Anonymous

σηπεδών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] όνος, ἡ, 1) [[Fäulniß]], sowohl der thierischen Körper als des Holzes; οὐδὲ διεφθαρμένος ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης, Plat. Phaed. 110 e, vgl. 96 b; κακὸν ξύλοις, Rep. X, 609 a; – u. im plur., Pol. 1, 81, 7 Plut. Artax. 16; ἐπίδρομοι, Nic. Ther. 242. – 2) faules, eiterndes Geschwür. – 3) eine Schlange, deren Biß Fäulniß hervorbringt, Nic. Ther. 326. – 4) übh. Feuchtigkeit, Nässe, Antiph. bei Harpocr. v. [[ἔμβιος]], weil aus der Anhäufung verdorbener Säfte u. Feuchtigkeiten Fäulniß zu entstehen pflegt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] όνος, ἡ, 1) [[Fäulniß]], sowohl der thierischen Körper als des Holzes; οὐδὲ διεφθαρμένος ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης, Plat. Phaed. 110 e, vgl. 96 b; κακὸν ξύλοις, Rep. X, 609 a; – u. im plur., Pol. 1, 81, 7 Plut. Artax. 16; ἐπίδρομοι, Nic. Ther. 242. – 2) faules, eiterndes Geschwür. – 3) eine Schlange, deren Biß Fäulniß hervorbringt, Nic. Ther. 326. – 4) übh. Feuchtigkeit, Nässe, Antiph. bei Harpocr. v. [[ἔμβιος]], weil aus der Anhäufung verdorbener Säfte u. Feuchtigkeiten Fäulniß zu entstehen pflegt.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> putréfaction ; abcès purulent;<br /><b>2</b> serpent dont la morsure produit la putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[σήπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σηπεδών''': -όνος, ἡ, (σήπομαι) [[σῆψις]], «σαπίλα», ἐπὶ ζωϊκοῦ σώματος, ἐπὶ ξύλου ἢ καὶ ἐπὶ λίθου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083, Πλάτ. Φαίδων 110Ε, κτλ.· σηπεδόνα λαβεῖν [[αὐτόθι]] 96Β. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, [[νέκρωσις]], οὖσα δύο εἰδῶν, σ. χλωρή, [[ὅταν]] ἐκρέῃ ὑγρόν τι, [[ξηρή]], [[ὅταν]] [[εἶναι]] ξηρά, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, καὶ Foës. Oecon. II. ἐν τῷ πληθ., ὑγρὰ πλήρη σήψεως, πυώδεις χυμοί, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πολύβ. 1. 81, 7, κτλ. ΙΙΙ. [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει σῆψιν, κοινῶς «σαπίτης», Νικ. Θηρ. 326, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18. IV. [[καθόλου]], [[ὑγρασία]] ἐπιφέρουσα σῆψιν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. [[ἔμβιος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 334. 31.
|lstext='''σηπεδών''': -όνος, ἡ, (σήπομαι) [[σῆψις]], «σαπίλα», ἐπὶ ζωϊκοῦ σώματος, ἐπὶ ξύλου ἢ καὶ ἐπὶ λίθου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083, Πλάτ. Φαίδων 110Ε, κτλ.· σηπεδόνα λαβεῖν [[αὐτόθι]] 96Β. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, [[νέκρωσις]], οὖσα δύο εἰδῶν, σ. χλωρή, [[ὅταν]] ἐκρέῃ ὑγρόν τι, [[ξηρή]], [[ὅταν]] [[εἶναι]] ξηρά, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, καὶ Foës. Oecon. II. ἐν τῷ πληθ., ὑγρὰ πλήρη σήψεως, πυώδεις χυμοί, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πολύβ. 1. 81, 7, κτλ. ΙΙΙ. [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει σῆψιν, κοινῶς «σαπίτης», Νικ. Θηρ. 326, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18. IV. [[καθόλου]], [[ὑγρασία]] ἐπιφέρουσα σῆψιν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. [[ἔμβιος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 334. 31.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> putréfaction ; abcès purulent;<br /><b>2</b> serpent dont la morsure produit la putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[σήπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml