3,276,318
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ὁ, jede schwankende, unruhige Bewegung, das Wanken, Schwanken, Schwappen; vorzüglich von der unruhigen Bewegung des Meeres, πόντου [[σάλος]] Eur. Hec. 28, [[πόντιος]] I. T. 1443, wie Ar. Th. 872; ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς, Soph. Phil. 271. Dah. übertr., [[πόλις]] ἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου, aus dem blutigen Meere der Krankheit, Soph. O. R. 24. – Bes. von dem Schwanken eines Schiffes, welches auf dem Meere vor Anker liegt, [[σάλος]] ἐπ' ἀγκύρας ὑπόκειται τοῖς ναυτιλλομένοις, D. Sic. 3, 44; daher auch ein Ort nahe am Ufer, der zwar keinen Hafen hat, aber den Schiffen einen Ankerplatz gewährt, [[πολισμάτιον]] ἀλίμενον μέν, σάλους δὲ ἔχον, Pol. 1, 53, 10; – und die durch das Schwanken des Schiffes hervorgebrachte Uebelkeit, καρηβαρεῖν ὑπὸ σάλου, Luc. Hermot. 28. – Übertr., Unruhe, Erschütterung, τὰ μὲν δὴ πόλεος πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]], Soph. Ant. 163, in welchem Sinne Alcman bei Apoll. Dysc. auch das Wort als neutr. braucht, καὶ [[τῆνος]] ἐν σάλεσιν πολλοῖς ἥμενος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ὁ, jede schwankende, unruhige Bewegung, das Wanken, Schwanken, Schwappen; vorzüglich von der unruhigen Bewegung des Meeres, πόντου [[σάλος]] Eur. Hec. 28, [[πόντιος]] I. T. 1443, wie Ar. Th. 872; ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς, Soph. Phil. 271. Dah. übertr., [[πόλις]] ἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου, aus dem blutigen Meere der Krankheit, Soph. O. R. 24. – Bes. von dem Schwanken eines Schiffes, welches auf dem Meere vor Anker liegt, [[σάλος]] ἐπ' ἀγκύρας ὑπόκειται τοῖς ναυτιλλομένοις, D. Sic. 3, 44; daher auch ein Ort nahe am Ufer, der zwar keinen Hafen hat, aber den Schiffen einen Ankerplatz gewährt, [[πολισμάτιον]] ἀλίμενον μέν, σάλους δὲ ἔχον, Pol. 1, 53, 10; – und die durch das Schwanken des Schiffes hervorgebrachte Uebelkeit, καρηβαρεῖν ὑπὸ σάλου, Luc. Hermot. 28. – Übertr., Unruhe, Erschütterung, τὰ μὲν δὴ πόλεος πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]], Soph. Ant. 163, in welchem Sinne Alcman bei Apoll. Dysc. auch das Wort als neutr. braucht, καὶ [[τῆνος]] ἐν σάλεσιν πολλοῖς ἥμενος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> agitation du sol, tremblement de terre;<br /><b>2</b> agitation des flots ; <i>p. ext.</i> lieu d'ancrage, mouillage ; <i>fig.</i> agitation, trouble ; détresse.<br />'''Étymologie:''' R. Σαλ, être agité ; cf. <i>lat.</i> salum. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάλος''': (ᾰ), ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. Ἀλκμὰν παρ’ Ἀπολλ. Δυσκ. σάλεσσιν ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[σάλος]], τό· - πᾶσα ἀσταθὴς καὶ παλμικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ [[κίνησις]], ἐπὶ σεισμοῦ, χθόνος νῶτα σεισθῆναι σάλῳ Εὐρ. Ι. Τ. 46· [[μάλιστα]] ἡ ἀσταθὴς ἄνω καὶ [[κάτω]] κίνησης τῆς θαλάσσης, πόντου σ., [[πόντιος]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 28, Ι. Τ. 1443· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., πόντιοι σάλοι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 994.<br />2) ἀνοικτὴ [[θάλασσα]], [[πέλαγος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λιμένα, ἐν σάλῳ στῆναι = σαλεύειν ΙΙ. 2, Λατ. in salo stare in ancoris, ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Πολύβ. 1. 53, 10· [[οὔτε]] λιμὴν [[οὔτε]] σ. Διόδ. 3. 44, πρβλ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐυρθρ. θαλάσσ. σ. 5. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων ἢ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπων, ἡ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[κίνησις]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ’ ἐπ’ ἀκτῆς Σοφ. Φιλ. 271· σάλον εἶχεν [[θάλασσα]] Πλουτ. Λούκ. 10· καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Λουκ. Ἑρμότ. 28· ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 19· - μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πλοίου τῆς πολιτείας, ταραχὴ ἐν τρικυμίᾳ, τὰ μὲν δὴ πόλεως θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]] Σοφ. Ἀντ. 162· [[πόλις]] … σαλεύει κἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ἔτ’ οὐχ οἵα τε φοινίου τε σάλου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 22· [[πόλις]] ἐν σάλῳ ἐστὶ Λυσ. 107. 28· ἐπὶ στρατιωτῶν, σάλον ἔχειν, διατελεῖν ἐν λύπῃ καὶ δυστυχίᾳ, Πλουτ. Ἀλέξ. 32, πρβλ. Αἰμίλ. 18· πρβλ. [[σαλεύω]] ΙΙ. 1. 2) [[δυσάρεστος]] [[κατάστασις]], ἀνησυχία, [[ταραχή]], Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑβδ. (Σειρὰχ Μ΄, 5). Ἐκ τῆς √ΣΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σάλη, σαλεύω, σαλεία, σαλάσσω, σαλᾱγέω, σάλαξ, σαλάγη, σαλύγη· καὶ σόλος· [[ὡσαύτως]] [[σαλαΐζω]], σαλάκων· πρβλ. Λατ. [[salum]]· Ἀρχ. Γερμαν. swellan ([[schwellen]], [[swell]])· τὸ [[σάλος]] συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ [[ἃλς]] ([[mare]])· ἀλλ’ ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τοῦ [[σάλος]] [[εἶναι]] τῆς ἀστάτου κινήσεως, ἐν ᾧ τὸ ἃλς (ἡ) = mare ἔχει στενὴν σχέσιν πρὸς τὸ ἃλς (ὁ) = sal. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλος]]· [[φροντίς]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], καὶ τῆς θαλάσσης κλύδωνος [[κίνησις]]». | |lstext='''σάλος''': (ᾰ), ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. Ἀλκμὰν παρ’ Ἀπολλ. Δυσκ. σάλεσσιν ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[σάλος]], τό· - πᾶσα ἀσταθὴς καὶ παλμικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ [[κίνησις]], ἐπὶ σεισμοῦ, χθόνος νῶτα σεισθῆναι σάλῳ Εὐρ. Ι. Τ. 46· [[μάλιστα]] ἡ ἀσταθὴς ἄνω καὶ [[κάτω]] κίνησης τῆς θαλάσσης, πόντου σ., [[πόντιος]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 28, Ι. Τ. 1443· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., πόντιοι σάλοι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 994.<br />2) ἀνοικτὴ [[θάλασσα]], [[πέλαγος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λιμένα, ἐν σάλῳ στῆναι = σαλεύειν ΙΙ. 2, Λατ. in salo stare in ancoris, ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Πολύβ. 1. 53, 10· [[οὔτε]] λιμὴν [[οὔτε]] σ. Διόδ. 3. 44, πρβλ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐυρθρ. θαλάσσ. σ. 5. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων ἢ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπων, ἡ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[κίνησις]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ’ ἐπ’ ἀκτῆς Σοφ. Φιλ. 271· σάλον εἶχεν [[θάλασσα]] Πλουτ. Λούκ. 10· καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Λουκ. Ἑρμότ. 28· ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 19· - μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πλοίου τῆς πολιτείας, ταραχὴ ἐν τρικυμίᾳ, τὰ μὲν δὴ πόλεως θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]] Σοφ. Ἀντ. 162· [[πόλις]] … σαλεύει κἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ἔτ’ οὐχ οἵα τε φοινίου τε σάλου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 22· [[πόλις]] ἐν σάλῳ ἐστὶ Λυσ. 107. 28· ἐπὶ στρατιωτῶν, σάλον ἔχειν, διατελεῖν ἐν λύπῃ καὶ δυστυχίᾳ, Πλουτ. Ἀλέξ. 32, πρβλ. Αἰμίλ. 18· πρβλ. [[σαλεύω]] ΙΙ. 1. 2) [[δυσάρεστος]] [[κατάστασις]], ἀνησυχία, [[ταραχή]], Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑβδ. (Σειρὰχ Μ΄, 5). Ἐκ τῆς √ΣΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σάλη, σαλεύω, σαλεία, σαλάσσω, σαλᾱγέω, σάλαξ, σαλάγη, σαλύγη· καὶ σόλος· [[ὡσαύτως]] [[σαλαΐζω]], σαλάκων· πρβλ. Λατ. [[salum]]· Ἀρχ. Γερμαν. swellan ([[schwellen]], [[swell]])· τὸ [[σάλος]] συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ [[ἃλς]] ([[mare]])· ἀλλ’ ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τοῦ [[σάλος]] [[εἶναι]] τῆς ἀστάτου κινήσεως, ἐν ᾧ τὸ ἃλς (ἡ) = mare ἔχει στενὴν σχέσιν πρὸς τὸ ἃλς (ὁ) = sal. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλος]]· [[φροντίς]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], καὶ τῆς θαλάσσης κλύδωνος [[κίνησις]]». | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |