Anonymous

πύλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>A.</b> <i>n. comm.</i> :<br /><b>I.</b> <i>au sg.</i> battant d'une porte, <i>p. ext.</i> porte;<br /><b>II.</b> [[αἱ]] πύλαι porte (d'une maison <i>ou</i> d'un palais, d'une tente, d'un camp, de tours, de fortifications, d'une ville) ; <i>particul. à Troie</i> les portes Scées (v. [[Σκαιαί]]);<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> passage <i>en gén.</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. de désignation géograph.</i> isthme, détroit, canal, écluse, défilé d'une montagne;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'organes (un vaisseau du foie, etc.)</i>;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> πύλαι πολέμου PLUT portes de la guerre, <i>etc.</i><br /><b>B.</b> <i>noms de lieu : v.</i> [[Πύλαι]].<br />'''Étymologie:''' pê de la R. Πελ. agiter, pousser ; cf. <i>lat.</i> pello.
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>A.</b> <i>n. comm.</i> :<br /><b>I.</b> <i>au sg.</i> battant d'une porte, <i>p. ext.</i> porte;<br /><b>II.</b> [[αἱ]] πύλαι porte (d'une maison <i>ou</i> d'un palais, d'une tente, d'un camp, de tours, de fortifications, d'une ville) ; <i>particul. à Troie</i> les portes Scées (v. [[Σκαιαί]]);<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> passage <i>en gén.</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. de désignation géograph.</i> isthme, détroit, canal, écluse, défilé d'une montagne;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'organes (un vaisseau du foie, etc.)</i>;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> πύλαι πολέμου PLUT portes de la guerre, <i>etc.</i><br /><b>B.</b> <i>noms de lieu : v.</i> [[Πύλαι]].<br />'''Étymologie:''' pê de la R. Πελ. agiter, pousser ; cf. <i>lat.</i> pello.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πύλη''': [ῠ], ἡ, [[κυρίως]] τὸ ἕτερον ἐκ τῶν φύλλων διφύλλου πύλης, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέραν πύλην Ἠρόδ. 3. 156˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ πύλαι πόλεως, ἀντίθετον τῷ [[θύρα]] (οἰκίας [[θύρα]]), Σκαιαὶ πύλαι Ἰλ. Γ. 145, κτλ.· πύλας εὖ ἀραρυίας Η. 339˙ πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Μ. 454˙ πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε Φ. 531˙ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας Φ. 537˙ πύλας ἀναπιτνάμεν, ανοῖξαι Πινδ. Ο. 6. 45, Αἰσχύλ. Ἀγ. 604˙ κλῇσαι Πλάτ. Πολ. 560C· [[παρατηρητέον]] δὲ ὅτι τὸ ἄρθρ. [[συχνάκις]] καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔτι παραλείπεται˙ - παρὰ Σοφ. [[ἐνίοτε]] καὶ καθ’ ἑνικόν, Ἀντ. 1186, Αἴ. 11, Ἠλ. 818, καὶ ὁ πληθ. [[ἐνίοτε]] κεῖται ἐπὶ πολλῶν πυλῶν, Αἰσχύλ. Θηβ. 125˙ - ἐν πύλαις, κατὰ τὰς πύλας, [[αὐτόθι]] 160, 213, κ. ἀλλ.˙ πρὸς πύλαις [[αὐτόθι]] 377, 457˙ - αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἦτο [[τόπος]] [[ἔνθα]] κοινῶς συνήρχοντο πρὸς πωλήσεις καὶ ἀγοράς, κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1246. 2) παρὰ τοῖς Τραγ., [[ἐνίοτε]] λέγεται ἐπὶ τῆς θύρας οἰκίας, δωμάτων πύλαι Αισχύλ. Χο. 732, πρβλ. 561˙ γυναικείους π., τὴν θύραν τὴν ἄγουσαν εἰς τὸν γυναικῶνα, [[αὐτόθι]] 878˙ πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο Σοφ. Ο. Τ. 1244˙ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 18˙ ἐπὶ τῆς θύρας σκηνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 11˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186˙ πύλης [[ἄναξ]] θυρωρὲ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Φλωρεντιαν Ἐτυμολογ. ἐν Mélanges de litt. Gr. σ. 32 3) Ἀΐδαο πύλαι, περίφρ. ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, δηλ. τοῦ ᾅδου, Ἰλ. Ε. 646., Ι. 312, Ὀδ. Ξ. 150˙ Ἅιδου πύλαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1291, κτλ.˙ οὕτω, σκότου πύλαι Εὐρ. Ἑκ. 1˙ νερτέρων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1447. ΙΙ. [[καθόλου]], [[εἴσοδος]], [[ἄνοιγμα]], [[στόμιον]], ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Ἐμπεδ. 361˙ ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ἀθήν. 169Α˙ πύλας τοῖς ὠσὶ ἐπιτίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 218Β˙ ἐπὶ τοῦ [[ἥπατος]], π. καὶ δοχαὶ χολῆς, τὸ [[στόμιον]] τῆς χοληδόχου κύστεως, Εὐρ. Ἠλ. 828, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 71C, Ἀριστ. Π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 12. 2) ἡ εἴς τινα χώραν [[εἴσοδος]] διὰ μέσου ὀρέων, ὀρεινὴ διάβασις, Ἡρόδ. 5. 52˙ - [[ἐντεῦθεν]], [[Πύλαι]], αἱ, τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ Θερμοπύλαι, ἡ παρὰ τὰ ὄρη [[εἴσοδος]] ἐκ Θεσσαλίας εἰς τὴν Λοκρίδα θεωρουμένη ὡς ἡ [[πύλη]] τῆς Ἑλλάδος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 7. 176, 201˙ οὕτω, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας, ἐπὶ τῆς μεταξὺ τῶν ὀρέων διόδου ἀπὸ τῆς Συρίας εἰς τὴν Κιλικίαν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4˙ αἱ Σύριαι π. [[αὐτόθι]] 5, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 52˙ [[ὡσαύτως]], Κασπίαις πύλαις Στράβ. 520˙ πύλαι Λύδιαι ὁ αὐτ. 613˙ Ἀμανίδες π. ὁ αὐτ. 676, 571 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Ἀρρ. Ἀν. 2. 7)˙ - ([[ἐνίοτε]] δὲ αἱ δίοδοι αὖται καὶ πράγματι ἐκλείοντο διὰ πυλῶν, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 117., 5. 52, Ξενοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)˙ - [[οὕτως]] ὁ Ἰσθμὸς καλεῖται Πόντοιο πύλαι, Πινδ. Ν. 10. 50 ἢ Κορίνθου π., ὁ αὐτ. Ο 9. 129˙ ἢ αἱ π. τῆς Πελοποννήσου, Ξεν. Ἀγησ. 2. 17˙ ἢ Πέλοπος νάσου θεόδματοι πύλαι Βακχυλ. Ἀποσπ. 28 [7] Blass, ἴδε πυλωρὸς Ι. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στενοῦ πορθμοῦ, δι’ οὖ τις εἰσέρχεται εἰς εὐρεῖαν θάλασσαν, [[Πύλαι]] Γαδειρίδες, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πινδ. Ἀποσπ. 155˙ [[οὕτως]], ἐπ’ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., ἐπὶ τοῦ Θρᾳκικοῦ Βοσπόρου, Αἰσχύλ. Πρ. 729˙ ἐν πύλαις, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Α. 803.
|elnltext=πύλη -ης, ἡ deurvleugel; meestal plur. stadspoort. οἱ δ’ ἄνεσάν τε πύλας zij openden de poort Il. 21.537; ἥατο... ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι ze zaten bijeen bij de Scaeïsche poort Il. 3.149. huisdeur, poort:; κλῇθρ ( α )... πυλῆς χαλῶσα de grendel van de deur losmakend Soph. Ant. 1186; π. Ἀΐδαο de poort van Hades (onderwereld) Il. 5.646; σκότου π. poort van de duisternis Eur. Hec. 1; overdr.. τοῦ πολέμου π. de poorten van de oorlog Plut. Caes. 33.1. ingang, toegang:. πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε sluit jullie oren af met heel grote deuren Plat. Smp. 218b; πυλαὶ καὶ δοχαὶ χολῆς leverpoort en galblaas Eur. El. 828. geogr. bergpas:; αἱ Πύλαι Thermopylae Hdt. 7.201; π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας bergpas tussen Cilicië en Syrië Xen. An. 1.4.4; zeestraat:; Κορίνθου π. straat van Korinthe Pind.; van de Euripus. Eur. IA 803.
}}
{{elru
|elrutext='''πύλη:''' (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[створка]] (двери или ворот): παρακλίνειν τὴν ἑτέρην πύλην Her. приоткрыть одну половину ворот;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. ворота, врата Hom., Pind., Aesch., Plat., реже дверь Trag.: Ἀΐδαο πύλαι Hom., Ἃιδου πύλαι Aesch. etc., тж. σκότου или νερτέρων πύλαι Eur. врата Аида, т. е. подземное царство;<br /><b class="num">3)</b> pl. [[вход]], [[проход]] (λίμνης πύλαι Aesch.): πύλαι χολῆς Eur. желчный проток.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''πύλη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> το ένα [[φύλλο]] από το [[ζευγάρι]] φύλλων μιας δίφυλλης πόρτας, σε Ηρόδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., οι πύλες της πόλης, αντίθ. προς το [[θύρα]] (η πόρτα του σπιτιού), σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Τραγ., μερικές φορές λέγεται για την πόρτα του σπιτιού.<br /><b class="num">3.</b> <i>Ἀΐδαο πύλαι</i>, περιφρ. για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[είσοδος]], [[άνοιγμα]], [[στόμιο]], λέγεται για το [[συκώτι]], <i>π. καὶ δοχαὶ χολῆς</i>, το [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]] στη [[χώρα]] μέσα από τα βουνά, ορεινή [[διάβαση]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[Πύλαι]], <i>αἱ</i>, το κοινό όνομα των Θερμοπυλών ([[Θερμοπύλαι]]), η [[είσοδος]] μέσα από τα βουνά από τη [[Θεσσαλία]] στη [[Λοκρίδα]] που θεωρείται η [[πύλη]] της Ελλάδας, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για το [[πέρασμα]] από τη [[Συρία]] στην [[Κιλικία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για στενό πορθό μέσω του οποίου εισέρχεται [[κανείς]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], στο [[πέλαγος]], <i>ἐπ' αὐταῖς λίμνης π</i>., λέγεται για το Θρακικό Βόσπορο, σε Αισχύλ.· <i>ἐν πύλαις</i>, για τον Εύριπο, σε Ευρ.
|lsmtext='''πύλη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> το ένα [[φύλλο]] από το [[ζευγάρι]] φύλλων μιας δίφυλλης πόρτας, σε Ηρόδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., οι πύλες της πόλης, αντίθ. προς το [[θύρα]] (η πόρτα του σπιτιού), σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Τραγ., μερικές φορές λέγεται για την πόρτα του σπιτιού.<br /><b class="num">3.</b> <i>Ἀΐδαο πύλαι</i>, περιφρ. για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[είσοδος]], [[άνοιγμα]], [[στόμιο]], λέγεται για το [[συκώτι]], <i>π. καὶ δοχαὶ χολῆς</i>, το [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]] στη [[χώρα]] μέσα από τα βουνά, ορεινή [[διάβαση]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[Πύλαι]], <i>αἱ</i>, το κοινό όνομα των Θερμοπυλών ([[Θερμοπύλαι]]), η [[είσοδος]] μέσα από τα βουνά από τη [[Θεσσαλία]] στη [[Λοκρίδα]] που θεωρείται η [[πύλη]] της Ελλάδας, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για το [[πέρασμα]] από τη [[Συρία]] στην [[Κιλικία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για στενό πορθό μέσω του οποίου εισέρχεται [[κανείς]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], στο [[πέλαγος]], <i>ἐπ' αὐταῖς λίμνης π</i>., λέγεται για το Θρακικό Βόσπορο, σε Αισχύλ.· <i>ἐν πύλαις</i>, για τον Εύριπο, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πύλη:''' () <br /><b class="num">1)</b> [[створка]] (двери или ворот): παρακλίνειν τὴν ἑτέρην πύλην Her. приоткрыть одну половину ворот;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. ворота, врата Hom., Pind., Aesch., Plat., реже дверь Trag.: Ἀΐδαο πύλαι Hom., Ἃιδου πύλαι Aesch. etc., тж. σκότου или νερτέρων πύλαι Eur. врата Аида, т. е. подземное царство;<br /><b class="num">3)</b> pl. [[вход]], [[проход]] (λίμνης πύλαι Aesch.): πύλαι χολῆς Eur. желчный проток.
|lstext='''πύλη''': [], , [[κυρίως]] τὸ ἕτερον ἐκ τῶν φύλλων διφύλλου πύλης, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέραν πύλην Ἠρόδ. 3. 156˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ πύλαι πόλεως, ἀντίθετον τῷ [[θύρα]] (οἰκίας [[θύρα]]), Σκαιαὶ πύλαι Ἰλ. Γ. 145, κτλ.· πύλας εὖ ἀραρυίας Η. 339˙ πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Μ. 454˙ πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε Φ. 531˙ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας Φ. 537˙ πύλας ἀναπιτνάμεν, ανοῖξαι Πινδ. Ο. 6. 45, Αἰσχύλ. Ἀγ. 604˙ κλῇσαι Πλάτ. Πολ. 560C· [[παρατηρητέον]] δὲ ὅτι τὸ ἄρθρ. [[συχνάκις]] καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔτι παραλείπεται˙ - παρὰ Σοφ. [[ἐνίοτε]] καὶ καθ’ ἑνικόν, Ἀντ. 1186, Αἴ. 11, Ἠλ. 818, καὶ ὁ πληθ. [[ἐνίοτε]] κεῖται ἐπὶ πολλῶν πυλῶν, Αἰσχύλ. Θηβ. 125˙ - ἐν πύλαις, κατὰ τὰς πύλας, [[αὐτόθι]] 160, 213, κ. ἀλλ.˙ πρὸς πύλαις [[αὐτόθι]] 377, 457˙ - αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἦτο [[τόπος]] [[ἔνθα]] κοινῶς συνήρχοντο πρὸς πωλήσεις καὶ ἀγοράς, κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1246. 2) παρὰ τοῖς Τραγ., [[ἐνίοτε]] λέγεται ἐπὶ τῆς θύρας οἰκίας, δωμάτων πύλαι Αισχύλ. Χο. 732, πρβλ. 561˙ γυναικείους π., τὴν θύραν τὴν ἄγουσαν εἰς τὸν γυναικῶνα, [[αὐτόθι]] 878˙ πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο Σοφ. Ο. Τ. 1244˙ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 18˙ ἐπὶ τῆς θύρας σκηνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 11˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186˙ πύλης [[ἄναξ]] θυρωρὲ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Φλωρεντιαν Ἐτυμολογ. ἐν Mélanges de litt. Gr. σ. 32 3) Ἀΐδαο πύλαι, περίφρ. ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, δηλ. τοῦ ᾅδου, Ἰλ. Ε. 646., Ι. 312, Ὀδ. Ξ. 150˙ Ἅιδου πύλαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1291, κτλ.˙ οὕτω, σκότου πύλαι Εὐρ. Ἑκ. 1˙ νερτέρων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1447. ΙΙ. [[καθόλου]], [[εἴσοδος]], [[ἄνοιγμα]], [[στόμιον]], ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Ἐμπεδ. 361˙ ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ἀθήν. 169Α˙ πύλας τοῖς ὠσὶ ἐπιτίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 218Β˙ ἐπὶ τοῦ [[ἥπατος]], π. καὶ δοχαὶ χολῆς, τὸ [[στόμιον]] τῆς χοληδόχου κύστεως, Εὐρ. Ἠλ. 828, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 71C, Ἀριστ. Π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 12. 2) ἡ εἴς τινα χώραν [[εἴσοδος]] διὰ μέσου ὀρέων, ὀρεινὴ διάβασις, Ἡρόδ. 5. 52˙ - [[ἐντεῦθεν]], [[Πύλαι]], αἱ, τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ Θερμοπύλαι, ἡ παρὰ τὰ ὄρη [[εἴσοδος]] ἐκ Θεσσαλίας εἰς τὴν Λοκρίδα θεωρουμένη ὡς ἡ [[πύλη]] τῆς Ἑλλάδος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 7. 176, 201˙ οὕτω, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας, ἐπὶ τῆς μεταξὺ τῶν ὀρέων διόδου ἀπὸ τῆς Συρίας εἰς τὴν Κιλικίαν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4˙ αἱ Σύριαι π. [[αὐτόθι]] 5, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 52˙ [[ὡσαύτως]], Κασπίαις πύλαις Στράβ. 520˙ πύλαι Λύδιαι ὁ αὐτ. 613˙ Ἀμανίδες π. ὁ αὐτ. 676, 571 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Ἀρρ. Ἀν. 2. 7)˙ - ([[ἐνίοτε]] δὲ αἱ δίοδοι αὖται καὶ πράγματι ἐκλείοντο διὰ πυλῶν, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 117., 5. 52, Ξενοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)˙ - [[οὕτως]] ὁ Ἰσθμὸς καλεῖται Πόντοιο πύλαι, Πινδ. Ν. 10. 50 ἢ Κορίνθου π., ὁ αὐτ. Ο 9. 129˙ ἢ αἱ π. τῆς Πελοποννήσου, Ξεν. Ἀγησ. 2. 17˙ ἢ Πέλοπος νάσου θεόδματοι πύλαι Βακχυλ. Ἀποσπ. 28 [7] Blass, ἴδε πυλωρὸς Ι. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στενοῦ πορθμοῦ, δι’ οὖ τις εἰσέρχεται εἰς εὐρεῖαν θάλασσαν, [[Πύλαι]] Γαδειρίδες, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πινδ. Ἀποσπ. 155˙ [[οὕτως]], ἐπ’ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., ἐπὶ τοῦ Θρᾳκικοῦ Βοσπόρου, Αἰσχύλ. Πρ. 729˙ ἐν πύλαις, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Α. 803.
}}
{{elnl
|elnltext=πύλη -ης, ἡ deurvleugel; meestal plur. stadspoort. οἱ δ’ ἄνεσάν τε πύλας zij openden de poort Il. 21.537; ἥατο... ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι ze zaten bijeen bij de Scaeïsche poort Il. 3.149. huisdeur, poort:; κλῇθρ ( α )... πυλῆς χαλῶσα de grendel van de deur losmakend Soph. Ant. 1186; π. Ἀΐδαο de poort van Hades (onderwereld) Il. 5.646; σκότου π. poort van de duisternis Eur. Hec. 1; overdr.. τοῦ πολέμου π. de poorten van de oorlog Plut. Caes. 33.1. ingang, toegang:. πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε sluit jullie oren af met heel grote deuren Plat. Smp. 218b; πυλαὶ καὶ δοχαὶ χολῆς leverpoort en galblaas Eur. El. 828. geogr. bergpas:; αἱ Πύλαι Thermopylae Hdt. 7.201; π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας bergpas tussen Cilicië en Syrië Xen. An. 1.4.4; zeestraat:; Κορίνθου π. straat van Korinthe Pind.; van de Euripus. Eur. IA 803.
}}
}}
{{etym
{{etym