3,277,649
edits
m (Text replacement - "m’" to "m'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] 1) [[hinken]], Il. 11, 811. 19, 47 u. Sp., Luc. merc. cond. 39, Plut. u. A. – 2) ὁ σκάζων, auch [[χωλίαμβος]], der bes. von Hipponax gebrauchte jambische Hinkvers, ein vollkommner Trimeter, der aber statt des letzten Jambus einen Spondeus oder Trochäus hat; σκάζοντα μέτρα, Philp. 83 (VII, 405). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] 1) [[hinken]], Il. 11, 811. 19, 47 u. Sp., Luc. merc. cond. 39, Plut. u. A. – 2) ὁ σκάζων, auch [[χωλίαμβος]], der bes. von Hipponax gebrauchte jambische Hinkvers, ein vollkommner Trimeter, der aber statt des letzten Jambus einen Spondeus oder Trochäus hat; σκάζοντα μέτρα, Philp. 83 (VII, 405). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />boiter ; <i>fig.</i> chanceler, être peu solide.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαγ, boiter. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκάζω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[χωλαίνω]], «κουτσαίνω», Ἰλ. Τ. 47· ἐκ πολέμου Λ. 811, πρβλ. Πλούτ. 2. 317Ε· μεταφορ., [[δόμος]] σκάζει, σαλεύεται, Ἀνθ. Π. 1. 2, 3· ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, ἐπὶ παρασίτων, Ἀλκίφρων 3. 50· σ. τῇ πίστει Ὠριγέν.· πρὸς τὴν θεραπείαν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39. ΙΙ. ὁ σκάζων καὶ [[χωλίαμβος]], ὁ ἰαμβικὸς [[στίχος]] τοῦ Ἱππώνακτος, [[ὅστις]] ἦτο κανονικὸς [[τρίμετρος]] [[ἰαμβικός]], ἔχων [[ὅμως]] ἐν τῷ τελευταίῳ ποδὶ [[σπονδεῖον]] ἢ τροχαῖον, σκάζοντα μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 405. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΓ, πρβλ. Σανσκρ. (μετὰ ἐρρίνου) khanǵ khanǵ-âmi· Ἀρχ. Γερμ. hink-en). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάζει· χωλεύει, χωλαίνει». | |lstext='''σκάζω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[χωλαίνω]], «κουτσαίνω», Ἰλ. Τ. 47· ἐκ πολέμου Λ. 811, πρβλ. Πλούτ. 2. 317Ε· μεταφορ., [[δόμος]] σκάζει, σαλεύεται, Ἀνθ. Π. 1. 2, 3· ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, ἐπὶ παρασίτων, Ἀλκίφρων 3. 50· σ. τῇ πίστει Ὠριγέν.· πρὸς τὴν θεραπείαν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39. ΙΙ. ὁ σκάζων καὶ [[χωλίαμβος]], ὁ ἰαμβικὸς [[στίχος]] τοῦ Ἱππώνακτος, [[ὅστις]] ἦτο κανονικὸς [[τρίμετρος]] [[ἰαμβικός]], ἔχων [[ὅμως]] ἐν τῷ τελευταίῳ ποδὶ [[σπονδεῖον]] ἢ τροχαῖον, σκάζοντα μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 405. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΓ, πρβλ. Σανσκρ. (μετὰ ἐρρίνου) khanǵ khanǵ-âmi· Ἀρχ. Γερμ. hink-en). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάζει· χωλεύει, χωλαίνει». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |