Anonymous

προκόπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] eigtl. durch Schlagen ausdehnen, wie der Schmied das Metall durch Hänmern streckt, daher überh. weiterbringen, [[fördern]], τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, Thuc. 4, 60; τοῦ ναυτικοῦ μέγα [[μέρος]] προκόψαντες, 7, 56; pass. gefördert werden, Fortgang haben, [[gedeihen]], [[ἀνωτέρω]] οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων, Her. 1, 190; auch ἐς τὸ [[πρόσω]] οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων, 3, 56. In derselben Bdtg bei den Att. gew. das act., τί ἂν προκόπτοις; Eur. Alc. 1082; ταῦτα προκόπτοντ' οὐδὲν εἰς [[πρόσθεν]] κακῶν, Hec. 961; κρατοῦντες τῆς χώρας οὐδὲν προὔκοπτον ἐς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς, Xen. Hell. 7, 1, 6; öfter bei Sp., wie Pol. προκόπτων [[οὐδέν]] 27, 8, 14, ἐπὶ τοσοῦτο προέκοψεν ἡ [[δόξα]] αὐτοῦ 32, 9, 2; προκόψας, gedeihend, Nicarch. 21 (XI, 17); im schlimmen Sinne, ἀνόητοι, μοχθηροί, Plut. adv. Stoic. 10; ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας, N. T.; Suid. führt im eigentlichen Sinne an ὀχήματι κεχρημένον καὶ διὰ τῆς λεωφόρου προκόπτοντα κατέλαβε, durch die Heerstraße fortfahren, was er διερχόμενον erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] eigtl. durch Schlagen ausdehnen, wie der Schmied das Metall durch Hänmern streckt, daher überh. weiterbringen, [[fördern]], τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, Thuc. 4, 60; τοῦ ναυτικοῦ μέγα [[μέρος]] προκόψαντες, 7, 56; pass. gefördert werden, Fortgang haben, [[gedeihen]], [[ἀνωτέρω]] οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων, Her. 1, 190; auch ἐς τὸ [[πρόσω]] οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων, 3, 56. In derselben Bdtg bei den Att. gew. das act., τί ἂν προκόπτοις; Eur. Alc. 1082; ταῦτα προκόπτοντ' οὐδὲν εἰς [[πρόσθεν]] κακῶν, Hec. 961; κρατοῦντες τῆς χώρας οὐδὲν προὔκοπτον ἐς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς, Xen. Hell. 7, 1, 6; öfter bei Sp., wie Pol. προκόπτων [[οὐδέν]] 27, 8, 14, ἐπὶ τοσοῦτο προέκοψεν ἡ [[δόξα]] αὐτοῦ 32, 9, 2; προκόψας, gedeihend, Nicarch. 21 (XI, 17); im schlimmen Sinne, ἀνόητοι, μοχθηροί, Plut. adv. Stoic. 10; ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας, N. T.; Suid. führt im eigentlichen Sinne an ὀχήματι κεχρημένον καὶ διὰ τῆς λεωφόρου προκόπτοντα κατέλαβε, durch die Heerstraße fortfahren, was er διερχόμενον erkl.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[προὔκοπτον]], <i>f.</i> προκόψω, <i>ao.</i> προέκοψα, <i>pf.</i> προκέκοφα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> étirer <i>ou</i> allonger une plaque de métal à coups de marteau ; <i>fig.</i> faire avancer, faire progresser, gén. ; <i>Pass.</i> s'avancer, progresser, s'accroître;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> progresser, avancer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[προάγω]] [[ἔργον]] τι (ἐκ μεταφορᾶς τῶν κοπτόντων δάση καὶ παρασκευαζόντων νέα μέρη πρὸς καλλιεργίαν)· ἀλλὰ [[κυρίως]] οὐχὶ μεταβ., εἰμὴ μετ’ οὐδ. ἐπιθ. (ἴδε κατωτ.)· ― τὸ παθ. [[ὅμως]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., προάγομαι, προχωρῶ, [[προβαίνω]], εὐτυχῶ, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων 1. 190· ἐς τὸ [[πρόσω]] οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων 3. 56. ΙΙ. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., προκόψομεν οὐδέν, οὐδεμίαν πρόοδον θὰ κάμωμεν, [[οὐδόλως]] θὰ προοδεύσωμεν, Ἀλκαῖ. 35· τὰ πολλὰ προκόψασ’, ἑτοιμάσασα τὰ πλεῖστα πράγματα, Εὐρ. Ἱππ. 23· τί ἂν προκόπτοις; τί καλὸν ἤθελες λάβει; ποίαν ὠφέλειαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1079· οὐδὲν προὔκοπτον εἰς..., [[οὐδόλως]] προώδευον εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 6 οὕτω, πρ. οὐδὲν ἐς [[πρόσθεν]] Εὐρ. Ἑκ. 961. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ μέγα [[μέρος]] προκόψαντες, κατὰ μέγα [[μέρος]] προοδεύσαντες εἰς τὸ ναυτικόν των, Θουκ. 7. 56· ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, ἡμῶν προαγόντων τὴν αὔξησιν τοῦ κράτους ἐκείνων, ὁ αὐτ. 4. 60· [[οὕτως]], ἐπὶ πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας, [[διότι]] θὰ προχωρήσωσιν εἰς πλειοτέραν ἀσέβειαν, πρ. Τιμόθ. Δευτ. Ἐπιστ. β΄, 16, πρβλ. [[προλαμβάνω]] ΙΙ. 3. 3) [[ὅλως]] ἀμεταβ., ἐπὶ τοσοῦτο πρ. Πολύβ. 39. 9, 2· ἐπὶ πλεῖον πρ. Διόδ. 14. 98· ― [[ὡσαύτως]], = σοφὸς γίγνεσθαι, Πλούτ. 2. 543Ε, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 1., 3. 2, 5. β) ἐπὶ χρόνου, προκοπτούσης ὁδοῦ, μηκυνομένης τῆς ὁδοῦ, Βάβρ. 111. 4· ἡ νὺξ προέκοψεν, προὐχώρησε πρὸς τὸ [[τέλος]] της, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιγ΄, 11· τῆς νυκτὸς προκοπτούσης Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6· οὕτω, πρ. ἡ [[θεραπεία]], προχωρεῖ, ἐξακολουθεῖ, Γαλην. 13. 351Α· ὁ [[λόγος]] πρ. Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 2. 240. γ) ἐπὶ προσώπων, [[προκόπτω]] διὰ τῆς λεωφόρου, προχωρῶ..., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μετὰ συστοίχ. αἰτιατικῆς, τὴν ὁδὸν προκεκοφέναι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 7· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἀντικειμ. ὁδόν· ἐπὶ πολὺ προκεκοφότες [[αὐτόθι]] 2. 16, 3· πρ. λ΄ σταδίους Χίωνος Ἐπιστ. 4. 4· ― μετὰ δοτικ. τρόπου, [[προοδεύω]], τοῖς πλούτοις πρ. Διοδ. Ἐκλογ. 598. 61· σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 52· [[ὡσαύτως]], ἐν παιδείᾳ Διοδ. Ἐκλογ. 554. 69· ἐν τοῖς μαθήμασι Λουκ. Ἑρμότ. 63, κτλ. (Ὁ Κοραῆς εἰς Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 121) λέγει ὅτι ἡ [[χρῆσις]] τῆς λέξεως ἦτο «[[κυρίως]] μὲν ἐπὶ τῶν πρό τινος κοπτόντων τὰς ἀνοδίαν ποιούσας ὕλας καὶ ὁδοποιούντων τοῖς [[πρόσω]] βαίνειν βουλομένοις, οἷα [[μάλιστα]] φιλεῖ γίνεσθαι ἐν τοῖς πορευομένοις στρατοπέδοις· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ παντὸς ἔργου ὁ γὰρ τὰ κωλύοντα τὸ [[ἔργον]] ἐκ τοῦ μέσου ποιῶν, καὶ τοῦ ἔργου τὴν ἄνυσιν εὐχερεστέραν προπαρασκευάζων, [[εἰκότως]] ἂν προκόπτειν λέγοιτο, κτλ.», ἴδε [[προοδοποιέω]]).
|lstext='''προκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[προάγω]] [[ἔργον]] τι (ἐκ μεταφορᾶς τῶν κοπτόντων δάση καὶ παρασκευαζόντων νέα μέρη πρὸς καλλιεργίαν)· ἀλλὰ [[κυρίως]] οὐχὶ μεταβ., εἰμὴ μετ’ οὐδ. ἐπιθ. (ἴδε κατωτ.)· ― τὸ παθ. [[ὅμως]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., προάγομαι, προχωρῶ, [[προβαίνω]], εὐτυχῶ, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων 1. 190· ἐς τὸ [[πρόσω]] οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων 3. 56. ΙΙ. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., προκόψομεν οὐδέν, οὐδεμίαν πρόοδον θὰ κάμωμεν, [[οὐδόλως]] θὰ προοδεύσωμεν, Ἀλκαῖ. 35· τὰ πολλὰ προκόψασ’, ἑτοιμάσασα τὰ πλεῖστα πράγματα, Εὐρ. Ἱππ. 23· τί ἂν προκόπτοις; τί καλὸν ἤθελες λάβει; ποίαν ὠφέλειαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1079· οὐδὲν προὔκοπτον εἰς..., [[οὐδόλως]] προώδευον εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 6 οὕτω, πρ. οὐδὲν ἐς [[πρόσθεν]] Εὐρ. Ἑκ. 961. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ μέγα [[μέρος]] προκόψαντες, κατὰ μέγα [[μέρος]] προοδεύσαντες εἰς τὸ ναυτικόν των, Θουκ. 7. 56· ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, ἡμῶν προαγόντων τὴν αὔξησιν τοῦ κράτους ἐκείνων, ὁ αὐτ. 4. 60· [[οὕτως]], ἐπὶ πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας, [[διότι]] θὰ προχωρήσωσιν εἰς πλειοτέραν ἀσέβειαν, πρ. Τιμόθ. Δευτ. Ἐπιστ. β΄, 16, πρβλ. [[προλαμβάνω]] ΙΙ. 3. 3) [[ὅλως]] ἀμεταβ., ἐπὶ τοσοῦτο πρ. Πολύβ. 39. 9, 2· ἐπὶ πλεῖον πρ. Διόδ. 14. 98· ― [[ὡσαύτως]], = σοφὸς γίγνεσθαι, Πλούτ. 2. 543Ε, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 1., 3. 2, 5. β) ἐπὶ χρόνου, προκοπτούσης ὁδοῦ, μηκυνομένης τῆς ὁδοῦ, Βάβρ. 111. 4· ἡ νὺξ προέκοψεν, προὐχώρησε πρὸς τὸ [[τέλος]] της, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιγ΄, 11· τῆς νυκτὸς προκοπτούσης Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6· οὕτω, πρ. ἡ [[θεραπεία]], προχωρεῖ, ἐξακολουθεῖ, Γαλην. 13. 351Α· ὁ [[λόγος]] πρ. Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 2. 240. γ) ἐπὶ προσώπων, [[προκόπτω]] διὰ τῆς λεωφόρου, προχωρῶ..., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μετὰ συστοίχ. αἰτιατικῆς, τὴν ὁδὸν προκεκοφέναι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 7· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἀντικειμ. ὁδόν· ἐπὶ πολὺ προκεκοφότες [[αὐτόθι]] 2. 16, 3· πρ. λ΄ σταδίους Χίωνος Ἐπιστ. 4. 4· ― μετὰ δοτικ. τρόπου, [[προοδεύω]], τοῖς πλούτοις πρ. Διοδ. Ἐκλογ. 598. 61· σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 52· [[ὡσαύτως]], ἐν παιδείᾳ Διοδ. Ἐκλογ. 554. 69· ἐν τοῖς μαθήμασι Λουκ. Ἑρμότ. 63, κτλ. (Ὁ Κοραῆς εἰς Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 121) λέγει ὅτι ἡ [[χρῆσις]] τῆς λέξεως ἦτο «[[κυρίως]] μὲν ἐπὶ τῶν πρό τινος κοπτόντων τὰς ἀνοδίαν ποιούσας ὕλας καὶ ὁδοποιούντων τοῖς [[πρόσω]] βαίνειν βουλομένοις, οἷα [[μάλιστα]] φιλεῖ γίνεσθαι ἐν τοῖς πορευομένοις στρατοπέδοις· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ παντὸς ἔργου ὁ γὰρ τὰ κωλύοντα τὸ [[ἔργον]] ἐκ τοῦ μέσου ποιῶν, καὶ τοῦ ἔργου τὴν ἄνυσιν εὐχερεστέραν προπαρασκευάζων, [[εἰκότως]] ἂν προκόπτειν λέγοιτο, κτλ.», ἴδε [[προοδοποιέω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[προὔκοπτον]], <i>f.</i> προκόψω, <i>ao.</i> προέκοψα, <i>pf.</i> προκέκοφα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> étirer <i>ou</i> allonger une plaque de métal à coups de marteau ; <i>fig.</i> faire avancer, faire progresser, gén. ; <i>Pass.</i> s'avancer, progresser, s'accroître;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> progresser, avancer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόπτω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR