Anonymous

πυρφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0825.png Seite 825]] Feuer tragend, bringend; [[κεραυνός]], Blitz, Pind. N. 10, 71, wie Aesch. Spt. 425; Soph. O. C. 1654 O. R. 200; [[ἀνήρ]], Aesch. Spt. 414; bei Soph. Ant. 135 heißt Kapaneus so, der die Fackel schwang; auch [[ἀστεροπητής]], Zeus, Phil. 1183; und Prometheus, O. C. 55; aber auch von der Pest, O. R. 27; von Fackeln, τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, O. R. 206; [[θεά]], Demeter, Eur. Suppl. 260; [[ἀστήρ]], Ar. Th. 1050; [[ἔγχος]] [[Διός]], Av. 1745. – Im Heere der Lacedämonier hieß so der Priester, der das ewige Opferfeuer im Brand erhielt, Xen. Lac. 13, 2 (vgl. Poll. 1, 14. 8, 116); dah. sprichwörtlich von einer gänzlichen Niederlage ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον περιγενέσθαι, Her. 8, 6. – Von einer Maschine, mit welcher Feuer auf die feindlichen Schiffe geschleudert wird, Pol. 21, 5, 1; auch ὀϊστοί, Thuc. 2, 75, Brandpfeile, die zünden, wohin sie treffen; – [[ἀγγεῖον]], ein Feuermaterie enthaltendes Gefäß, Poll. 10, 104.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0825.png Seite 825]] Feuer tragend, bringend; [[κεραυνός]], Blitz, Pind. N. 10, 71, wie Aesch. Spt. 425; Soph. O. C. 1654 O. R. 200; [[ἀνήρ]], Aesch. Spt. 414; bei Soph. Ant. 135 heißt Kapaneus so, der die Fackel schwang; auch [[ἀστεροπητής]], Zeus, Phil. 1183; und Prometheus, O. C. 55; aber auch von der Pest, O. R. 27; von Fackeln, τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, O. R. 206; [[θεά]], Demeter, Eur. Suppl. 260; [[ἀστήρ]], Ar. Th. 1050; [[ἔγχος]] [[Διός]], Av. 1745. – Im Heere der Lacedämonier hieß so der Priester, der das ewige Opferfeuer im Brand erhielt, Xen. Lac. 13, 2 (vgl. Poll. 1, 14. 8, 116); dah. sprichwörtlich von einer gänzlichen Niederlage ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον περιγενέσθαι, Her. 8, 6. – Von einer Maschine, mit welcher Feuer auf die feindlichen Schiffe geschleudert wird, Pol. 21, 5, 1; auch ὀϊστοί, Thuc. 2, 75, Brandpfeile, die zünden, wohin sie treffen; – [[ἀγγεῖον]], ein Feuermaterie enthaltendes Gefäß, Poll. 10, 104.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui porte du feu, qui porte un flambeau ; ὁ [[πυρφόρος]] :<br /><b>1</b> prêtre qui suivait les armées lacédémoniennes pour les sacrifices;<br /><b>2</b> prêtre syrien;<br /><b>II.</b> qui apporte <i>ou</i> lance du feu :<br /><b>1</b> <i>en parl. de certaines divinités (Zeus, Artémis, etc.)</i>;<br /><b>2</b> <i>en parl. du soleil ; d'ord. en mauv. part, en parl. de la foudre</i> ; πυρφόροι ὀϊστοί THC brandons;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui enflamme, <i>càd</i> qui apporte la fièvre, la maladie, la peste.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρφόρος''': -ον, ὁ φέρων πῦρ, Αἰσχύλ. Θήβ. 432· [[μάλιστα]] ἐπὶ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς, π. κεραυνὸς Πινδ. Ν. 10. 132, Αἰσχύλ. Θηβ. 444, Σοφ. Ο. Κ. 1658· ἀστραπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 200· [[ἔγχος]] Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1749· καὶ οὕτω πιθανῶς, [[πυρφόρος]] αἰθέρος ἀστὴρ ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1050· -πυρφόροι οἰστοὶ, βέλη ἔχοντα εὐφλέκτους οὐσίας προσδεδεμένας καὶ ἀνημμένας [[ὥστε]] νὰ δύνανται νὰ πυρπολῶσι πᾶν ξύλινον [[κατασκεύασμα]], Θουκ. 1. 75· οὕτω μόνον πυρφόρα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 88· - [[ὡσαύτως]] [[πυρφόρος]], ὁ, μηχανὴ ἐξακοντίζουσα πῦρ, Πολύβ. 21. 5, 1· πρβλ. [[πυροβόλος]]. ΙΙ. ἰδιαιτέρως, 1) ἐπίθετον πολλῶν θεοτήτων, [[οἷον]] τοῦ Διὸς διὰ τοὺς κεραυνοὺς [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1198, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1751· τῆς Δήμητρος διὰ τοὺς πυρούς, οὓς οἱ λατρεύοντες αὐτὴν ἔφερον (πρβλ. δᾳδοῦχος), Εὐρ. Ἱκ. 260, πρβλ. Φοιν. 687· τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. [[ἀμφίπυρος]]), Σοφ. Ο. Τ. 206· ἱερέως τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 402, πρβλ. 1178, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 42. 2) Προμηθεὺς π., ὁ τὸ πῦρ φέρων, [[ὄνομα]] τοῦ Προμηθέως ἐν Σατυρικῷ τινι δράματι τοῦ Αἰσχύλου, ἀνθ’ οὗ ὁ Πολυδ. Θ΄, 156, Ι΄, 64, ἔχει [[πυρκαεύς]], [[ἴσως]] συγχέων αὐτὸ πρὸς τὸ Ναύπλιος πυρκαεὺς τοῦ Σοφοκλ., ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 187, Σοφ. Ο. Κ. 55· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Καπανέως, Αἰσχύλ. Θήβ. 452, Σοφ. Ἀντ. 135· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 88· - ἀλλὰ θεὸς [[πυρφόρος]] καλεῖται ὁ φλέγων [[θεός]], δηλ. ὁ φέρων πυρετὸν ἢ λοιμόν, Σοφ. Ο. Τ. 27. 3) ὁ [[πυρφόρος]], ἐν τῷ στρατῷ τῶν Λακεδαιμονίων ἦτο ὁ ἱερεὺς ὁ διατηρῶν τὸ πρὸς θυσίας ἱερὸν πῦρ, [[ὅπερ]] [[οὐδέποτε]] ἐσβέννυτο, Ξεν. Λακ. 13, 2. πρβλ. Sturz Λεξ. Ξεν. ἐν λέξ.· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ὁλοσχεροῦς ἥττης, ἕδεε δὲ [[μηδὲ]] πυρφόρον… περιγενέσθαι Ἡρόδ. 8. 6, πρβλ. Δίωνα Κ. 39. 45, Παροιμιογρ.
|lstext='''πυρφόρος''': -ον, ὁ φέρων πῦρ, Αἰσχύλ. Θήβ. 432· [[μάλιστα]] ἐπὶ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς, π. κεραυνὸς Πινδ. Ν. 10. 132, Αἰσχύλ. Θηβ. 444, Σοφ. Ο. Κ. 1658· ἀστραπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 200· [[ἔγχος]] Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1749· καὶ οὕτω πιθανῶς, [[πυρφόρος]] αἰθέρος ἀστὴρ ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1050· -πυρφόροι οἰστοὶ, βέλη ἔχοντα εὐφλέκτους οὐσίας προσδεδεμένας καὶ ἀνημμένας [[ὥστε]] νὰ δύνανται νὰ πυρπολῶσι πᾶν ξύλινον [[κατασκεύασμα]], Θουκ. 1. 75· οὕτω μόνον πυρφόρα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 88· - [[ὡσαύτως]] [[πυρφόρος]], ὁ, μηχανὴ ἐξακοντίζουσα πῦρ, Πολύβ. 21. 5, 1· πρβλ. [[πυροβόλος]]. ΙΙ. ἰδιαιτέρως, 1) ἐπίθετον πολλῶν θεοτήτων, [[οἷον]] τοῦ Διὸς διὰ τοὺς κεραυνοὺς [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1198, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1751· τῆς Δήμητρος διὰ τοὺς πυρούς, οὓς οἱ λατρεύοντες αὐτὴν ἔφερον (πρβλ. δᾳδοῦχος), Εὐρ. Ἱκ. 260, πρβλ. Φοιν. 687· τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. [[ἀμφίπυρος]]), Σοφ. Ο. Τ. 206· ἱερέως τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 402, πρβλ. 1178, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 42. 2) Προμηθεὺς π., ὁ τὸ πῦρ φέρων, [[ὄνομα]] τοῦ Προμηθέως ἐν Σατυρικῷ τινι δράματι τοῦ Αἰσχύλου, ἀνθ’ οὗ ὁ Πολυδ. Θ΄, 156, Ι΄, 64, ἔχει [[πυρκαεύς]], [[ἴσως]] συγχέων αὐτὸ πρὸς τὸ Ναύπλιος πυρκαεὺς τοῦ Σοφοκλ., ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 187, Σοφ. Ο. Κ. 55· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Καπανέως, Αἰσχύλ. Θήβ. 452, Σοφ. Ἀντ. 135· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 88· - ἀλλὰ θεὸς [[πυρφόρος]] καλεῖται ὁ φλέγων [[θεός]], δηλ. ὁ φέρων πυρετὸν ἢ λοιμόν, Σοφ. Ο. Τ. 27. 3) ὁ [[πυρφόρος]], ἐν τῷ στρατῷ τῶν Λακεδαιμονίων ἦτο ὁ ἱερεὺς ὁ διατηρῶν τὸ πρὸς θυσίας ἱερὸν πῦρ, [[ὅπερ]] [[οὐδέποτε]] ἐσβέννυτο, Ξεν. Λακ. 13, 2. πρβλ. Sturz Λεξ. Ξεν. ἐν λέξ.· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ὁλοσχεροῦς ἥττης, ἕδεε δὲ [[μηδὲ]] πυρφόρον… περιγενέσθαι Ἡρόδ. 8. 6, πρβλ. Δίωνα Κ. 39. 45, Παροιμιογρ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui porte du feu, qui porte un flambeau ; ὁ [[πυρφόρος]] :<br /><b>1</b> prêtre qui suivait les armées lacédémoniennes pour les sacrifices;<br /><b>2</b> prêtre syrien;<br /><b>II.</b> qui apporte <i>ou</i> lance du feu :<br /><b>1</b> <i>en parl. de certaines divinités (Zeus, Artémis, etc.)</i>;<br /><b>2</b> <i>en parl. du soleil ; d'ord. en mauv. part, en parl. de la foudre</i> ; πυρφόροι ὀϊστοί THC brandons;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui enflamme, <i>càd</i> qui apporte la fièvre, la maladie, la peste.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[φέρω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater