προκόπτω

English (LSJ)

A cut one's way forward, only metaph., π. διὰ τῆς λεωφόρου advance by the high-road, Anon. ap. Suid.: c. acc. cogn., τὴν ὁδὸν προκεκοφέναι J.AJ2.6.7: without ὁδόν, ἐπὶ πολὺ προκεκοφότες ib. 2.16.3; π. τριάκοντα σταδίους Chio Ep.4.2:—Pass. in Hdt., advance, prosper, ἀνωτέρω ὀδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων 1.190; ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων 3.56.
II with neut. Adjs., προκόψομεν οὐδέν shall make no progress, advance not at all. Alc.35; τὰ πολλὰ προκόψασ' having prepared most of the way, E. Hipp.23; τί ἂν προκόπτοις; what good would you get? Id.Alc.1079; οὐδὲν προὔκοπτον εἰς.. they made no progress towards... X.HG7.1.6; π. οὐδὲν ἐς πρόσθεν E.Hec.961; ἐν παιδείᾳ προκεκοφότες D.S.17.69; π. ἐν Ἰουδαϊσμῷ Ep.Gal.1.14; ἐν τοῖς μαθήμασι Luc.Herm.63: c. dat. modi, τοῖς πλούτοις -κεκοφότες D.S.34/5.2.26; σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Ev.Luc.2.52.
2 c. gen. rei, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες having made improvements in their navy to a great extent, Th.7.56; ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις since we promote the increase of their empire, Id.4.60; ἐπὶ πλεῖον π. ἀσεβείας having advanced further in impiety, 2 Ep.Ti.2.16: abs., ἐπὶ τοσοῦτο π. Plb.31.23.2; ἐπὶ πλεῖον π. D.S.14.98.
3 especially in Philos., of moreal and intellectual progress, Zeno Stoic.1.56, Chrysipp.ib.2.337, Plu.2.543e, Arr.Epict.1.4.1,3.2.5, etc.; κατὰ φιλοσοφίαν π. Phld.Mort.17; ὁ λόγος π. S.E.P.2.240; προκοπτούσης τῆς θεραπείας if the treatment succeeds, Asclep. ap. Gal. 12.413, cf. Herod.Med. in Rh.Mus.58.103; εἴωθε προκόπτειν ἡ… ἀγωγή the treatment is usually successful, Heliod. ap. Orib.46.9.1; -κεκοφυίας τῆς νόσου as the disease improves, Herod.Med. ap. Aët.9.13.
b of time, προκοπτούσης ὁδοῦ as the journey advanced, Babr. 111.4; ἡ νὺξ προέκοψεν is far spent, Ep.Rom. 13.12, cf. J.BJ4.4.6; to be advanced in years, τῇ ἡλικίᾳ SIG708.18 (Istropolis, ii B.C.); ὁ μὲν -κέκοφεν, ὁ δὲ νέος ἐστίν Herm.in Phdr.p.60 A.

German (Pape)

[Seite 731] eigtl. durch Schlagen ausdehnen, wie der Schmied das Metall durch Hänmern streckt, daher überh. weiterbringen, fördern, τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, Thuc. 4, 60; τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες, 7, 56; pass. gefördert werden, Fortgang haben, gedeihen, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων, Her. 1, 190; auch ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων, 3, 56. In derselben Bdtg bei den Att. gew. das act., τί ἂν προκόπτοις; Eur. Alc. 1082; ταῦτα προκόπτοντ' οὐδὲν εἰς πρόσθεν κακῶν, Hec. 961; κρατοῦντες τῆς χώρας οὐδὲν προὔκοπτον ἐς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς, Xen. Hell. 7, 1, 6; öfter bei Sp., wie Pol. προκόπτων οὐδέν 27, 8, 14, ἐπὶ τοσοῦτο προέκοψεν ἡ δόξα αὐτοῦ 32, 9, 2; προκόψας, gedeihend, Nicarch. 21 (XI, 17); im schlimmen Sinne, ἀνόητοι, μοχθηροί, Plut. adv. Stoic. 10; ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας, N.T.; Suid. führt im eigentlichen Sinne an ὀχήματι κεχρημένον καὶ διὰ τῆς λεωφόρου προκόπτοντα κατέλαβε, durch die Heerstraße fortfahren, was er διερχόμενον erkl.

French (Bailly abrégé)

impf. προὔκοπτον, f. προκόψω, ao. προέκοψα, pf. προκέκοφα;
1 tr. étirer ou allonger une plaque de métal à coups de marteau ; fig. faire avancer, faire progresser, gén. ; Pass. s'avancer, progresser, s'accroître;
2 intr. progresser, avancer.
Étymologie: πρό, κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κόπτω, imperf. προύκοπτον en προέκοπτον, med. προεκοπτόμην; aor. προύκοψα en προέκοψα, intrans. zich een weg banen, voortgang boeken; met adv. acc..; προκόψομεν γὰρ οὐδέν wij zullen geen vooruitgang boeken Alc. 335.2; προκόπτοντ’ οὐδὲν ἐς πρόσθεν zonder er iets mee op te schieten Eur. Hec. 961; τί ἂν προκόπτοις wat zou je er mee opschieten Eur. Alc. 1079; met gen..; τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος π. voor een belangrijk deel verbeteringen aanbrengen in hun zeemacht Thuc. 7.56.3; ἡμῶν τῆς ἀρχῆς προκοπτόντων ἐκείνοις omdat wij hun heerschappij voor hen bevorderen Thuc. 4.60.2 2; met dat..; Ἰησοῦς προέκοπτεν σοφίᾳ Jezus groeide in wijsheid NT Luc. 2.52; met prep..; προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον ze zullen van kwaad tot erger vervallen NT 2 Tim. 3.13; προὔκοπτον ἐν τοῖς μαθήμασι ik vorderde met mijn studies Luc. 70.63; abs..; ἡ νὺξ προέκοψεν de nacht is gevorderd NT Rom. 13.12; ook med.-pass.. σφι... ἐς τὸ πρόσω... οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων er werd geen enkele vooruitgang geboekt in hun situatie Hdt. 3.56.1.

Russian (Dvoretsky)

προκόπτω: (ион. тж. med.-pass.) идти вперед, продвигаться, преуспевать (ἐς τὸ πρόσω Her. и εἰς πρόσθεν Eur.; ἐν τοῖς μαθήμασιν Luc.; σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ NT): ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων Her. тогда как дело нисколько не продвигалось вперед; τί δ᾽ ἂν προκόπτοις; Eur. чего ты (этим) достигнешь?; τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος π. Thuc. значительно усилить флот; π. τινὶ τῆς ἀρχῆς Thuc. способствовать усилению чьей-л. власти; π. τοῖς πλούτοις Diod. богатеть; τὸ φυτὸν προκόπτει Arst. растение произрастает; π. ἐπὶ τὸ χεῖρον NT погрязать во зле; ἡ νὺξ προέκοψεν NT ночь на исходе.

English (Strong)

from πρό and κόπτω; to drive forward (as if by beating), i.e. (figuratively and intransitively) to advance (in amount, to grow; in time, to be well along): increase, proceed, profit, be far spent, wax.

English (Thayer)

imperfect προέκοπτον; future προκοψω; 1st aorist προεκοψα; to beat forward;
1. to lengthen out by hammering (as a smith forges metals); metaphorically, to promote, forward, further; Herodotus, Euripides, Thucydides, Xenophon, others.
2. from Polybius on intransitively (cf. Buttmann, 145 (127); Winer's Grammar, 251 (236)), to go forward, advance, proceed; of time: ἡ νύξ προέκοψεν, the night is advanced (A. V. is far spent) (day is at hand), Josephus, b. j. 4,4, 6; (προκοπτουσης τῆς ὥρας) Chariton 2,3, 3 (p. 38,1edition Reiske; τά τῆς νυκτός, ibid. 2,3, 4); ἡ ἡμέρα προκοπτει, Justin Martyr, dialog contra Trypho, p. 277d.; Latin procedere is used in the same way, Livy 28,15; Sallust, Jug. 21,52, 109). metaphorically, to increase, make progress: with a dative of the thing in which one grows, Tdf.) (Diodorus 11 87); ἐν with a dative of the thing, ibid. Tdf.; Antoninus 1,17); ἐπί πλεῖον, further, Diodorus 14,98); ἐπί πλεῖον ἀσεβείας, ἐπί τό χεῖρον, will grow worse, i. e. will make progress in wickedness, τῶν Ἱεροσολύμων πάθη προυκοπτε καθ' ἡμέραν ἐπί τό χεῖρον, Josephus, b. j. 6,1, 1).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προκόβω και προκόφτω Ν κόπτω / κόβω]
1. προοδεύω (α. «έβαλε μυαλό και πρόκοψε» β. «προκόψομεν οὐδέν» — δεν θα προοδεύσουμε καθόλου, Αλκ.)
2. αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῖς μαθήμασι», Λουκιαν.)
3. ευημερώ (α. «πήγε στα ξένα και πρόκοψε» β. «προκόπτειν τοῖς πλούτοις», Διόδ.)
νεοελλ.
1. είμαι εργατικός, δραστήριος
2. (για ζώα και φυτά) αναπτύσσομαι, έχω καλή απόδοση («πρόκοψε φέτος το χωράφι [ή το κοπάδι]»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκομμένος, -η, -ο
α) εργατικός, νοικοκύρης («προκομμένο παιδί ο μικρός»)
β) ειρων. αχαΐρευτος («τά κατάφερε πάλι ο προκομμένος σου!»)
4. φρ. α) «κατά που πάμε, θα προκόψουμε» — με την τακτική που ακολουθούμε, θα καταστραφούμε
β) «μάς πρόκοψε» — δεν προσέφερε τίποτε
5. παροιμ. α) «πρόκοψε η ακαμάτα, όταν είδε την κομμάτα» — λέγεται για να δηλώσει ότι και ο τεμπέλης παριστάνει τον εργατικό όταν έλθει η ώρα της πληρωμής
β) «επρόκοψεν η νύφη μας το βράδυ του Σαββάτου» — λέγεται για αυτόν που, ενώ όλο τον καιρό παρέμενε αδρανής, την τελευταία στιγμή δραστηριοποιήθηκε
γ) «προκομμένος σαν την κάτω πέτρα του μύλου» — λέγεται για πολύ οκνηρό άνθρωπο, για μεγάλο τεμπέλη
αρχ.
1. προχωρώ («προκεκοφότες τριάκοντα σταδίους», Χίων)
2. (για χρόνο) περνώ, διέρχομαι («τῆς νυκτὸς προκοπτούσης», Ιώσ.)
3. (σχετικά με ηλικία) μεγαλώνω («ὁ μὲν προκέκοφεν, ὁ δὲ νέος ἐστίν», Ερμεί. Αλ.)
4. (για οδό ή λόγο) επιμηκύνομαι
5. ωφελούμαι, έχω κέρδος («τί δεῖ θρηνεῖν προκόπτουτ' οὐδὲν εὶς πρόσθεν κακῶν», Ευρ.)
6. (για νόσο ή θεραπεία) εξελίσσομαι θετικά («προκοπτούσης τῆς θεραπείας», Ηρόδ. Ιατρ.)
7. παθ. προκόπτομαι
προάγομαι («ἀνωτέρω οὐδέν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προκόπτω: μέλ. -ψω, Αττ. παρατ. προὔκοπτον,
I. αφαιρώ κόβοντας από μπροστά, απ' όπου, προωθώ μια δουλειά — Παθ., προάγομαι, προχωρώ, ακμάζω, σε Ηρόδ.
II. 1. με ουδ. επίθ., τὰ πολλά προκόψασ', έχω τα περισσότερα πράγματα έτοιμα, σε Ευρ.· τίἂν προκόπτοις; τί καλό ήθελες να λάβεις; στον ίδ.· οὐδὲν προὔκοπτον, δεν έκαναν καμία πρόοδο, σε Ξεν.
2. με γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες, έχουν κάνει βελτιώσεις στο ναυτικό τους σε μεγάλο βαθμό, σε Θουκ.· ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, εφόσον προωθούμε την επέκταση της αυτοκρατορίας τους, στον ίδ.· ἐπὶ πλεῖον προκόπτω ἀσεβείας, έχουν ξεπεράσει πολύ την ασέβεια, σε Καινή Διαθήκη
3. απόλ., ἡ νὺξ προέκοψεν, η νύχτα προχώρησε προς το τέλος της, στο ίδ.· προκόπτω σοφίᾳ, προκόβω στη σοφία, γίνομαι πολύ σοφός, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προκόπτω: μέλλ. -ψω, προάγω ἔργον τι (ἐκ μεταφορᾶς τῶν κοπτόντων δάση καὶ παρασκευαζόντων νέα μέρη πρὸς καλλιεργίαν)· ἀλλὰ κυρίως οὐχὶ μεταβ., εἰμὴ μετ’ οὐδ. ἐπιθ. (ἴδε κατωτ.)· ― τὸ παθ. ὅμως ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., προάγομαι, προχωρῶ, προβαίνω, εὐτυχῶ, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων 1. 190· ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων 3. 56. ΙΙ. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., προκόψομεν οὐδέν, οὐδεμίαν πρόοδον θὰ κάμωμεν, οὐδόλως θὰ προοδεύσωμεν, Ἀλκαῖ. 35· τὰ πολλὰ προκόψασ’, ἑτοιμάσασα τὰ πλεῖστα πράγματα, Εὐρ. Ἱππ. 23· τί ἂν προκόπτοις; τί καλὸν ἤθελες λάβει; ποίαν ὠφέλειαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1079· οὐδὲν προὔκοπτον εἰς..., οὐδόλως προώδευον εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 6 οὕτω, πρ. οὐδὲν ἐς πρόσθεν Εὐρ. Ἑκ. 961. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες, κατὰ μέγα μέρος προοδεύσαντες εἰς τὸ ναυτικόν των, Θουκ. 7. 56· ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, ἡμῶν προαγόντων τὴν αὔξησιν τοῦ κράτους ἐκείνων, ὁ αὐτ. 4. 60· οὕτως, ἐπὶ πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας, διότι θὰ προχωρήσωσιν εἰς πλειοτέραν ἀσέβειαν, πρ. Τιμόθ. Δευτ. Ἐπιστ. β΄, 16, πρβλ. προλαμβάνω ΙΙ. 3. 3) ὅλως ἀμεταβ., ἐπὶ τοσοῦτο πρ. Πολύβ. 39. 9, 2· ἐπὶ πλεῖον πρ. Διόδ. 14. 98· ― ὡσαύτως, = σοφὸς γίγνεσθαι, Πλούτ. 2. 543Ε, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 1., 3. 2, 5. β) ἐπὶ χρόνου, προκοπτούσης ὁδοῦ, μηκυνομένης τῆς ὁδοῦ, Βάβρ. 111. 4· ἡ νὺξ προέκοψεν, προὐχώρησε πρὸς τὸ τέλος της, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιγ΄, 11· τῆς νυκτὸς προκοπτούσης Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6· οὕτω, πρ. ἡ θεραπεία, προχωρεῖ, ἐξακολουθεῖ, Γαλην. 13. 351Α· ὁ λόγος πρ. Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 2. 240. γ) ἐπὶ προσώπων, προκόπτω διὰ τῆς λεωφόρου, προχωρῶ..., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μετὰ συστοίχ. αἰτιατικῆς, τὴν ὁδὸν προκεκοφέναι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 7· καὶ ἄνευ τοῦ ἀντικειμ. ὁδόν· ἐπὶ πολὺ προκεκοφότες αὐτόθι 2. 16, 3· πρ. λ΄ σταδίους Χίωνος Ἐπιστ. 4. 4· ― μετὰ δοτικ. τρόπου, προοδεύω, τοῖς πλούτοις πρ. Διοδ. Ἐκλογ. 598. 61· σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 52· ὡσαύτως, ἐν παιδείᾳ Διοδ. Ἐκλογ. 554. 69· ἐν τοῖς μαθήμασι Λουκ. Ἑρμότ. 63, κτλ. (Ὁ Κοραῆς εἰς Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 121) λέγει ὅτι ἡ χρῆσις τῆς λέξεως ἦτο «κυρίως μὲν ἐπὶ τῶν πρό τινος κοπτόντων τὰς ἀνοδίαν ποιούσας ὕλας καὶ ὁδοποιούντων τοῖς πρόσω βαίνειν βουλομένοις, οἷα μάλιστα φιλεῖ γίνεσθαι ἐν τοῖς πορευομένοις στρατοπέδοις· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ παντὸς ἔργου ὁ γὰρ τὰ κωλύοντα τὸ ἔργον ἐκ τοῦ μέσου ποιῶν, καὶ τοῦ ἔργου τὴν ἄνυσιν εὐχερεστέραν προπαρασκευάζων, εἰκότως ἂν προκόπτειν λέγοιτο, κτλ.», ἴδε προοδοποιέω).

Middle Liddell

fut. ψω Attic imperf. προὔκοπτον
I. to cut away in front: hence to forward a work (the metaph. being prob. taken from pioneers), Pass. to be forwarded, to advance, prosper, Hdt.
II. with neut. Adjs., τὰ πολλὰ προκόψασ' having made most things ready, Eur.; τί ἂν προκόπτοις; what good would you get? Eur.; οὐδὲν προὔκοπτον they were making no progress, Xen.
2. c. gen. rei, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες having made improvements in their navy to a great extent, Thuc.; ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις since we promote the increase of their empire, Thuc.; ἐπὶ πλεῖον πρ. ἀσεβείας having advanced further in impiety, NTest.
3. absol., ἡ νὺξ προέκοψεν the night is far spent, NTest.; πρ. σοφίᾳ to advance in wisdom, NTest.

Chinese

原文音譯:prokÒptw 普羅-可普拖
詞類次數:動詞(6)
原文字根:前-打擊
字義溯源:往前,深,進,長進,推前,前進,利益,增長;由(πρό)*=前)與(κόπτω)*=砍)組成
同源字:1) (κόπτω)砍 2) (προκοπή)進步 3) (προκόπτω)往前進
出現次數:總共(6);路(1);羅(1);加(1);提後(3)
譯字彙編
1) 要進展(1) 提後3:13;
2) 他們⋯往前(1) 提後3:9;
3) 他們必進(1) 提後2:16;
4) 長進(1) 加1:14;
5) 已深了(1) 羅13:12;
6) 增長(1) 路2:52

Translations

become better

Armenian: զարգանալ; Bulgarian: развивам се, прогресирам; Danish: fuldende; Dutch: vorderingen maken; Finnish: edistyä; Greek: προοδεύω, σημειώνω πρόοδο; Ancient Greek: ἀνορμάω, ἐπιδίδωμι, προκόπτω; Hungarian: fejlődik, halad; Italian: progredire; Latin: proficio; Malayalam: പുരോഗമിക്കുക; Maori: kaunekenga; Portuguese: progredir; Thai: ก้าวหน้า