὕτως]], ἐπ’ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., ἐπὶ τοῦ Θρᾳκικοῦ Βοσπόρου, Αἰσχύλ. Πρ. 729˙ ἐν πύλαις, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Α. 803. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |