σαγηνεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] eine Menge Fische mit dem großen Fangnetze, [[σαγήνη]] einfangen; auch das Wild mit Stellnetzen, Garnen fangen, Luc. D. D. 15, 3 Tim. 25; übertr. von Menschen, sie wie wilde Thiere zusammentreiben, um sie zu fangen, Her. 3, 149. 6, 31, der das Wort in diesem Sinne aber nur von den Persern braucht, wie auch Plat. Legg. III, 698 d: ὡς συνάψαντες τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος; vgl. Polem. 2, 56; – σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, Ep. ad. 32 (XII, 52).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] eine Menge Fische mit dem großen Fangnetze, [[σαγήνη]] einfangen; auch das Wild mit Stellnetzen, Garnen fangen, Luc. D. D. 15, 3 Tim. 25; übertr. von Menschen, sie wie wilde Thiere zusammentreiben, um sie zu fangen, Her. 3, 149. 6, 31, der das Wort in diesem Sinne aber nur von den Persern braucht, wie auch Plat. Legg. III, 698 d: ὡς συνάψαντες τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος; vgl. Polem. 2, 56; – σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, Ep. ad. 32 (XII, 52).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pêcher à la seine;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prendre comme dans un filet.<br />'''Étymologie:''' [[σαγήνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰγηνεύω''': [[περικλείω]] καὶ [[ἀγρεύω]] ἰχθῦς διὰ τοῦ συρομένου δικτύου ([[σαγήνη]]), Φιλόστρ. 29, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 3, Θεῶν Διάλ. 15. 3. ΙΙ. μεταφορ., [[ἐκδιώκω]] πάντας τοὺς κατοίκους χώρας τινὸς σχηματίσας στρατιωτικὴν γραμμὴν καὶ [[οὕτως]] ἐπιτρέχων τὴν χώραν, Περσικὴ [[συνήθεια]], σ. ἀνθρώπους Ἡρόδ. 6. 31, Στράβ 448, Διογ. Λ. 3. 33· σ. [[ὥσπερ]] ἐν δικτύοις Ἡρῳδιαν. 4. 9· σ. Σάμον, ἐρημώνω αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 3. 149· [[οὕτως]], [ὡς] συνάψαντες ... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Πλάτ. Νόμ. 698D· πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 67. 2) [[καθόλου]], [[συλλαμβάνω]] ὡς ἐν δικτύῳ, σοφισταὶ σαγ. τὼς νεὼς Λῦσις παρ’ Ἰαμβλίχ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 76, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 25· σαγηνευθεὶς ὑπ’ ἔρωτι Ἀνθ. Π. 11. 52, πρβλ. Ἡλιόδ. 1. 9. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[συλλαμβάνω]] ζῶντα, σῴζω, ὡς τὸ [[ζωγρέω]] ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
|lstext='''σᾰγηνεύω''': [[περικλείω]] καὶ [[ἀγρεύω]] ἰχθῦς διὰ τοῦ συρομένου δικτύου ([[σαγήνη]]), Φιλόστρ. 29, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 3, Θεῶν Διάλ. 15. 3. ΙΙ. μεταφορ., [[ἐκδιώκω]] πάντας τοὺς κατοίκους χώρας τινὸς σχηματίσας στρατιωτικὴν γραμμὴν καὶ [[οὕτως]] ἐπιτρέχων τὴν χώραν, Περσικὴ [[συνήθεια]], σ. ἀνθρώπους Ἡρόδ. 6. 31, Στράβ 448, Διογ. Λ. 3. 33· σ. [[ὥσπερ]] ἐν δικτύοις Ἡρῳδιαν. 4. 9· σ. Σάμον, ἐρημώνω αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 3. 149· [[οὕτως]], [ὡς] συνάψαντες ... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Πλάτ. Νόμ. 698D· πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 67. 2) [[καθόλου]], [[συλλαμβάνω]] ὡς ἐν δικτύῳ, σοφισταὶ σαγ. τὼς νεὼς Λῦσις παρ’ Ἰαμβλίχ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 76, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 25· σαγηνευθεὶς ὑπ’ ἔρωτι Ἀνθ. Π. 11. 52, πρβλ. Ἡλιόδ. 1. 9. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[συλλαμβάνω]] ζῶντα, σῴζω, ὡς τὸ [[ζωγρέω]] ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pêcher à la seine;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prendre comme dans un filet.<br />'''Étymologie:''' [[σαγήνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml