Anonymous

σάττω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] [[packen]]; – 1) von Kriegern, mit voller Waffenrüstung bepacken, vollständig bewaffnen, [[ausrüsten]], mit allen Waffen versehen, Valck. Her. 7, 62. 70. 73. 86, wo immer das plusqpf. pass. ἐσεσάχατο steht; ἀσπιδιῶται χαλκῷ σεσαγμένοι, Theocr. 17, 94; überh. mit allem Erforderlichen an Kleidung, Kost u. dgl. beladen, versehen, ὕδατι σάττειν, mit Wasser hinlänglich versehen, Her. 3, 7. – Bes. von Reit-, Zug- u. Lastthieren, [[beladen]], bepacken, aufschirren, ihnen den Pack- od. Saumsattel auflegen, Sp. (vgl. σάγμμ). – 2) [[anfüllen]], vollmachen mit Etwas, τινός, wie τοιῶνδε [[μέντοι]] πημάτων σεσαγμένον, Aesch. Ag. 630; φορμοῖς ἀχύρων σεσαγμένοις, Pol. 1, 19, 13; [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων, Xen. Oec. 8, 18; σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, Conv. 4, 64; seltener c. dat. – Bes. auch mit Speise u. Trank anfüllen, [[sättigen]], τὰς γνάθο υς, Eubul. bei Ath. XV, 571 f; u. übertr., σάττει καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν, Arist. probl. 21, 14. – In der Kochkunst, farciren, σπλὴν σεσάχθω Antiphan. bei Ath. VII, 295 d, σαῦραν τυρῷ σάξον Alex. ib. 322 d. – 3) feststampfen, [[festdrücken]], σάξαις ἂν τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]], Xen. Oec. 19, 11, die Erde um die Pflanze festtreten; [[fest hineindrücken]], εἴς τι, τὸν μὲν σάττουσιν εἰς ἀγγεῖα, Pol. 12, 2, 5; dah. pass. σάττεται, es drückt sich zusammen, fällt zusammen, setzt sich, Arist. meteor. 2, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] [[packen]]; – 1) von Kriegern, mit voller Waffenrüstung bepacken, vollständig bewaffnen, [[ausrüsten]], mit allen Waffen versehen, Valck. Her. 7, 62. 70. 73. 86, wo immer das plusqpf. pass. ἐσεσάχατο steht; ἀσπιδιῶται χαλκῷ σεσαγμένοι, Theocr. 17, 94; überh. mit allem Erforderlichen an Kleidung, Kost u. dgl. beladen, versehen, ὕδατι σάττειν, mit Wasser hinlänglich versehen, Her. 3, 7. – Bes. von Reit-, Zug- u. Lastthieren, [[beladen]], bepacken, aufschirren, ihnen den Pack- od. Saumsattel auflegen, Sp. (vgl. σάγμμ). – 2) [[anfüllen]], vollmachen mit Etwas, τινός, wie τοιῶνδε [[μέντοι]] πημάτων σεσαγμένον, Aesch. Ag. 630; φορμοῖς ἀχύρων σεσαγμένοις, Pol. 1, 19, 13; [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων, Xen. Oec. 8, 18; σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, Conv. 4, 64; seltener c. dat. – Bes. auch mit Speise u. Trank anfüllen, [[sättigen]], τὰς γνάθο υς, Eubul. bei Ath. XV, 571 f; u. übertr., σάττει καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν, Arist. probl. 21, 14. – In der Kochkunst, farciren, σπλὴν σεσάχθω Antiphan. bei Ath. VII, 295 d, σαῦραν τυρῷ σάξον Alex. ib. 322 d. – 3) feststampfen, [[festdrücken]], σάξαις ἂν τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]], Xen. Oec. 19, 11, die Erde um die Pflanze festtreten; [[fest hineindrücken]], εἴς τι, τὸν μὲν σάττουσιν εἰς ἀγγεῖα, Pol. 12, 2, 5; dah. pass. σάττεται, es drückt sich zusammen, fällt zusammen, setzt sich, Arist. meteor. 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔσαξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσάχθην, <i>pf.</i> [[σέσαγμαι]];<br /><b>1</b> équiper, armer : σάττειν χαλκῷ THCR couvrir d'une armure d'airain;<br /><b>2</b> approvisionner ; remplir, bourrer, farcir : [[τί]] τινος <i>ou</i> [[τί]] τινι remplir (un vase, un navire) de qch ; σάττειν γῆν περὶ [[φυτόν]] XÉN tasser de la terre autour d'une plante;<br /><i><b>Moy.</b></i> σάττομαι remplir <i>ou</i> bourrer pour soi ; χρυσῷ πήρην LUC remplir sa besace d'or.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; cf. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάττω''': Ἰων. [[σάσσω]] Ἱππ. 466. 21· παρατ. ἔσσατον Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 12· ἀόρ. ἔσαξα Ἡρόδ. 3. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 11, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1. - Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. γ. - Παθ., ἀόρ. ἐσάχθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· πρκμ. σέσακται Κερκιδ. παρὰ Στοβ. τ. 4. 43· προστ. σεσάχθω Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1· ἴδε κατωτ. - Παρὰ τῷ Ἱππ. ὁ μέλλων σχηματίζεται διὰ τοῦ σ (ὡς τὸ πλάσω ἐκ τοῦ [[πλάσσω]]), ἐσσάσω 504. 54· καὶ ἀόρ. ἐσέσασα 500. 13., 504. 55. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΣΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[σάγμα]], [[σάγος]], σαγή· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σάκος]]). Φορτώνω, [[κυρίως]] δὲ «σαμαρώνω», ἐπιθέτω τὸ [[σάγμα]] ἢ σαμάριον καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[φορτίον]], πρβλ. [[σάγμα]]· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἐπὶ πολεμιστῶν, φορτώνω μὲ ὅπλα, [[ὁπλίζω]] διὰ πανοπλίας, ἁρματώνω· - Παθ., ὁπλίζομαι διὰ πανοπλίας, Ἡρόδ. 7. 62, 70, 73, 86 (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσυντ. [[ἐσεσάχατο]])· ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Θεόκρ. 17. 94· πρβλ. σαγή. 2) [[ἐφοδιάζω]] μὲ πάντα τὰ ἀναγκαῖα, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν], ἀφοδιάσαντες τὴν εἰς Αἴγυπτον εἴσοδον μὲ [[ὕδωρ]], Ἡρόδ. 3. 7. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καλῶς]] ἢ [[βαρέως]] φορτώνω, [[καλῶς]] [[γεμίζω]], ὑπερπληρῶ, πᾶς δ’ ἀνὴρ ἔσαττε [[τεῦχος]] ἢ κόϊκ’ ἢ κωρύκους Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔσαττον τὰς γνάθους, ἐπλήρουν αὐτὰς τροφῆς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 4. - Παθ., ὁ σπλὴν σεσάχθω Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτ.»1. β) μετὰ γεν. πράγματος, σ. τῶν ἀρωμάτων (καὶ τὴν κοιλίην) Ἱππ. 682. 43· τὸ δέρμα κνεφάλλων σ. Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Πανταλ.» 2· ἐν τῷ παθητ. πρκμ., πημάτων σεσαγμένος, φορτωμένος παθήματα, δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 644· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων Ξεν. Οἰκ. 8, 8· γαστέρ’ ᾔων κἀχύρων σεσαγμένους Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14. γ) μετὰ δοτ., τυρῷ τε σάξον ἁλσὶ τ’ (Δῆλ. τὸν σαῦρον) Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λουκ. Ἐρμότ. 65, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρυσῷ σαξάμενος πήρην ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 30, πρβλ. Κερκιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διογ. Λ. 6. 9· - οὕτω τὸ [[ῥῆμα]] [[πίμπλημι]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ μετὰ γεν. καὶ μετὰ δοτ. πράγματος, 2) πληρῶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, χορταίνω, ἱκανοποιῶ, σ. καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν Ἀριστ. Προβλ. 21. 14, 2. - Παθ., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, κορεσθείς, χορτάσας ἐκ πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4, 64· τρυφῆς… σαχθέντες [[κέαρ]] Nauck εἰς Τραγικ. Ἀποσπ. σ. 628. ΙΙΙ. [[πιέζω]], [[συνθλίβω]] πρὸς τὰ ἄνω, σ. τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]], πατῶ τὴν γῆν [[πέριξ]] φυτοῦ, Ξεν. Οἰκ. 19, 11· σ. καρπὸν εἰς ἀγγεῖα, «πατῶ», θέτω πολλοὺς καρποὺς ἀλλεπαλλήλους εἰς.., Πολύβ. 12. 2, 5. - Παθ., στενῶς συσσωρεύομαι, σύν.. εἵμασιν σεσαγμένοις Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 19 (κατὰ Welck. σεσαγμένοι), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 8, Προβλ. 25. 8, 4. IV. ἀνεταβ., [[καταπίπτω]], [[καταβυθίζω]], Ἄννα Κομν. 2. 73.
|lstext='''σάττω''': Ἰων. [[σάσσω]] Ἱππ. 466. 21· παρατ. ἔσσατον Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 12· ἀόρ. ἔσαξα Ἡρόδ. 3. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 11, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1. - Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. γ. - Παθ., ἀόρ. ἐσάχθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· πρκμ. σέσακται Κερκιδ. παρὰ Στοβ. τ. 4. 43· προστ. σεσάχθω Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1· ἴδε κατωτ. - Παρὰ τῷ Ἱππ. ὁ μέλλων σχηματίζεται διὰ τοῦ σ (ὡς τὸ πλάσω ἐκ τοῦ [[πλάσσω]]), ἐσσάσω 504. 54· καὶ ἀόρ. ἐσέσασα 500. 13., 504. 55. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΣΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[σάγμα]], [[σάγος]], σαγή· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σάκος]]). Φορτώνω, [[κυρίως]] δὲ «σαμαρώνω», ἐπιθέτω τὸ [[σάγμα]] ἢ σαμάριον καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[φορτίον]], πρβλ. [[σάγμα]]· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἐπὶ πολεμιστῶν, φορτώνω μὲ ὅπλα, [[ὁπλίζω]] διὰ πανοπλίας, ἁρματώνω· - Παθ., ὁπλίζομαι διὰ πανοπλίας, Ἡρόδ. 7. 62, 70, 73, 86 (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσυντ. [[ἐσεσάχατο]])· ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Θεόκρ. 17. 94· πρβλ. σαγή. 2) [[ἐφοδιάζω]] μὲ πάντα τὰ ἀναγκαῖα, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν], ἀφοδιάσαντες τὴν εἰς Αἴγυπτον εἴσοδον μὲ [[ὕδωρ]], Ἡρόδ. 3. 7. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καλῶς]] ἢ [[βαρέως]] φορτώνω, [[καλῶς]] [[γεμίζω]], ὑπερπληρῶ, πᾶς δ’ ἀνὴρ ἔσαττε [[τεῦχος]] ἢ κόϊκ’ ἢ κωρύκους Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔσαττον τὰς γνάθους, ἐπλήρουν αὐτὰς τροφῆς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 4. - Παθ., ὁ σπλὴν σεσάχθω Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτ.»1. β) μετὰ γεν. πράγματος, σ. τῶν ἀρωμάτων (καὶ τὴν κοιλίην) Ἱππ. 682. 43· τὸ δέρμα κνεφάλλων σ. Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Πανταλ.» 2· ἐν τῷ παθητ. πρκμ., πημάτων σεσαγμένος, φορτωμένος παθήματα, δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 644· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων Ξεν. Οἰκ. 8, 8· γαστέρ’ ᾔων κἀχύρων σεσαγμένους Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14. γ) μετὰ δοτ., τυρῷ τε σάξον ἁλσὶ τ’ (Δῆλ. τὸν σαῦρον) Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λουκ. Ἐρμότ. 65, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρυσῷ σαξάμενος πήρην ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 30, πρβλ. Κερκιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διογ. Λ. 6. 9· - οὕτω τὸ [[ῥῆμα]] [[πίμπλημι]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ μετὰ γεν. καὶ μετὰ δοτ. πράγματος, 2) πληρῶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, χορταίνω, ἱκανοποιῶ, σ. καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν Ἀριστ. Προβλ. 21. 14, 2. - Παθ., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, κορεσθείς, χορτάσας ἐκ πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4, 64· τρυφῆς… σαχθέντες [[κέαρ]] Nauck εἰς Τραγικ. Ἀποσπ. σ. 628. ΙΙΙ. [[πιέζω]], [[συνθλίβω]] πρὸς τὰ ἄνω, σ. τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]], πατῶ τὴν γῆν [[πέριξ]] φυτοῦ, Ξεν. Οἰκ. 19, 11· σ. καρπὸν εἰς ἀγγεῖα, «πατῶ», θέτω πολλοὺς καρποὺς ἀλλεπαλλήλους εἰς.., Πολύβ. 12. 2, 5. - Παθ., στενῶς συσσωρεύομαι, σύν.. εἵμασιν σεσαγμένοις Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 19 (κατὰ Welck. σεσαγμένοι), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 8, Προβλ. 25. 8, 4. IV. ἀνεταβ., [[καταπίπτω]], [[καταβυθίζω]], Ἄννα Κομν. 2. 73.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔσαξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσάχθην, <i>pf.</i> [[σέσαγμαι]];<br /><b>1</b> équiper, armer : σάττειν χαλκῷ THCR couvrir d'une armure d'airain;<br /><b>2</b> approvisionner ; remplir, bourrer, farcir : [[τί]] τινος <i>ou</i> [[τί]] τινι remplir (un vase, un navire) de qch ; σάττειν γῆν περὶ [[φυτόν]] XÉN tasser de la terre autour d'une plante;<br /><i><b>Moy.</b></i> σάττομαι remplir <i>ou</i> bourrer pour soi ; χρυσῷ πήρην LUC remplir sa besace d'or.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; cf. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]].
}}
}}
{{grml
{{grml