Anonymous

σκάζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "m’" to "m'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] 1) [[hinken]], Il. 11, 811. 19, 47 u. Sp., Luc. merc. cond. 39, Plut. u. A. – 2) ὁ σκάζων, auch [[χωλίαμβος]], der bes. von Hipponax gebrauchte jambische Hinkvers, ein vollkommner Trimeter, der aber statt des letzten Jambus einen Spondeus oder Trochäus hat; σκάζοντα μέτρα, Philp. 83 (VII, 405).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] 1) [[hinken]], Il. 11, 811. 19, 47 u. Sp., Luc. merc. cond. 39, Plut. u. A. – 2) ὁ σκάζων, auch [[χωλίαμβος]], der bes. von Hipponax gebrauchte jambische Hinkvers, ein vollkommner Trimeter, der aber statt des letzten Jambus einen Spondeus oder Trochäus hat; σκάζοντα μέτρα, Philp. 83 (VII, 405).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />boiter ; <i>fig.</i> chanceler, être peu solide.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαγ, boiter.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάζω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[χωλαίνω]], «κουτσαίνω», Ἰλ. Τ. 47· ἐκ πολέμου Λ. 811, πρβλ. Πλούτ. 2. 317Ε· μεταφορ., [[δόμος]] σκάζει, σαλεύεται, Ἀνθ. Π. 1. 2, 3· ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, ἐπὶ παρασίτων, Ἀλκίφρων 3. 50· σ. τῇ πίστει Ὠριγέν.· πρὸς τὴν θεραπείαν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39. ΙΙ. ὁ σκάζων καὶ [[χωλίαμβος]], ὁ ἰαμβικὸς [[στίχος]] τοῦ Ἱππώνακτος, [[ὅστις]] ἦτο κανονικὸς [[τρίμετρος]] [[ἰαμβικός]], ἔχων [[ὅμως]] ἐν τῷ τελευταίῳ ποδὶ [[σπονδεῖον]] ἢ τροχαῖον, σκάζοντα μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 405. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΓ, πρβλ. Σανσκρ. (μετὰ ἐρρίνου) khanǵ khanǵ-âmi· Ἀρχ. Γερμ. hink-en). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάζει· χωλεύει, χωλαίνει».
|lstext='''σκάζω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[χωλαίνω]], «κουτσαίνω», Ἰλ. Τ. 47· ἐκ πολέμου Λ. 811, πρβλ. Πλούτ. 2. 317Ε· μεταφορ., [[δόμος]] σκάζει, σαλεύεται, Ἀνθ. Π. 1. 2, 3· ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, ἐπὶ παρασίτων, Ἀλκίφρων 3. 50· σ. τῇ πίστει Ὠριγέν.· πρὸς τὴν θεραπείαν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39. ΙΙ. ὁ σκάζων καὶ [[χωλίαμβος]], ὁ ἰαμβικὸς [[στίχος]] τοῦ Ἱππώνακτος, [[ὅστις]] ἦτο κανονικὸς [[τρίμετρος]] [[ἰαμβικός]], ἔχων [[ὅμως]] ἐν τῷ τελευταίῳ ποδὶ [[σπονδεῖον]] ἢ τροχαῖον, σκάζοντα μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 405. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΓ, πρβλ. Σανσκρ. (μετὰ ἐρρίνου) khanǵ khanǵ-âmi· Ἀρχ. Γερμ. hink-en). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάζει· χωλεύει, χωλαίνει».
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />boiter ; <i>fig.</i> chanceler, être peu solide.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαγ, boiter.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth