Anonymous

σιτίον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] τό, gew. plur. τὰ σιτία, 1) Speise von Weizen oder Getreide, Brot, oft bei Her., z. B. Αἰγύπτιοι ἀπὸ ὀλυρέων ποιέονται σιτία, 2, 36. – 2) übh. Speise, Kost, Nahrungsmittel, bes. für Menschen; σιτία τριῶν ἡμερῶν, Ar. Ach. 197; im Ggstz von πώματα Plat. Legg. II, 659 e, von ποτά Prot. 334 a, von ὄψα c; Folgde. – 3) auch die öffentliche Beköstigung im Prytaneion, τἀν πρυτανείῳ σιτία, Ar. Equ. 706.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] τό, gew. plur. τὰ σιτία, 1) Speise von Weizen oder Getreide, Brot, oft bei Her., z. B. Αἰγύπτιοι ἀπὸ ὀλυρέων ποιέονται σιτία, 2, 36. – 2) übh. Speise, Kost, Nahrungsmittel, bes. für Menschen; σιτία τριῶν ἡμερῶν, Ar. Ach. 197; im Ggstz von πώματα Plat. Legg. II, 659 e, von ποτά Prot. 334 a, von ὄψα c; Folgde. – 3) auch die öffentliche Beköstigung im Prytaneion, τἀν πρυτανείῳ σιτία, Ar. Equ. 706.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>d'ord. au plur.</i> τὰ σιτία;<br /><b>1</b> blé ; pain;<br /><b>2</b> aliment, nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτίον''': τό, ([[σῖτος]]) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σιτία· (ὁ ἑνικ. παρ’ Ἱππ. 10. 33., 610. 10, Πλάτ. Πολ. 338C, Φαίδρ. 241C, καὶ [[παρά]] τινι μεταγεν. ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ. 2)· ἐν χρήσει μόνον παρὰ πεζογράφοις καὶ τοῖς κωμικοῖς· 1) [[κόκκος]] σίτου, [[σῖτος]], «σιτάρι», ἤλουν ὄρθριαι τὰ σ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙ. τροφὴ ἐκ σίτου πεποιημένη, ἄρτος, σιτία.. [[μάλιστα]] μὲν τοὺς ἐκ πυρῶν ἄρτους λέγων Ἱππ. 404. 32· ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων, τρέφονται διὰ ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. [[ἀποζάω]]. 2) [[καθόλου]], [[τροφή]], τροφαί, ζωοτροφίαι δι’ ἀνθρώπους, ἀντίθετον τῷ [[χόρτος]] (τροφὴ διὰ τὰ κτήνη), ὁ αὐτ. 1. 94, 188, κτλ.· σιτί’ ἡμερῶν τριῶν, τροφὰς τριῶν ἡμερῶν, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 197, Εἰρ. 312, πρβλ. Θουκ. 1. 48., 3. 1· σιτία καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, Πλάτ. Γοργ. 490Β, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9· ἐν τοῖς σ. τε καὶ ποτά, Πλάτ. Γοργ. 490Β, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9· ἐν τοῖς σ. τε καὶ ὄψοις Πλάτ. Πρωτ. 334C· ἀντίθετ. τῷ ῥοφήματα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· πρβλ. [[σῖτος]] Ι. ἐν τέλ. 3) τὰν Πρυτανείῳ σιτία, ἡ [[δημοσίᾳ]] δαπάνῃ ἐν τῷ Πρυτανείῳ [[τροφή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 709· πρβλ. [[σίτησις]]. 4) σπανίως τροφὴ διὰ τοὺς κύνας, Ξεν. Κυν. 7,11. ΙΙΙ. = [[σῖτος]] ΙΙΙ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 355. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιτία· [[δαπάνημα]], [[βρῶμα]] ([[σιτεία]]). [[σιτηρέσιον]]».
|lstext='''σῑτίον''': τό, ([[σῖτος]]) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σιτία· (ὁ ἑνικ. παρ’ Ἱππ. 10. 33., 610. 10, Πλάτ. Πολ. 338C, Φαίδρ. 241C, καὶ [[παρά]] τινι μεταγεν. ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ. 2)· ἐν χρήσει μόνον παρὰ πεζογράφοις καὶ τοῖς κωμικοῖς· 1) [[κόκκος]] σίτου, [[σῖτος]], «σιτάρι», ἤλουν ὄρθριαι τὰ σ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙ. τροφὴ ἐκ σίτου πεποιημένη, ἄρτος, σιτία.. [[μάλιστα]] μὲν τοὺς ἐκ πυρῶν ἄρτους λέγων Ἱππ. 404. 32· ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων, τρέφονται διὰ ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. [[ἀποζάω]]. 2) [[καθόλου]], [[τροφή]], τροφαί, ζωοτροφίαι δι’ ἀνθρώπους, ἀντίθετον τῷ [[χόρτος]] (τροφὴ διὰ τὰ κτήνη), ὁ αὐτ. 1. 94, 188, κτλ.· σιτί’ ἡμερῶν τριῶν, τροφὰς τριῶν ἡμερῶν, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 197, Εἰρ. 312, πρβλ. Θουκ. 1. 48., 3. 1· σιτία καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, Πλάτ. Γοργ. 490Β, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9· ἐν τοῖς σ. τε καὶ ποτά, Πλάτ. Γοργ. 490Β, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9· ἐν τοῖς σ. τε καὶ ὄψοις Πλάτ. Πρωτ. 334C· ἀντίθετ. τῷ ῥοφήματα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· πρβλ. [[σῖτος]] Ι. ἐν τέλ. 3) τὰν Πρυτανείῳ σιτία, ἡ [[δημοσίᾳ]] δαπάνῃ ἐν τῷ Πρυτανείῳ [[τροφή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 709· πρβλ. [[σίτησις]]. 4) σπανίως τροφὴ διὰ τοὺς κύνας, Ξεν. Κυν. 7,11. ΙΙΙ. = [[σῖτος]] ΙΙΙ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 355. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιτία· [[δαπάνημα]], [[βρῶμα]] ([[σιτεία]]). [[σιτηρέσιον]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>d'ord. au plur.</i> τὰ σιτία;<br /><b>1</b> blé ; pain;<br /><b>2</b> aliment, nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm