Anonymous

σκίπων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ὁ, = σκήπτων, Stab, Stock; zuerst bei Her. 4, 172; oft mit [[σκήπων]] verwechselt, Jac. A. P. p. 198; auch [[σκίμπων]] u. [[σκίμπτων]] findet sich; lat. scipio.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ὁ, = σκήπτων, Stab, Stock; zuerst bei Her. 4, 172; oft mit [[σκήπων]] verwechselt, Jac. A. P. p. 198; auch [[σκίμπων]] u. [[σκίμπτων]] findet sich; lat. scipio.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />bâton, houlette.<br />'''Étymologie:''' R. Σκιπ, s'appuyer ; cf. [[σκίμπτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκίπων''': -ωνος, ὁ, ([[σκίμπτομαι]]) = [[σκῆπτρον]], «[[βακτηρία]], [[ῥάβδος]]» Ἡσύχ., Ἡρόδ. 4. 172, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Εὐρ. Ἑκ. 65, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 2, Ἀριστοφ. Σφ. 727· σκ., γεροντικὸν [[ὅπλον]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7. ― Ὁ [[τύπος]] [[σκίμπων]] ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἡρόδ., Εὐρ., κλπ.· [[σκήπων]] ἐν Ἀνθ. Π. 6. 293, 294., 7. 65, 89, κτλ., μνημονεύεται δὲ καὶ παρ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 127, Θεόγνωστ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 34· τὸ Λατ. κύρ. [[ὄνομα]] Scipio ἑρμηνεύεται Σκιπίων παρὰ Παυσ. 8. 30, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656b (σ. 1107), Σκιπίων ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σελ. 358.
|lstext='''σκίπων''': -ωνος, ὁ, ([[σκίμπτομαι]]) = [[σκῆπτρον]], «[[βακτηρία]], [[ῥάβδος]]» Ἡσύχ., Ἡρόδ. 4. 172, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Εὐρ. Ἑκ. 65, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 2, Ἀριστοφ. Σφ. 727· σκ., γεροντικὸν [[ὅπλον]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7. ― Ὁ [[τύπος]] [[σκίμπων]] ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἡρόδ., Εὐρ., κλπ.· [[σκήπων]] ἐν Ἀνθ. Π. 6. 293, 294., 7. 65, 89, κτλ., μνημονεύεται δὲ καὶ παρ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 127, Θεόγνωστ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 34· τὸ Λατ. κύρ. [[ὄνομα]] Scipio ἑρμηνεύεται Σκιπίων παρὰ Παυσ. 8. 30, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656b (σ. 1107), Σκιπίων ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σελ. 358.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />bâton, houlette.<br />'''Étymologie:''' R. Σκιπ, s'appuyer ; cf. [[σκίμπτομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml