Anonymous

σάλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> agitation du sol, tremblement de terre;<br /><b>2</b> agitation des flots ; <i>p. ext.</i> lieu d'ancrage, mouillage ; <i>fig.</i> agitation, trouble ; détresse.<br />'''Étymologie:''' R. Σαλ, être agité ; cf. <i>lat.</i> salum.
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> agitation du sol, tremblement de terre;<br /><b>2</b> agitation des flots ; <i>p. ext.</i> lieu d'ancrage, mouillage ; <i>fig.</i> agitation, trouble ; détresse.<br />'''Étymologie:''' R. Σαλ, être agité ; cf. <i>lat.</i> salum.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σάλος''': (), ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. Ἀλκμὰν παρ’ Ἀπολλ. Δυσκ. σάλεσσιν ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[σάλος]], τό· - πᾶσα ἀσταθὴς καὶ παλμικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ [[κίνησις]], ἐπὶ σεισμοῦ, χθόνος νῶτα σεισθῆναι σάλῳ Εὐρ. Ι. Τ. 46· [[μάλιστα]] ἡ ἀσταθὴς ἄνω καὶ [[κάτω]] κίνησης τῆς θαλάσσης, πόντου σ., [[πόντιος]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 28, Ι. Τ. 1443· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., πόντιοι σάλοι αὐτ. ἐν Ὀρ. 994.<br />2) ἀνοικτὴ [[θάλασσα]], [[πέλαγος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λιμένα, ἐν σάλῳ στῆναι = σαλεύειν ΙΙ. 2, Λατ. in salo stare in ancoris, ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Πολύβ. 1. 53, 10· [[οὔτε]] λιμὴν [[οὔτε]] σ. Διόδ. 3. 44, πρβλ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐυρθρ. θαλάσσ. σ. 5. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων ἢ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπων, ἡ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[κίνησις]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ’ ἐπ’ ἀκτῆς Σοφ. Φιλ. 271· σάλον εἶχεν [[θάλασσα]] Πλουτ. Λούκ. 10· καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Λουκ. Ἑρμότ. 28· ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 19· - μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πλοίου τῆς πολιτείας, ταραχὴ ἐν τρικυμίᾳ, τὰ μὲν δὴ πόλεως θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]] Σοφ. Ἀντ. 162· [[πόλις]] … σαλεύει κἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ἔτ’ οὐχ οἵα τε φοινίου τε σάλου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 22· [[πόλις]] ἐν σάλῳ ἐστὶ Λυσ. 107. 28· ἐπὶ στρατιωτῶν, σάλον ἔχειν, διατελεῖν ἐν λύπῃ καὶ δυστυχίᾳ, Πλουτ. Ἀλέξ. 32, πρβλ. Αἰμίλ. 18· πρβλ. [[σαλεύω]] ΙΙ. 1. 2) [[δυσάρεστος]] [[κατάστασις]], ἀνησυχία, [[ταραχή]], Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑβδ. (Σειρὰχ Μ΄, 5). Ἐκ τῆς √ΣΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σάλη, σαλεύω, σαλεία, σαλάσσω, σαλᾱγέω, σάλαξ, σαλάγη, σαλύγη· καὶ σόλος· [[ὡσαύτως]] [[σαλαΐζω]], σαλάκων· πρβλ. Λατ. [[salum]]· Ἀρχ. Γερμαν. swellan ([[schwellen]], [[swell]])· τὸ [[σάλος]] συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ [[ἃλς]] ([[mare]])· ἀλλ’ ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τοῦ [[σάλος]] [[εἶναι]] τῆς ἀστάτου κινήσεως, ἐν ᾧ τὸ ἃλς (ἡ) = mare ἔχει στενὴν σχέσιν πρὸς τὸ ἃλς (ὁ) = sal. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλος]]· [[φροντίς]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], καὶ τῆς θαλάσσης κλύδωνος [[κίνησις]]».
|elnltext=σάλος -ου, ὁ deining (van de zee):; πόντου σάλος de deining van de zee Eur. Hec. 28; schok:; χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ de aardkorst werd geschokt door een aardbeving Eur. IT 46; overdr.. ἐν πολλῷ σάλῳ καὶ κινδύνῳ in veel onrust en gevaar Lys. 6.49.
}}
{{elru
|elrutext='''σάλος:''' (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[волнение]], [[колебание]] ([[πόντιος]] σ. или πόντιοι σάλοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[морская качка]]: ἐκ [[πολλοῦ]] σάλου Soph. после сильной качки; καρηβαρῶν ὑπὸ τοῦ σάλου Luc. страдающий головной болью от качки;<br /><b class="num">3)</b> [[потрясение]], [[смута]]: ἐν πολλῷ σάλῳ καὶ κινδύνῳ [[γενέσθαι]] Lys. подвергнуться страшным потрясениям и опасностям; σ. [[φοίνιος]] Soph. кровавая смута;<br /><b class="num">4)</b> [[якорная стоянка]], [[рейд]] Polyb., Diod.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''σάλος:''' [ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> οποιαδήποτε [[ασταθής]] [[κίνηση]] που προκαλεί δονήσεις, [[ταλάντωση]], [[κλυδωνισμός]], λέγεται για σεισμό, σε Ευρ.· [[αναταραχή]] ή τα φουσκωμένα κύματα της θάλασσας, [[θαλασσοταραχή]], [[φουρτούνα]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., <i>πόντιοι σάλοι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πλοία ή ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε πλοία, [[θαλασσοταραχή]], [[κούνημα]], [[κλυδωνισμός]], σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για την [[πολιτεία]] που παρομοιάζεται με [[πλοίο]], [[αναταραχή]], [[κλυδωνισμός]], στον ίδ.· βρίσκομαι σε [[αναταραχή]], [[ανησυχώ]], [[αμφιταλαντεύομαι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σάλος:''' [ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> οποιαδήποτε [[ασταθής]] [[κίνηση]] που προκαλεί δονήσεις, [[ταλάντωση]], [[κλυδωνισμός]], λέγεται για σεισμό, σε Ευρ.· [[αναταραχή]] ή τα φουσκωμένα κύματα της θάλασσας, [[θαλασσοταραχή]], [[φουρτούνα]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., <i>πόντιοι σάλοι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πλοία ή ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε πλοία, [[θαλασσοταραχή]], [[κούνημα]], [[κλυδωνισμός]], σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για την [[πολιτεία]] που παρομοιάζεται με [[πλοίο]], [[αναταραχή]], [[κλυδωνισμός]], στον ίδ.· βρίσκομαι σε [[αναταραχή]], [[ανησυχώ]], [[αμφιταλαντεύομαι]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σάλος:''' (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[волнение]], [[колебание]] ([[πόντιος]] σ. или πόντιοι σάλοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[морская качка]]: ἐκ [[πολλοῦ]] σάλου Soph. после сильной качки; καρηβαρῶν ὑπὸ τοῦ σάλου Luc. страдающий головной болью от качки;<br /><b class="num">3)</b> [[потрясение]], [[смута]]: ἐν πολλῷ σάλῳ καὶ κινδύνῳ [[γενέσθαι]] Lys. подвергнуться страшным потрясениям и опасностям; σ. [[φοίνιος]] Soph. кровавая смута;<br /><b class="num">4)</b> [[якорная стоянка]], [[рейд]] Polyb., Diod.
|lstext='''σάλος''': (ᾰ), , ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. Ἀλκμὰν παρ’ Ἀπολλ. Δυσκ. σάλεσσιν ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[σάλος]], τό· - πᾶσα ἀσταθὴς καὶ παλμικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ [[κίνησις]], ἐπὶ σεισμοῦ, χθόνος νῶτα σεισθῆναι σάλῳ Εὐρ. Ι. Τ. 46· [[μάλιστα]] ἡ ἀσταθὴς ἄνω καὶ [[κάτω]] κίνησης τῆς θαλάσσης, πόντου σ., [[πόντιος]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 28, Ι. Τ. 1443· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., πόντιοι σάλοι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 994.<br />2) ἀνοικτὴ [[θάλασσα]], [[πέλαγος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λιμένα, ἐν σάλῳ στῆναι = σαλεύειν ΙΙ. 2, Λατ. in salo stare in ancoris, ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Πολύβ. 1. 53, 10· [[οὔτε]] λιμὴν [[οὔτε]] σ. Διόδ. 3. 44, πρβλ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐυρθρ. θαλάσσ. σ. 5. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων ἢ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπων, ἡ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[κίνησις]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ’ ἐπ’ ἀκτῆς Σοφ. Φιλ. 271· σάλον εἶχεν [[θάλασσα]] Πλουτ. Λούκ. 10· καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Λουκ. Ἑρμότ. 28· ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 19· - μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πλοίου τῆς πολιτείας, ταραχὴ ἐν τρικυμίᾳ, τὰ μὲν δὴ πόλεως θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]] Σοφ. Ἀντ. 162· [[πόλις]] … σαλεύει κἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ἔτ’ οὐχ οἵα τε φοινίου τε σάλου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 22· [[πόλις]] ἐν σάλῳ ἐστὶ Λυσ. 107. 28· ἐπὶ στρατιωτῶν, σάλον ἔχειν, διατελεῖν ἐν λύπῃ καὶ δυστυχίᾳ, Πλουτ. Ἀλέξ. 32, πρβλ. Αἰμίλ. 18· πρβλ. [[σαλεύω]] ΙΙ. 1. 2) [[δυσάρεστος]] [[κατάστασις]], ἀνησυχία, [[ταραχή]], Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑβδ. (Σειρὰχ Μ΄, 5). Ἐκ τῆς √ΣΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σάλη, σαλεύω, σαλεία, σαλάσσω, σαλᾱγέω, σάλαξ, σαλάγη, σαλύγη· καὶ σόλος· [[ὡσαύτως]] [[σαλαΐζω]], σαλάκων· πρβλ. Λατ. [[salum]]· Ἀρχ. Γερμαν. swellan ([[schwellen]], [[swell]])· τὸ [[σάλος]] συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ [[ἃλς]] ([[mare]])· ἀλλ’ ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τοῦ [[σάλος]] [[εἶναι]] τῆς ἀστάτου κινήσεως, ἐν ᾧ τὸ ἃλς (ἡ) = mare ἔχει στενὴν σχέσιν πρὸς τὸ ἃλς (ὁ) = sal. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλος]]· [[φροντίς]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], καὶ τῆς θαλάσσης κλύδωνος [[κίνησις]]».
}}
{{elnl
|elnltext=σάλος -ου, ὁ deining (van de zee):; πόντου σάλος de deining van de zee Eur. Hec. 28; schok:; χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ de aardkorst werd geschokt door een aardbeving Eur. IT 46; overdr.. ἐν πολλῷ σάλῳ καὶ κινδύνῳ in veel onrust en gevaar Lys. 6.49.
}}
}}
{{etym
{{etym