3,273,153
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔσαξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσάχθην, <i>pf.</i> [[σέσαγμαι]];<br /><b>1</b> équiper, armer : σάττειν χαλκῷ THCR couvrir d'une armure d'airain;<br /><b>2</b> approvisionner ; remplir, bourrer, farcir : [[τί]] τινος <i>ou</i> [[τί]] τινι remplir (un vase, un navire) de qch ; σάττειν γῆν περὶ [[φυτόν]] XÉN tasser de la terre autour d'une plante;<br /><i><b>Moy.</b></i> σάττομαι remplir <i>ou</i> bourrer pour soi ; χρυσῷ πήρην LUC remplir sa besace d'or.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; cf. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]]. | |btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔσαξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσάχθην, <i>pf.</i> [[σέσαγμαι]];<br /><b>1</b> équiper, armer : σάττειν χαλκῷ THCR couvrir d'une armure d'airain;<br /><b>2</b> approvisionner ; remplir, bourrer, farcir : [[τί]] τινος <i>ou</i> [[τί]] τινι remplir (un vase, un navire) de qch ; σάττειν γῆν περὶ [[φυτόν]] XÉN tasser de la terre autour d'une plante;<br /><i><b>Moy.</b></i> σάττομαι remplir <i>ou</i> bourrer pour soi ; χρυσῷ πήρην LUC remplir sa besace d'or.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; cf. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σάττω, Ion. σάσσω, perf. med.-pass. σέσαγμαι; Ion. plqperf. med. 3 plur. ἐσεσάχατο volstoppen:; σάξαντες ὕδατι met water vol laten lopen Hdt. 3.7.1; dichtstoppen, ook med.. τὸ τεῖχος ἐσάξαντο zij versterkten de muur Hdt. 5.34.1. milit. bepakken, uitrusten, meest pass. bepakt zijn, uitgerust zijn:; Ἀρμένιοι... κατά περ Φρύγες ἐσεσάχατο de Armeniërs waren net zo uitgerust als de Phrygiërs Hdt. 7.73.2; χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι uitgerust met schitterend brons Theocr. Id. 17.94; overdr.. τοιῶνδε πημάτων σεσαγμένον onder dergelijke rampen gebukt Aeschl. Ag. 644. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σάττω:''' (aor. [[ἔσαξα]]; pass.: aor. [[ἐσάχθην]], ион. 3 л. pl. ppf. [[ἐσεσάχατο]])<br /><b class="num">1)</b> [[снабжать]]: σάξαντες ὕδατι (τὴν Αἴγυπτον) Her. снабдив Египет водой;<br /><b class="num">2)</b> [[наполнять]], [[набивать]] ([[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων Xen.; [[κεράμιον]] ψάμμῳ σεσαγμένον Luc.): πημάτων σεσαγμένος Aesch. удрученный всяческими несчастьями;<br /><b class="num">3)</b> [[втискивать]], [[набивать]] (τι εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[оснащать]], [[вооружать]] (Ὑρκάνιοι [[κατά]] περ [[Πέρσαι]] [[ἐσεσάχατο]] Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[утаптывать]] (τὴν γῆν περί τι Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[насыщать]] (τὴν ἐπιθυμίαν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σάττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσαξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσάχθην</i>, παρακ. [[σέσαγμαι]]· Ιων., γʹ πληθ. υπερσ. [[ἐσεσάχατο]] (Η √<i>ΣΑΓ</i>, όπως στον Παθ. παρακ. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συσκευάζω]], [[πακετάρω]] ή [[φορτώνω]], κανονικά [[φοράω]] το [[σαμάρι]] σε φορτηγά ζώα, τα [[φορτώνω]], τα [[σαμαρώνω]]· απ' όπου, λέγεται για πολεμιστές· στην Παθ., είμαι πλήρως εξοπλισμένος, σε Ηρόδ.· <i>χαλκῷ σεσαγμένοι</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα αναγκαία πράγματα· <i>σάξαντες ὕδατι</i> (<i>τὴν εἰσβολήν</i>), έχοντας εφοδιάσει την [[επιχείρηση]] εισβολής (στην Αίγυπτο) με [[νερό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υπερφορτώνω]], [[υπερπληρώ]], [[παραγεμίζω]] [[κάτι]] — Παθ., με γεν., <i>πημάτων σεσαγμένος</i>, φορτωμένος με παθήματα, δυστυχίες, σε Αισχύλ.· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., [[ικανοποιώ]], [[χορταίνω]] [[κάτι]], σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ., <i>χρυσῷ σαξάμενος πήρην</i>, στο ίδ. — Παθ., <i>σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν</i>, κορεσμένος από τα πλούτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[πιέζω]], [[συμπιέζω]], [[καταπιέζω]], [[συνθλίβω]], στον ίδ. | |lsmtext='''σάττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσαξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσάχθην</i>, παρακ. [[σέσαγμαι]]· Ιων., γʹ πληθ. υπερσ. [[ἐσεσάχατο]] (Η √<i>ΣΑΓ</i>, όπως στον Παθ. παρακ. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συσκευάζω]], [[πακετάρω]] ή [[φορτώνω]], κανονικά [[φοράω]] το [[σαμάρι]] σε φορτηγά ζώα, τα [[φορτώνω]], τα [[σαμαρώνω]]· απ' όπου, λέγεται για πολεμιστές· στην Παθ., είμαι πλήρως εξοπλισμένος, σε Ηρόδ.· <i>χαλκῷ σεσαγμένοι</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα αναγκαία πράγματα· <i>σάξαντες ὕδατι</i> (<i>τὴν εἰσβολήν</i>), έχοντας εφοδιάσει την [[επιχείρηση]] εισβολής (στην Αίγυπτο) με [[νερό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υπερφορτώνω]], [[υπερπληρώ]], [[παραγεμίζω]] [[κάτι]] — Παθ., με γεν., <i>πημάτων σεσαγμένος</i>, φορτωμένος με παθήματα, δυστυχίες, σε Αισχύλ.· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., [[ικανοποιώ]], [[χορταίνω]] [[κάτι]], σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ., <i>χρυσῷ σαξάμενος πήρην</i>, στο ίδ. — Παθ., <i>σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν</i>, κορεσμένος από τα πλούτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[πιέζω]], [[συμπιέζω]], [[καταπιέζω]], [[συνθλίβω]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σάττω''': Ἰων. [[σάσσω]] Ἱππ. 466. 21· παρατ. ἔσσατον Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 12· ἀόρ. ἔσαξα Ἡρόδ. 3. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 11, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1. - Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. γ. - Παθ., ἀόρ. ἐσάχθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· πρκμ. σέσακται Κερκιδ. παρὰ Στοβ. τ. 4. 43· προστ. σεσάχθω Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1· ἴδε κατωτ. - Παρὰ τῷ Ἱππ. ὁ μέλλων σχηματίζεται διὰ τοῦ σ (ὡς τὸ πλάσω ἐκ τοῦ [[πλάσσω]]), ἐσσάσω 504. 54· καὶ ἀόρ. ἐσέσασα 500. 13., 504. 55. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΣΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[σάγμα]], [[σάγος]], σαγή· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σάκος]]). Φορτώνω, [[κυρίως]] δὲ «σαμαρώνω», ἐπιθέτω τὸ [[σάγμα]] ἢ σαμάριον καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[φορτίον]], πρβλ. [[σάγμα]]· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἐπὶ πολεμιστῶν, φορτώνω μὲ ὅπλα, [[ὁπλίζω]] διὰ πανοπλίας, ἁρματώνω· - Παθ., ὁπλίζομαι διὰ πανοπλίας, Ἡρόδ. 7. 62, 70, 73, 86 (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσυντ. [[ἐσεσάχατο]])· ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Θεόκρ. 17. 94· πρβλ. σαγή. 2) [[ἐφοδιάζω]] μὲ πάντα τὰ ἀναγκαῖα, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν], ἀφοδιάσαντες τὴν εἰς Αἴγυπτον εἴσοδον μὲ [[ὕδωρ]], Ἡρόδ. 3. 7. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καλῶς]] ἢ [[βαρέως]] φορτώνω, [[καλῶς]] [[γεμίζω]], ὑπερπληρῶ, πᾶς δ’ ἀνὴρ ἔσαττε [[τεῦχος]] ἢ κόϊκ’ ἢ κωρύκους Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔσαττον τὰς γνάθους, ἐπλήρουν αὐτὰς τροφῆς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 4. - Παθ., ὁ σπλὴν σεσάχθω Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτ.»1. β) μετὰ γεν. πράγματος, σ. τῶν ἀρωμάτων (καὶ τὴν κοιλίην) Ἱππ. 682. 43· τὸ δέρμα κνεφάλλων σ. Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Πανταλ.» 2· ἐν τῷ παθητ. πρκμ., πημάτων σεσαγμένος, φορτωμένος παθήματα, δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 644· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων Ξεν. Οἰκ. 8, 8· γαστέρ’ ᾔων κἀχύρων σεσαγμένους Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14. γ) μετὰ δοτ., τυρῷ τε σάξον ἁλσὶ τ’ (Δῆλ. τὸν σαῦρον) Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λουκ. Ἐρμότ. 65, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρυσῷ σαξάμενος πήρην ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 30, πρβλ. Κερκιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διογ. Λ. 6. 9· - οὕτω τὸ [[ῥῆμα]] [[πίμπλημι]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ μετὰ γεν. καὶ μετὰ δοτ. πράγματος, 2) πληρῶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, χορταίνω, ἱκανοποιῶ, σ. καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν Ἀριστ. Προβλ. 21. 14, 2. - Παθ., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, κορεσθείς, χορτάσας ἐκ πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4, 64· τρυφῆς… σαχθέντες [[κέαρ]] Nauck εἰς Τραγικ. Ἀποσπ. σ. 628. ΙΙΙ. [[πιέζω]], [[συνθλίβω]] πρὸς τὰ ἄνω, σ. τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]], πατῶ τὴν γῆν [[πέριξ]] φυτοῦ, Ξεν. Οἰκ. 19, 11· σ. καρπὸν εἰς ἀγγεῖα, «πατῶ», θέτω πολλοὺς καρποὺς ἀλλεπαλλήλους εἰς.., Πολύβ. 12. 2, 5. - Παθ., στενῶς συσσωρεύομαι, σύν.. εἵμασιν σεσαγμένοις Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 19 (κατὰ Welck. σεσαγμένοι), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 8, Προβλ. 25. 8, 4. IV. ἀνεταβ., [[καταπίπτω]], [[καταβυθίζω]], Ἄννα Κομν. 2. 73. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |