σηπεδών
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
-όνος, ἡ, (σήπομαι)
A decay, putrefaction, in animal bodies or wood, or even stone, Hp.Epid.3.4, Antipho Soph.15, Pl.Phd. 110e, Thphr. CP 6.1.5; σηπεδόνα λαβεῖν Pl.Phd. 96b.
2 of live flesh, mortification, of two kinds, σ. χλωρή (v. σῆψις) when a humour discharges, and ξηρή when it is dry, Hp.Epid.5.4.
II pl., putrid humours, Id.Aph.3.16 (sg. in 7.20), Plb. 1.81.7, Com.Adesp.344, etc.
III a serpent whose bite causes putrefaction, Nic.Th.327, Ael. NA15.18.
German (Pape)
[Seite 875] όνος, ἡ, 1) Fäulniß, sowohl der thierischen Körper als des Holzes; οὐδὲ διεφθαρμένος ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης, Plat. Phaed. 110 e, vgl. 96 b; κακὸν ξύλοις, Rep. X, 609 a; – u. im plur., Pol. 1, 81, 7 Plut. Artax. 16; ἐπίδρομοι, Nic. Ther. 242. – 2) faules, eiterndes Geschwür. – 3) eine Schlange, deren Biß Fäulniß hervorbringt, Nic. Ther. 326. – 4) übh. Feuchtigkeit, Nässe, Antiph. bei Harpocr. v. ἔμβιος, weil aus der Anhäufung verdorbener Säfte u. Feuchtigkeiten Fäulniß zu entstehen pflegt.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
1 putréfaction ; abcès purulent;
2 serpent dont la morsure produit la putréfaction.
Étymologie: σήπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηπεδών -όνος, ἡ [σήπω] verrotting, ontbinding.
Russian (Dvoretsky)
σηπεδών: όνος ἡ
1 гниение, порча Plat., Arst., Plut.;
2 гнойник Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
σηπεδών: -όνος, ἡ, (σήπομαι) σῆψις, «σαπίλα», ἐπὶ ζωϊκοῦ σώματος, ἐπὶ ξύλου ἢ καὶ ἐπὶ λίθου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083, Πλάτ. Φαίδων 110Ε, κτλ.· σηπεδόνα λαβεῖν αὐτόθι 96Β. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, νέκρωσις, οὖσα δύο εἰδῶν, σ. χλωρή, ὅταν ἐκρέῃ ὑγρόν τι, ξηρή, ὅταν εἶναι ξηρά, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, καὶ Foës. Oecon. II. ἐν τῷ πληθ., ὑγρὰ πλήρη σήψεως, πυώδεις χυμοί, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πολύβ. 1. 81, 7, κτλ. ΙΙΙ. ὄφις, τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐπιφέρει σῆψιν, κοινῶς «σαπίτης», Νικ. Θηρ. 326, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18. IV. καθόλου, ὑγρασία ἐπιφέρουσα σῆψιν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἔμβιος, Ἐτυμολ. Μέγ. 334. 31.
Greek Monolingual
-όνος, η, ΝΜΑ
(λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα
νεοελλ.
παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων της οικογένειας σκιομυζίδες
αρχ.
1. ονομασία φιδιού το δήγμα του οποίου προκαλεί σήψη
2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» — πυώδεις χυμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήπομαι + επίθημα -ε-δών (πρβλ. τερηδών, τηκεδών)].
Greek Monotonic
σηπεδών: -όνος, ἡ, σήψη, σαπίλα, σαθρότητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
σηπεδών, όνος, ἡ,
rottenness, putrefaction, Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=σαπίλα). Ἀπό το σήπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
gangrene
Afrikaans: kouevuur; Albanian: gangrenë; Arabic: غَنْغْرِينَة, غَرْغْرِينَا; Armenian: գանգրենա; Basque: haratustel; Belarusian: гангрэна; Bulgarian: гангрена; Chinese Cantonese: 壞疽, 坏疽; Mandarin: 壞疽, 坏疽; Czech: gangréna, sněť; Danish: koldbrand, gangræn c or; Dutch: gangreen, koudvuur; Esperanto: gangreno; Faroese: kolubrandur; Finnish: kuolio, gangreeni; French: gangrène; Georgian: განგრენა; German: Gangrän, Wundbrand, Brand; Greek: γάγγραινα; Ancient Greek: ἀποσφακέλισις, γάγγραινα, γαγγραίνωσις, διαμύδησις, νέκρωσις, σηπεδών, σῆψις ὀστέων, σφακελισμός, σφάκελος; Hindi: कोथ; Hungarian: gangréna, üszkösödés; Icelandic: ýldudrep, átudrep, brandur, kolbrandur, drep í holdi; Indonesian: gangren; Italian: cancrena; Japanese: 壊疽; Kazakh: гангрена; Khmer: ដំបៅរលួយ; Korean: 회저(壞疽); Latin: gangraena; Macedonian: гангрена; Maori: kikohunga; Marathi: कोथ; Mongolian: үхжил; Navajo: naałdzid, iʼniiyą́ą́ʼ; Nepali: सइनको घाउले; Norwegian Bokmål: koldbrann, gangren; Nynorsk: kaldbrann, gangren; Persian: قانقاریا; Polish: zgorzel, gangrena; Portuguese: gangrena; Romanian: cangrenă; Russian: гангрена; Serbo-Croatian Cyrillic: гангрена; Roman: gangrena; Slovak: gangréna; Slovene: gangrena; Spanish: gangrena; Swedish: kallbrand, gangrän c or; Tagalog: ganggrena; Tibetan: འདྲུལ་བ; Turkish: kangren; Ukrainian: гангрена; Vietnamese: bệnh thối hoại; Welsh: madredd